Βρέθηκα στη θάλασσα για πρώτη φορά πέντε χρονών, τότε που στους γονείς μου είχαν δώσει από τη δουλειά τους κουπόνι διακοπών στο Σότσι. Ο καιρός κάθε μέρα μας έκανε να το χαιρόμαστε πολύ. Η διάθεση ήταν υπέροχη, και πώς μπορεί να ήταν αλλιώς, όταν ο μπαμπάς και η μαμά είναι δίπλα, όταν γύρω μου όλοι γελάνε, κολυμπάνε στη θάλασσα, τρώνε παγωτό, παίζουν μπάλα…
Μετά από μερικές μέρες διακοπών, ένιωσα ότι έχω εξοικειωθεί πολύ με το νερό, αν και δεν ήξερα να κολυμπώ. Με το που οι γονείς μου αφαιρέθηκαν για ένα δευτερόλεπτο, μπήκα μόνη μου στη θάλασσα. Αποφάσισα ότι δεν είναι αρκετό να μείνω στα ρηχά και άρχισα να απομακρύνομαι από την ακτή. Ένα βήμα, δεύτερο, είναι ακίνδυνα. Τα πόδια μου νιώθουν το βυθό. Προχωρώ παραπέρα, το νερό φτάνει στους ώμους. Κάτι μου ψιθύριζε: «Σταμάτα!». Όμως, ήθελα τόσο πολύ να είμαι αυτόνομη και ενήλικη… Λέω στον εαυτό μου: «Είμαι αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής και δε φοβάμαι καθόλου τη δοκό, τους ασύμμετρους ζυγούς ούτε τον αυστηρό προπονητή. Είμαι τόσο θαρραλέα! Και η γλυκιά θάλασσα δεν μπορεί να προκαλέσει πόνο, δεν μπορεί να με μαλώσει». Προχωρώ.