Ο π. Μιχαήλ ξεκίνησε το πρωί με τη βάρκα του γερο-Γιωργάκη, που έκανε τη γραμμή Δάφνη-Αγιάννα. Έφτασε στον προορισμό του και τελείωσε την εργασία του. Αλλά, ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει, ο καιρός χάλασε. Φύσηξε δυνατός αέρας κι ακολούθησε μεγάλη θαλασσοταραχή.
Οι άλλοι πατέρες, μη μπορώντας να επιστρέψουν, πήγαν στα γειτονικά μοναστήρια Ξηροποτάμου και Σίμωνος Πέτρας. Ο π. Μιχαήλ, μοναχός απλός και άκακος, κάθησε στο λιμάνι της Δάφνης και περίμενε τη θάλασσα να γαληνέψει. Δεν εννοούσε να φύγει από την ακτή, γιατί στ’ αυτιά του ηχούσε η εντολή του γέροντά του.
Ξαφνικά, βλέπει μπροστά του δυο φωτεινούς νέους και τους ακούει να τον ρωτάνε: