Αφού τελείωσε ή λειτουργία και το μνημόσυνο, ό δύστυχος πατέρας, μάζεψε τα παιδιά του να επιστρέψει στο άδειο, από μάννα, σπίτι.
Ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι δέκα ετών περίπου, στάθηκε μπροστά στήν εικόνα της Παναγίας και κλαίγοντας της έλεγε:
«Παναγίτσα
μου, εγώ τώρα δεν έχω μανούλα, μα χρειάζομαι μια μάννα. Θά μείνω έδώ
κοντά Σου, να σ’ έχω αντί γιά τη μαμά μου, κοντά Σου δεν θά νοιώθω
ορφανό, θά κάνω προσευχή και γιά τήν μανούλα μου, να τήν έχεις μαζί Σου
να μην στενοχωριέται».
Μιλούσε ή παιδική ψυχή στήν Παναγία και
τα μάτια της έτρεχαν. Εκεί τήν βρίσκει ό πατέρας και της λέει, ότι
πρέπει να φύγουν. Ή μικρή τού άπαντά, ότι θέλει να μείνει στο μοναστήρι,
στήν Παναγία, να ζήση όπως και οι άλλες μοναχές, δεν θέλει να
επιστρέψει σπίτι. Ό πατέρας προσπαθεί να τήν πείσει, μα ή μικρή
επιμένει, τον παρ καλεί κλαίγοντας, να τήν αφήσει έδώ, στήν Μάννα
Παναγιά.