Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τοὺς πειρασμοὺς ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματική μας κατάσταση. Ἄλλοτε ἐπιτρέπει νὰ κάνουμε ἕνα σφάλμα, λ.χ. μιὰ μικρὴ ἀπροσεξία, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄλλη φορὰ προσεκτικοὶ καὶ νὰ ἀποφύγουμε ἢ μᾶλλον νὰ προλάβουμε ἕνα μεγαλύτερο κακὸ ποὺ θὰ μᾶς ἔκανε τὸ ταγκαλάκι. Ἄλλοτε ἀφήνει τὸν διάβολο νὰ μᾶς πειράζη, γιὰ νὰ μᾶς δοκιμάση. Δίνουμε δηλαδὴ ἐξετάσεις καὶ ἀντὶ κακὸ ὁ διάβολος μᾶς κάνει καλό. Θυμηθῆτε τὸν Γερο-Φιλάρετο ποὺ ἔλεγε: «Τέκνον, ἐγκατάλειψις Θεοῦ, οὐδένα πειρασμὸν σήμερα»[1]. Ἤθελε νὰ παλεύη κάθε μέρα μὲ τοὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἕνας δυνατός, ὅπως ὁ Γερο-Φιλάρετος, δὲν ἀποφεύγει τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ λέει στὸν Χριστό: «Στεῖλε μου, Χριστέ μου, πειρασμοὺς καὶ δῶσε μου κουράγιο νὰ παλέψω». Ἕνας ἀδύνατος ὅμως θὰ πῆ: «Μὴν ἐπιτρέπης, Χριστέ μου, νὰ πειρασθῶ». «Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν...»[2]. Ἐμεῖς ὅμως πολλὲς φορές, ὅταν ἔχουμε ἕναν πειρασμό, λέμε: «ἔ, μὰ εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ· δὲν ἀντέχω ἄλλο!», ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ποῦμε: «Δὲν εἶμαι ἄνθρωπος· εἶμαι παλιάνθρωπος. Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ γίνω ἄνθρωπος». Δὲν λέω νὰ ἐπιδιώκουμε ἐμεῖς τοὺς πειρασμούς, ἀλλά, ὅταν ἔρχωνται, νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ καρτερία καὶ προσευχή.