Τὸ πρῶτο μέρος ΕΔΩ
β) Ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου περὶ Ἐνσαρκώσεως.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διαμάχης μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ἀρειανῶν ὑπῆρχαν ὡρισμένα σημεῖα ἐπαφῆς μεταξὺ τῶν δύο. Ὅτι δηλαδὴ μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν οὐσία Του καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει οὐσιώδη ἐνέργεια, ἡ ὁποία δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία Του (διάκρισις μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας). Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Θεὸς ὅταν δημιουργῇ τὸν κόσμο, τὸν δημιουργεῖ ὄχι κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλὰ κατὰ βούλησιν καὶ κατ᾿ ἐνέργειαν. Ὁπότε ὑπάρχει ἕνωσις τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ κτίσματα.
Βέβαια μεταξύ τους οἱ διάφορες μορφὲς τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δὲν ταυτίζονται. Διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα ἡ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν συντηρητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἢ μὲ τὴν καθαρτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἢ μὲ τὴν φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἢ μὲ τὴν θεωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει μεταξύ τους ταυτότης, διότι, ἂν ὑπῆρχε ταυτότης, τότε ὅλα τὰ κτίσματα θὰ μετεῖχαν στὴν θεωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ ὅλα προέρχονται ἀπὸ ἐμπειρία τῆς θεώσεως τῶν Πατέρων καὶ εἶναι τὰ θεμέλια τῆς διδασκαλίας τους ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Δηλαδή, ἡ ἀφετηρία τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας εἶναι ἡ διαφοροποίησις, ἡ διάκρισις, μεταξὺ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὰ οἱ Ἀρειανοὶ τὰ πῆραν καὶ τὰ φιλοσοφοποίησαν. Δέχθηκαν τὴν διάκρισι μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας, ἔκαναν τὴν μάχη τους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶπαν ὅτι ὁ Λόγος δὲν γνωρίζει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδειξις τούτου, εἶπαν, εἶναι ὅτι δὲν ἔχει ὅλες τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἀπόδειξις γι᾿ αὐτό, λένε, εἶναι ὅτι δὲν γνωρίζει τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅτι δηλαδὴ ἀγνοεῖ ὡρισμένα πράγματα, τὰ ὁποῖα γνωρίζει μόνον ὁ Πατήρ. Ἑπομένως, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἔχῃ ὅλην τὴν γνῶσι, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει καὶ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν διαμάχη καὶ οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι πῆραν ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν χώρισαν καὶ ἔκαναν τρεῖς στῆλες, στὶς ὁποῖες κατέγραψαν μία-μία ὅλες τίς ἐνέργειες κάθε Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφή. Εἶπαν δηλαδὴ αὐτὲς εἶναι οἱ ἐνέργειες τοῦ Πατρός, αὐτὲς τοῦ Λόγου καὶ αὐτὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔκαναν δηλαδὴ μία ταξινόμησι. Οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, βρῆκαν ὅτι ὅλες τίς ἐνέργειες ποὺ ἔχει ὁ Πατήρ, τίς ἔχει καὶ ὁ Υἱὸς καὶ ὅλες τίς ἐνέργειες ποὺ ἔχουν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, τίς ἔχει καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Αὐτὰ τὰ εἶπαν οἱ Ὀρθόδοξοι. Ὁπότε ταυτίζονται οἱ ἐνέργειες τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα ταυτίζεται ἡ οὐσία Τους. Διότι αὐτὲς οἱ ἐνέργειες εἶναι οἱ φυσικὲς ἐνέργειες τῆς οὐσίας. Ὁπότε μεταξὺ τῶν τριῶν ὑποστάσεων ὑπάρχει κοινωνία οὐσίας καὶ οὐσιώδους ἐνεργείας. Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων.
Ἐμφανίζεται ὅμως ὁ Ἄρειος καὶ λέγει: Στόπ. Ὄχι, δὲν εἶναι ἔτσι. Ὁ Πατὴρ ἔχει ὅλες αὐτὲς τίς ἐνέργειες, ἀλλὰ ὁ Λόγος δὲν ἔχει ὅλες αὐτὲς τίς ἐνέργειες. Ὁ Λόγος ἔχει μόνο ὡρισμένες ἐνέργειες. Μετά, λέγει, οὔτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔχει ὅλες τίς ἐνέργειες ποὺ ἔχει ὁ Λόγος. Ἔτσι προκλήθηκε ἡ διαμάχη ποὺ κράτησε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325 μ.Χ.) μέχρι τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (381 μ.Χ.).
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπήντησαν στοὺς Ἀρειανούς, ὅτι τὸ κατ᾿ οὐσίαν δὲν σημαίνει το κατ᾿ ἀνάγκην, ὅπως αὐτοὶ ὑπεστήριζαν καὶ ἑπομένως τὸ ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾷ τὸν Λόγον κατ' οὐσίαν δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ φιλοσοφικὸ πρόβλημα ποὺ ἔθεσε ὁ Ἄρειος. Διότι, ὅπως τὸ κατὰ βούλησιν δὲν σημαίνει τὸ κατ᾿ ἀνάγκην στὸν Θεό, ἔτσι οὔτε τὸ κατ᾿ οὐσίαν σημαίνει τὸ κατ᾿ ἀνάγκην στὸν Θεό. Καί, ὅταν μιλᾶμε γιὰ κατ᾿ οὐσίαν, μιλᾶμε ἐξ ἐπόψεως τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως καὶ ὄχι ἐξ ἐπόψεως κάποιου φιλοσοφικοῦ προβλήματος.
Ἀλλά, ἔστω, καὶ φιλοσοφικὸ νὰ ἦταν τὸ πρόβλημα, ἐφ᾿ ὅσον ξέρωμε ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ἐκεῖνο ποὺ ὑπάρχει στὴν κτίσι δὲν σημαίνει ὅτι ὑπάρχει καὶ στὸν Θεό. Ἐμεῖς μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ μὲ ἀνθρώπινη γλῶσσα καὶ μὲ ἀνθρώπινα νοήματα. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὰ ἐφαρμόζονται στὸν Θεὸ κυριολεκτικά. Διότι ἁπλούστατα στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καταργοῦνται ὅλες οἱ προφητεῖες καὶ ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅλες οἱ γλῶσσες καὶ τὰ νοήματα, καθὼς καὶ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη γνῶσι ποὺ ἀφορᾷ στὸν Θεό. Διότι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα.
Ὑπάρχει ἕνα ὡραῖο κομμάτι στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος διακρίνει ὅτι ὁ Θεὸς οὔτε Μονὰς εἶναι οὔτε Τριὰς εἶναι οὔτε Ἕνας εἶναι οὔτε Θεὸς εἶναι οὔτε Ἀγάπη εἶναι κλπ.! Διότι δὲν ὑπάρχουν ὀνόματα ἢ νοήματα, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ ἀποδώσουν τὸ τί εἶναι ὁ Θεός. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συλλάβῃ τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀποκλείεται. Τὰ νοήματα καὶ οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται μόνον ὡς ὁδηγοὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀποδώσουν ἢ νὰ ἐξηγήσουν κάτι ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ οὐσία τῆς Ἀρειανικῆς διδασκαλίας εἶναι ὅτι τὰ κατ᾿ οὐσίαν καὶ κατὰ φύσιν σημαίνουν κατ᾿ ἀνάγκην, ἐνῶ τὰ κατ᾿ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν σημαίνουν ἐλευθερία στὸν Θεό. Ὁπότε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεύθερος, γίνεται ἀπὸ αὐτοὺς ἡ διάκρισις μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ γιὰ νὰ διαφυλάσσεται ἡ ἐλευθερία στὸν Θεό. Ἔτσι, ὅταν ὁ Θεὸς δημιουργῇ τὸν κόσμο, τὸν δημιουργεῖ ἀπόλυτα ἐλεύθερα, χωρὶς νὰ εἶναι τῆς οὐσίας Του ἢ τῆς φύσεώς Του ἀνάγκη νὰ δημιουργῇ τὸν κόσμο. Τὸν δημιούργησε δηλαδὴ ἐπειδὴ τὸ ἤθελε καὶ μόνο. Ἄν δὲ τὸ ἤθελε, δὲν θὰ ἐδημιουργοῦσε τὸν κόσμο.
Ἔτσι δὲν ἰσχύουν τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Πλατωνικῶν καὶ Ἀριστοτελικῶν (διότι δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσῃ κάτι γιὰ νὰ τελειοποιηθῇ ὁ ἴδιος), καθὼς καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Γνωστικῶν μὲ τίς ἀπόρροιές τους ἐκ τοῦ ὑψίστου ὄντος, ποὺ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καταντᾷ νὰ εἶναι μία πτῶσις ἀπὸ τὸ ὕψιστο ὅν πρὸς τὰ κάτω ἢ μία ἄρνησις ἢ μία ἀδυναμία, ἢ μία ἄγνοια κλπ.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ φιλοσοφικὴ γραμμὴ ποὺ καθιερώθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς στὴν περιοχὴ τῆς Ἀντιοχείας ἦταν πάρα πολὺ ἰσχυρή. Γι᾿ αὐτὸ ἔγιναν Χριστιανοὶ πάρα πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐπιχειρηματολογίας. Παρὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριψε αὐτὴν τὴν γραμμή. Γιατί ὅμως;
Ὁ Ἄρειος κατηγορεῖ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὅτι εἰσάγει ἀνάγκη στὸν Θεό, ὅταν λέγῃ ὅτι ὁ Πατὴρ κατὰ φύσιν γεννᾷ τὸν Λόγον καὶ ὄχι κατὰ βούλησιν, ὅπως ὑπεστήριζε ὁ Ἄρειος. Τὸν κατηγορεῖ δηλαδὴ ὅτι, μὲ αὐτὸ ποὺ λέγει, εἶναι σὰν νὰ λέγῃ ὅτι ὁ Πατὴρ κατ᾿ ἀνάγκην γεννᾷ τὸν Λόγον καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ Πατέρες ὅμως θεωροῦν τὴν γέννησι τοῦ Λόγου καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι εἶναι τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Ὄχι τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐνσάρκωσις βέβαια εἶναι τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἔχομε σ᾿ Αὐτὴν τὴν φυσικὴ ἕνωσι τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Γιατί λοιπὸν οἱ Πατέρες ἀπέρριψαν τὴν διδασκαλία αὐτὴν τοῦ Ἀρείου;
Τὸ πρόβλημα τοῦ Ἀρείου ποιό ἦταν; Ὁ Ἄρειος συμφωνοῦσε μὲ τὴν Ἀποφατικὴ Θεολογία στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσῃ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στὴν Πατερικὴ παράδοσι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἄγνωστος κατὰ τὴν οὐσία Του. Στὴν Δυτικὴ ἀρχαία παράδοσι τὸ ἴδιο ἴσχυε μὲ ἐξαίρεση ὅμως τὸν Αὐγουστῖνο. Ὅταν οἱ Πατέρες λένε ὅτι εἶναι γνωστὸς ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐνέργεια, δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι ἔχομε νοησιαρχικὴ γνῶσι τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἐνέργεια μετέχεται ἀπὸ τοὺς φωτισμένους καὶ θεουμένους. Κατά τοὺς Πατέρες μποροῦν νὰ γίνουν γνωστὲς ὡρισμένες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἐξ ἐπόψεως νοησιαρχικῆς ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὴν κτιστὴ φύσι. Ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ γνῶσις τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως καὶ ὄχι στὴν νοησιαρχικὴ γνῶσι, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα παρατηρήσεως καὶ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ ἐπάνω στὶς ἐπενέργειες τοῦ Θεοῦ στὴν κτίσι.
Λοιπὸν ὁ Ἄρειος εἶναι ὀπαδὸς τῆς Ἀποφατικῆς θεολογίας καὶ ἐπιμένει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἄγνωστος κατὰ τὴν οὐσία Του σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ νὰ λέγῃ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος δὲν γνωρίζει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἐὰν ποῦμε ὅτι οὔτε ὁ Λόγος γνωρίζει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τότε βάσει αὐτῆς τῆς ὑποθέσεως, ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἔχῃ κατ᾿ οὐσίαν σχέσεις οὔτε μὲ τὸν Λόγο, γιατί τὸ κατ᾿ οὐσίαν νὰ σημαίνῃ ὑποχρεωτικὰ τὸ κατ᾿ ἀνάγκην στὸν Θεό; Ἐπειδὴ αὐτὸ συμβαίνει στὸν σπόρο, δηλαδὴ στὴ φύσι;
Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως εἶχε ἐμφανισθῇ καὶ ἡ αἵρεσις τῶν Νεστοριανῶν. Καὶ ἐνῶ κατὰ τοὺς Ἀρειανοὺς ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ κατ᾿ οὐσίαν σχέσι μὲ ἑτερούσια ὕπαρξι, μὲ ἄλλη ὑπόστασι δηλαδή, ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει κατ᾿οὐσίαν σχέσεις μὲ τὴν ὑπόστασι τοῦ Λόγου, καθὼς καὶ μὲ τὴν ὑπόστασι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐκ τοῦ μηδενός. Ὁπότε δέχθηκε ὅτι ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁ Πατὴρ ἔχει κατ᾿ οὐσίαν σχέσεις μὲ τὸν Λόγον καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀλλὰ ὄχι ἡ Ἁγία Τριάδα μὲ τὰ κτίσματα. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο δέχθηκε ἕνα τριαδολογικὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἦταν Ὀρθόδοξο, ἀλλὰ ἔπεσε ἔξω ὡς πρὸς τὴν Ἐνσάρκωσι. Διότι δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῇ ὅτι ἐν Χριστῷ ὁ Λόγος ἑνώθηκε καθ᾿ ὑπόστασιν καὶ κατὰ φύσιν μὲ τὴν ἀνθρωπίνη Του φύσι. Ἀπορρίπτει δηλαδή τὴν κατὰ φύσιν ἕνωσι τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ. Διότι κράτησε τὴν φιλοσοφικὴ προϋπόθεσι ὅτι οἱ κατ' οὐσίαν σχέσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι κατ' ἀνάγκην σχέσεις καὶ δέχθηκε ὅτι μόνον οἱ κατ᾿ ἐνέργειαν καὶ κατὰ βούλησιν σχέσεις εἶναι ἐλεύθερες σχέσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἵρεσις τοῦ Νεστοριανισμοῦ, ἡ ὁποία δὲν δέχεται κατὰ φύσιν ἕνωσι τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρωπίνη Του φύσι, ἀλλὰ κατὰ βούλησιν καὶ κατ᾿ εὐδοκίαν.
Μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου ἔχομε μία ὁμοιομορφία στὰ ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν καὶ ἐναντίον τῶν Νεστοριανῶν ἀντέταξαν ὅτι τὸ κατὰ φύσιν δὲν σημαίνει τὸ κατ᾿ ἀνάγκην, δὲν σημαίνει δηλαδὴ ἐξαναγκασμό. Γιὰ ποιόν λόγο ὅμως;
Ὁ σπόρος ἑνὸς δένδρου μπορεῖ νὰ πῇ ποτέ, ἐφ᾿ ὅσον ποτίζεται καὶ φροντίζεται, ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ μεγαλώσω; Ὄχι, βέβαια.
Διότι ὑπάρχει μέσα του, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, ἡ ἐσωτερικὴ ἐντελέχεια, ὥστε αὐθόρμητα ὁ σπόρος ἐξελίσσεται σὲ δένδρο ὑπὸ τίς κατάλληλες συνθῆκες, εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι. Ὁ σπόρος λειτουργεῖ ἔτσι κατὰ φύσιν, κατ᾿οὐσίαν. Δηλαδὴ ὑπάρχει μία ἐσωτερικὴ ἀνάγκη ποὺ τὸν ὠθεῖ νὰ τελειοποιηθῇ γινόμενος δένδρο, ὅταν οἱ κλιματολογικὲς συνθῆκες τὸν εὐνοήσουν.
Ὁ Ἀριστοτέλης πῆρε παράδειγμα ἀπὸ αὐτὴν τὴν διδασκαλία τῆς κτιστῆς φύσεως καὶ τὴν ἀπέδωσε στὸ ἄκτιστο. Τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ κάποιος πάρει κατηγορήματα ἀπὸ τὴν κτιστὴ φύσι καὶ τὰ ἀποδώσει στὴν ἄκτιστη φύσι, πλανᾷται. Αὐτὸ εἶναι λάθος. Ἔτσι στὴν ἐπιχειρηματολογία αὐτὴ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ποὺ προέβαλαν οἱ εἰδωλολάτρες, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ τελειοποιηθῇ καὶ τὸν ἔκτισε γιὰ νὰ τελειοποιηθῇ, ἀντιτάχθηκε ἡ ἐπιχειρηματολογία τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετώπισαν μὲν τὴν παραπάνω ἐπιχειρηματολογία τῶν εἰδωλολατρῶν, βασιζόμενοι ὅμως στὴν φιλοσοφικὴ διάκρισι μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό. Βάσει αὐτῆς «ἀπήλλαξαν» τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ἐξαναγκασμὸ νὰ δημιουργήσῃ τὸν κόσμο, πρᾶγμα ποὺ καθιστᾷ τὸν Θεὸ ἐλεύθερο, ἂν θέλῃ νὰ δημιουργήσῃ, καὶ τὸν διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὸν σπόρο, ποὺ θέλει - δὲν θέλει θὰ ἀναπτυχθῇ σὲ δένδρο, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ διαφορετικά. Αὐτὴν ὅμως τὴν ἐπιχειρηματολογία, ποὺ προέβαλε ἡ ὁμάδα τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως καὶ τοῦ Ἀρείου, οἱ Πατέρες τὴν ἀπέρριψαν. Γιατί ὅμως;
Κατὰ τοὺς Ἀρειανούς τὸ κατὰ βούλησιν σημαίνει ἐλεύθερη ἐνέργεια, ἐνῶ το κατ᾿ οὐσίαν σημαίνει ἀναγκαστικὴ ἐνέργεια. Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας εἶπε ὅτι ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὸν κανόνα αὐτὸν τὰ ὁμοούσια. Δηλαδή, ὅταν ὑπάρχουν ὁμοούσια, ὅπως τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε αὐτὰ μποροῦν νὰ ἔχουν κατ᾿ οὐσίαν σχέσεις, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀναγκαῖον ὅν, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ ὑπάρχει ἀναγκαστικά. Ἔτσι οἱ Νεστοριανοὶ ἐδέχοντο ὅτι στὴν Ἁγία Τριάδα ὁ Πατὴρ κατ᾿ οὐσίαν γεννᾷ τὸν Υἱὸν καὶ κατ᾿ οὐσίαν ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἀλλὰ στὴν Ἐνσάρκωσι, ἔλεγαν, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ κατ᾿ οὐσίαν σχέσις τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐνσάρκωσις εἶναι μόνο κατ᾿ εὐδοκίαν καὶ κατ᾿ ἐνέργειαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατεδικάσθησαν.
Ὁ
Ἄρειος κατεδικάσθῃ, διότι ἐπέμενε ὄχι στὴν κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλὰ στὴν κατ᾿ ἐνέργειαν σχέσι τοῦ Πατρὸς μὲ τὸν Λόγον καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ
Νεστοριανοὶ κατεδικάσθησαν, διότι δὲν ἐδέχθησαν τὴν φυσική, δηλαδὴ τὴν
ὑποστατικὴ ἕνωσι ἐν Χριστῷ τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Χριστοῦ.
Δηλαδὴ οἱ Νεστοριανοί, ἐνῶ ἔκαναν ἐξαίρεσι στὸ δόγμα της Ἁγία Τριάδος,
διετήρησαν στὴν Χριστολογία αὐτὴν τὴν φιλοσοφικὴ ἀρχή, γιὰ νὰ μπορέσουν
νὰ διατηρήσουν τὴν φιλοσοφία τους γιὰ ἱεραποστολικοὺς σκοποὺς μὲ τοὺς
εἰδωλολάτρες, ὡς φαίνεται. Ἦλθε ὅμως ἡ Ἐκκλησία καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ὄχι
μόνο στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀλλὰ οὔτε στὴν Χριστολογία μπορεῖ νὰ σταθῇ αὐτὴ ἡ
ἐπιχειρηματολογία, ὅτι δηλαδὴ τὸ κατ᾿ οὐσίαν δὲν ἐφαρμόζεται καὶ ὅτι
σημαίνει τὸ κατ᾿ ἀνάγκην.
Πῶς λοιπὸν μπορεῖ κανεὶς νὰ κρίνῃ καὶ νὰ ἀπορρίψῃ τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν αἱρετικῶν ὅτι τὸ κατ᾿ οὐσίαν σημαίνει τὸ κατ᾿ ἀνάγκην στὸν Θεὸ καὶ ὅτι τὸ κατὰ βούλησιν καί τὸ κατ᾿ ἐνέργειαν σημαίνουν ἐλευθερία;
Αὐτὴ ἡ ἐπιχειρηματολογία καλύπτει μία περίοδο μέχρι τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ξαναεμφανίζεται στὴν Σχολαστικὴ Θεολογία, ἡ ὁποία ἀκολούθησε τὴν Θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου. Καὶ αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς βλέπομε νὰ διατηρῆται στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, στὸν φιλοσοφικὸ χῶρο, ὡς καὶ στὴν Δυτικὴ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχονται τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, διότι δὲν μποροῦν νὰ φαντασθοῦν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κάποια ἀνάγκη νὰ δημιουργήσῃ τὸν κόσμο. Ὁπότε τὸ θέμα τὴν ἐλευθερίας εἶναι μεγάλη ὑπόθεσι.
Οἱ Πατέρες μιλᾶνε γιὰ τὰ Ὀρθόδοξα δόγματα σὲ πάρα πολὺ ἁπλὴ γλῶσσα. Γίνονται ὅμως δύσκολοι, ὅταν ἀρχίζουν νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τίς αἱρέσεις. Πῶς λοιπὸν οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Νεστοριανοὺς ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό; Ποιά ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, καθὼς καὶ τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ἐναντίον τοῦ Θεοδώρητου Κύρου καὶ τοῦ Νεστορίου ἐπάνω στὰ θέματα αὐτά; Συμβαίνει ἡ ἴδια ἀπάντησις νὰ δίδεται σὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς. Ἡ ἴδια ἀπάντησις δίδεται καὶ στὴν Α΄ καὶ στὴν Β΄ καὶ στὴν Γ΄ καὶ στὴν Δ΄ καὶ στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
Καὶ ἡ ἀπάντησις αὐτὴ εἶναι ἡ ἑξῆς:
Τὰ κατηγορήματα, ὅπως ἀνάγκη καὶ ἐλευθερία, ποὺ εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸν κτιστὸ κόσμο, δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τὸν Θεό. Δηλαδή, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑπάρχει ὁμοιότης μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτισμάτων, δὲν ὑπάρχει καὶ τὸ φιλοσοφικὸ πρόβλημα ποὺ θέτει ὁ Ἀριστοτέλης περὶ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ καταστάσεων στὸν Θεό. Τὰ Ἀριστοτελικὰ φιλοσοφικὰ κατηγορήματα εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν φύσι. Στὴν φύσι δεδομένων τῶν καταλλήλων συνθηκῶν ἐκεῖνο ποὺ εἶναι δυνάμει γίνεται ἐνεργείᾳ. Γιατί; Διότι εἶναι ἡ φύσις του τέτοια. Δηλαδὴ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἐξαναγκασμὸς μέσα στὴν φύσι του νὰ ἐξελιχθῇ στὴν τελική του μορφή. Ὁπότε, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχῃ ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, συμβαίνει καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Θεολογία, ποὺ προσπαθοῦν νὰ περιγράψουν τίς ἐμπειρίες ἀποκαλύψεως τοῦ ἀκτίστου, νὰ γίνεται μία προσπάθεια νὰ περιγραφοῦν τὰ ἀπερίγραπτα. Αὐτὸ ὅμως κυριολεκτικὰ δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ.
Πῶς λοιπὸν μπορεῖ κανεὶς νὰ κρίνῃ καὶ νὰ ἀπορρίψῃ τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν αἱρετικῶν ὅτι τὸ κατ᾿ οὐσίαν σημαίνει τὸ κατ᾿ ἀνάγκην στὸν Θεὸ καὶ ὅτι τὸ κατὰ βούλησιν καί τὸ κατ᾿ ἐνέργειαν σημαίνουν ἐλευθερία;
Αὐτὴ ἡ ἐπιχειρηματολογία καλύπτει μία περίοδο μέχρι τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ξαναεμφανίζεται στὴν Σχολαστικὴ Θεολογία, ἡ ὁποία ἀκολούθησε τὴν Θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου. Καὶ αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς βλέπομε νὰ διατηρῆται στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, στὸν φιλοσοφικὸ χῶρο, ὡς καὶ στὴν Δυτικὴ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχονται τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, διότι δὲν μποροῦν νὰ φαντασθοῦν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κάποια ἀνάγκη νὰ δημιουργήσῃ τὸν κόσμο. Ὁπότε τὸ θέμα τὴν ἐλευθερίας εἶναι μεγάλη ὑπόθεσι.
Οἱ Πατέρες μιλᾶνε γιὰ τὰ Ὀρθόδοξα δόγματα σὲ πάρα πολὺ ἁπλὴ γλῶσσα. Γίνονται ὅμως δύσκολοι, ὅταν ἀρχίζουν νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τίς αἱρέσεις. Πῶς λοιπὸν οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Νεστοριανοὺς ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό; Ποιά ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, καθὼς καὶ τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ἐναντίον τοῦ Θεοδώρητου Κύρου καὶ τοῦ Νεστορίου ἐπάνω στὰ θέματα αὐτά; Συμβαίνει ἡ ἴδια ἀπάντησις νὰ δίδεται σὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς. Ἡ ἴδια ἀπάντησις δίδεται καὶ στὴν Α΄ καὶ στὴν Β΄ καὶ στὴν Γ΄ καὶ στὴν Δ΄ καὶ στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
Καὶ ἡ ἀπάντησις αὐτὴ εἶναι ἡ ἑξῆς:
Τὰ κατηγορήματα, ὅπως ἀνάγκη καὶ ἐλευθερία, ποὺ εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸν κτιστὸ κόσμο, δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τὸν Θεό. Δηλαδή, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑπάρχει ὁμοιότης μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτισμάτων, δὲν ὑπάρχει καὶ τὸ φιλοσοφικὸ πρόβλημα ποὺ θέτει ὁ Ἀριστοτέλης περὶ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ καταστάσεων στὸν Θεό. Τὰ Ἀριστοτελικὰ φιλοσοφικὰ κατηγορήματα εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν φύσι. Στὴν φύσι δεδομένων τῶν καταλλήλων συνθηκῶν ἐκεῖνο ποὺ εἶναι δυνάμει γίνεται ἐνεργείᾳ. Γιατί; Διότι εἶναι ἡ φύσις του τέτοια. Δηλαδὴ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἐξαναγκασμὸς μέσα στὴν φύσι του νὰ ἐξελιχθῇ στὴν τελική του μορφή. Ὁπότε, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχῃ ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, συμβαίνει καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Θεολογία, ποὺ προσπαθοῦν νὰ περιγράψουν τίς ἐμπειρίες ἀποκαλύψεως τοῦ ἀκτίστου, νὰ γίνεται μία προσπάθεια νὰ περιγραφοῦν τὰ ἀπερίγραπτα. Αὐτὸ ὅμως κυριολεκτικὰ δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ.
___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου