Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν Σταυρὸ καὶ στὴν λυτρωτική του προσφορά γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὥστε καθ’ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Σταυροῦ, πρὸ τῆς Ὑψώσεως, κατὰ τὴν Ὕψωση ἀλλὰ καὶ στὰ μεθέορτα τῆς ἑορτῆς, ἅπαντες συνεορτάζομε καὶ ἀναπέμπομε εὐχαριστηρίους ὕμνους γιὰ τὸ σωτηριῶδες αὐτὸ γεγονός: «Χαίροις ἡ ἀνάστασις πάντων τῶν τεθνεώτων, ὁ ἀνυψώσας ἡμᾶς εἰς φθορὰν πεσόντας, Σταυρὲ τίμιε». Πανηγυρίζομε ὁλοψύχως, διότι ὁ Σταυρὸς ἔγινε τὸ μέσο, «δι’ οὗ ἡ φθορὰ διαλέλυται καὶ βροτοὶ ἐθεώθημεν».
Πανηγυρίζομε, ἐπίσης, διότι, καθὼς ἀνυψοῦται ὁ Σταυρὸς καὶ στήνεται ἐμπρός μας, στὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, προσκυνοῦμε «τὸν ὑψωθέντα ἐν μέσῳ» αὐτοῦ Κύριό μας, «ἀρυόμενοι (= ἀντλοῦντες) πλουσίως τὸ μέγα (Του) ἔλεος». Βεβαίως ὁ ὑμνογράφος, διὰ τῆς ὑψώσεως τοῦ Κυρίου στὸν Σταυρό, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σταυρικό Του πάθος, χάρη στὸ ὁποῖο «ἀνεζώωσε ἡμᾶς τοὺς νεκρωθέντας καὶ εἰς οὐρανοὺς πολιτεύεσθαι ἠξίωσεν».