«Ἡ πολιτική δέν ἔχει τίποτε τό κοινόν μέ τήν ἠθικήν[1]. Ἡ Κυβέρνησις, ἥτις ἀφίνεται νά ὁδηγῆται διά τῆς ἠθικῆς, δέν εἶναι πολιτική καί ἑπομένως ἡ ἐξουσία της εἶναι εὔθραυστος.»[2]. Αὐτά ἀναγράφονται περί τῆς πολιτικῆς, στό Α΄ κεφάλαιο τῶν Πρωτοκόλλων τῶν «Σοφῶν τῆς Σιών», στά πρακτικά δηλαδή τοῦ συνεδρίου τῶν Σιωνιστῶν, στήν Bâle τῆς Ἐλβετίας τό 1897.[3]
«Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νά ἐπικρατήσῃ», συνεχίζουν οἱ «σοφοί», «ὀφείλει νά εἶναι καί πανοῦργος καί ὑποκριτής. Τά μεγάλα λαϊκά προτερήματα - ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ τιμιότης - εἶναι ἐλαττώματα εἰς τήν πολιτικήν, διότι ἀνατρέπουσι τούς βασιλεῖς ἐκ τοῦ θρόνου τῶν εὐχερέστερον ἀπό τόν ἰσχυρότερον ἐχθρόν. Τά προτερήματα ταῦτα ὀφείλουσι νά εἶναι τά προσόντα τῶν Χριστιανικῶν Βασιλείων, ἡμεῖς δέν ὀφείλομεν καθόλου νά τά λαμβάνωμεν ὡς ὁδηγούς. [...] Τό σύνθημά μας εἶναι: ἡ ἰσχύς καί ἡ ὑποκρισία. Μόνη ἡ ἰσχύς δύναται νά θριαμβεύσῃ ἐν τῇ πολιτικῇ καί πρό πάντων ἐάν ἐμφωλεύῃ εἰς τά προτερήματα τά ἀναγκαία εἰς τούς πολιτευομένους. Ἡ βία ὀφείλει νά εἶναι μία ἀρχή, ἡ πανουργία καί ἡ ὑποκρισία κανών διά τάς κυβερνήσεις, αἵτινες δέν θέλουσι νά παραδώσωσι τό κῦρος των εἰς χεῖρας τῶν πρακτόρων νέας ἰσχύος. Αὐτό τό κακόν εἶναι τό μόνον μέσον διά νά ἐπιτύχῃ τις τόν σκοπόν, δηλ. τό καλόν.