Μιὰ σεβάσμια μορφὴ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Ἕναν Ἅγιο μὲ πολλαπλὲς ἰδιότητες, ὅπως διαβάζομε στὸ Ἀπολυτίκιό του: ὑπῆρξε προφήτης, πρόδρομος, βαπτιστὴς καὶ κήρυκας τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ ὑστερήσῃ οὐδόλως σὲ καμμία ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀποστολές.
Δὲν γνωρίζει πραγματικὰ κανεὶς τί νὰ πρωτοθαυμάσῃ στὸν Ἰωάννη! Τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοή του, τὴν σεμνότητα ἤ τὴν ἀσκητικότητά του; Ἤ μήπως περισσότερο τὴν παρρησία καὶ τὸ σθένος του νὰ ἀντιπαρατεθῆ στὸν πανίσχυρο Ἡρώδη, γεγονὸς ποὺ τοῦ κόστισε τελικά τὴν ζωή του; Ἐὰν τὸ κήρυγμά του περιοριζόταν σὲ καθαρὰ θρησκευτικὰ πλαίσια, ἴσως νὰ μὴν ἐνοχλοῦσε κανέναν, οὔτε αὐτὴν τὴν ἐξουσία. Ἐπειδὴ ὅμως προσέκρουε πάνω σὲ διεφθαρμένες συνειδήσεις ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ μετανοήσουν, ἡ φωνὴ ποὺ ἔκραζε «οὐκ ἔξεστι…» ἔπρεπε ὁριστικὰ νὰ σιγάσῃ. Ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ὅμως, συνέχιζε νὰ ἐλέγχει τὸν ἐλεεινὸ Ἡρώδη, ποὺ ἔβλεπε, πλέον, συνεχῶς μπροστά του τὸ «φάντασμα» τοῦ ἀδικοσκοτωμένου Ἰωάννη.