Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου
Τὸ Ἅγιον Ὅρος εἶναι τὸ λιμάνι τῆς
σωτήριας καὶ βοήθησε πολὺ τὸν κόσμο καὶ τότε μὲ τὴν ἁγιότητα ποὺ εἶχαν
ἐκεῖνοι οἱ μοναχοί, ἀλλὰ καὶ σήμερα.
Ἡ ἀποστολὴ τοῦ ἦταν καὶ εἶναι
ἱερώτατη. Βλέπετε τὸ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι ἀδιάφοροι, ἁπλῶς ἀπὸ μία
περιέργεια καὶ ἀλλάζουν καὶ ἀναγεννῶνται καὶ ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι τοὺς
ἀλλοιωμένοι ἐντελῶς καὶ μεταφέρουν τὴν ὠφέλεια τῆς ἐμπειρίας τοὺς αὐτὴ
καὶ στοὺς οἰκείους καὶ στοὺς γνωστούς.
Ἔρχονται καὶ θαυμάζουν καὶ
βλέπουν τοὺς μοναχοὺς καὶ προβληματίζονται αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ λένε.
«Μά, αὐτὰ τὰ παιδία, αὐτὰ τὰ νειάτα, πὼς μποροῦν καὶ νικοῦν τὴν ἁμαρτία,
πὼς μποροῦν καὶ διατηροῦν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἁγνὸ καὶ καθαρὸ καὶ ἀγγελικό;
Πῶς ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ἐγκρατευθοῦμε στὸ ἄλφα ἢ στὸ βήτα θέμα καὶ
αὐτοὶ οἱ νεαροί, μὲ πτυχία μὲ ὀμορφιὲς ἀσκοῦνται ἐδῶ μέσα στὸ Ἅγιον
Ὅρος, μέσα στὸ μοναστήρι, μέσα στοὺς τέσσερεις τοίχους!
Τὴν νύχτα νὰ
ἀγρυπνοῦνε, τὴν ἡμέρα νὰ ἐργάζωνται, νὰ κόβουν τὸ θέλημά τους, νὰ
ἀσκοῦνται στὴν ἀρετή, νὰ ταπεινώνουν τοὺς ἑαυτούς τους, νὰ ἀρνοῦνται τὴν
ἐλευθερία τοὺς χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ λάμπουν τὰ πρόσωπά
τους ἀπὸ ἁγνότητα! Μὰ πὼς ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ πράγμα».
Ὅταν ἤμουν στὴν ἔρημο ἦλθε ἕνας ἄνθρωπος καὶ μοῦ λέγει:
– Πάτερ, πὼς μπορεῖτε καὶ ζῆτε ἐσεῖς ἐδῶ· κι ἐμεῖς ράσο φοροῦμε!
Ἐγὼ τοῦ χαμογέλασα καὶ τοῦ εἶπα:...
– Γιατί νὰ μὴν μποροῦμε νὰ μείνουμε ἐδῶ;
Ἐγὼ τοῦ χαμογέλασα καὶ τοῦ εἶπα:...
– Γιατί νὰ μὴν μποροῦμε νὰ μείνουμε ἐδῶ;
– Μά, ἐμένα νὰ μοῦ δώσουν τὰ καλύτερα πράγματα, ἐδῶ δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ καθόλου!
Κι ἐγὼ τοῦ λέγω:
– Κι ἐμένα, ἄν μου δώσουν ὅλον τὸν κόσμο, δὲν τὸν ἀλλάζω μὲ τὴν εὐτυχία, ποὺ ζῶ ἐδῶ! Δὲν σοὺ δίνω βῆμα σπόδος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος!
– Μά, ἐδῶ μέσα στὴν ἔρημο, μέσα στὴν ἐξορία, τί εὐτυχία νοιώθεις ἐσύ;
– Αὐτήν, ποὺ δὲν γνωρίζεις ἐσύ. Γιατί, ἂν τὴν γνώριζες ἐσὺ τὴν εὐτυχία, ποὺ νοιώθω ἐγώ, τότε θὰ μὲ καταλάβαινες, πώς σου μιλῶ! Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ κατόρθωμα, ὄχι δικό μας. Ἐμεῖς μία θέλησι δίδουμε καὶ ὁ Θεὸς κάνει τὸ ἔργο!
Ζούσαμε στὴν ἔρημο, ζούσαμε μέσα στὰ πουρνάρια καὶ στὰ βράχια καὶ δὲν εἴχαμε ἀπολύτως τίποτα. Δὲν εἴχαμε νερὸ καὶ πίναμε ἀπὸ στέρνες. Δὲν εἴχαμε κρεββάτι, δὲν εἴχαμε τίποτα. Κι ὅμως αἰσθανόμασταν τὴν μεγαλύτερη εὐτυχία τοῦ Θεοῦ. Καὶ μόνον ἡ ἡσυχία σὲ ἔφτανε γιὰ μία εὐλογημένη παράκλησι τῆς ψυχῆς.
Κάποτε ἕνας ἱερεὺς ἦλθε ἀπὸ τὸν κόσμο κι
ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε καὶ ποὺ νὰ τὸν βάλουμε, βγῆκα ἐγὼ ἀπὸ τὸ κελλάκι μου
κι ἔβαλα αὐτὸν νὰ κοιμηθῆ. Σηκώθηκε τὴν νύχτα ὁ ἄνθρωπος καὶ τρόμαξε.
Ἐμεῖς εἴμασταν μὲ τὸ κομποσχοίνι ἔξω. Αὐτὸς ξύπνησε ὁ καημένος, βγῆκε
ἔξω καὶ μόλις εἶδε τὴν ἐρημιὰ κι ἐκεῖνα τὰ βράχια κόντευε νὰ πάθη
συγκοπῆ. Τοῦ λέω:
– Μὴ τρομάζετε! Μία χαρὰ εἴμαστε ἐμεῖς ἐδῶ!
Ὅταν ξημέρωσε, εἶδε τὸν βράχο, ποὺ ἦταν ἐπάνω ἀπὸ τὴν καλύβα μου καὶ λέγει:
– Πάτερ, δὲν φοβᾶσαι, μὴ πέση αὐτὸς ὁ βράχος;
Τοῦ λέγω:
– Μά, δὲν πέφτει.
– Μά, ἂν πέση;
– Δὲν πέφτει.
– Πῶς, γιατί δὲν πέφτει;
– Γιατί τὸν κρατάει ὁ Θεός! Ἅμα θέλη ὁ Θεὸς τὸν ἀφήνει καὶ πέφτει. Δὲν στέκει μὲ τὸ θέλημά του. Στέκει, γιατί τὸν κρατάει ὁ Θεός.
Τοῦ φαινόταν παραμύθι, παράδοξο καὶ σίγουρα θὰ σκεφτόταν: «Τρελλὸς εἶναι αὐτός!».
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας (Ὁμιλίαι) – Τόμος Β’» – Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὅρος, 2015, σέλ. 457-459
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου