Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 2 Δεκεμβρίου 2018, ιδ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 35-43)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς ῾Ιεριχώ,
τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου
διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ
Ναζωραῖος παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον
ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν
ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι
θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ
ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ
Θεῷ.
1. ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ
Ἕνας ἀξιολύπητος τυφλὸς περίμενε ὧρες πολλὲς καὶ σκοτεινὲς ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγε
βήματα ἀνθρώπων κοντά του, ἄνοιγε τὸ στόμα του καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη,
λίγα χρήματα ἢ τρόφιμα, γιὰ νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ πεθάνῃ.
Μιὰ μέρα ὅμως, καθὼς
ἄκουσε θόρυβο μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ἀπορία
μεγάλη ρωτᾷ τοὺς γύρω του τί συμβαίνει. Καὶ μόλις ἔμαθε ὅτι περνάει ὁ
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος μὲ τὴ συνοδεία του, ὁ τυφλὸς ἄρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατά:
Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Κι ἐνῶ πολλοὶ τὸν ἐπέπλητταν
καὶ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σιωπήσῃ, νομίζοντας ὅτι μὲ τὶς φωνές του ἐνωχλοῦσε
τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς πολὺ περισσότερο ἐκραύγαζε: Υἱὲ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ
με.
Γιατί ὅμως ὁ τυφλὸς φώναζε τόσο πολύ; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν μακριὰ ὁ
Κύριος καὶ ἤθελε νὰ ἀκουστῇ ἡ φωνή του; Ἴσως καὶ γι’ αὐτό. Ὅλες ὅμως
αὐτὲς οἱ ἀσταμάτητες κραυγές του ἀπεκάλυπταν ὅτι ὁ τυφλὸς ἐκείνη τὴν ὥρα
κάτι διαφορετικὸ αἰσθανόταν, ὁ τυφλὸς ἔβλεπε.
Ἐκείνη τὴν ὥρα ἄνοιξαν τὰ
μάτια τῆς ψυχῆς του γιὰ νὰ δῇ ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς καὶ τί μποροῦσε νὰ
περιμένῃ ἀπὸ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐκραύγαζε γιὰ νὰ λάβῃ χρήματα, ἀλλὰ
γιὰ νὰ λάβῃ ἔλεος. Ἴσως βέβαια νὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὶς ἀμέτρητες
θεραπεῖες ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου,
ποὺ εἶχε συντελεσθῆ λίγο μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ.
Ἐπιπλέον ὅμως, ἂν καὶ ἦταν τυφλός, εἶχε θρησκευτικὲς γνώσεις. Ἤξερε
ἀπὸ τὶς προφητεῖες ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ προερχόταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζει ἐπιμόνως τὸν Κύριο υἱὸ τοῦ Δαβίδ, διότι
ἀναγνωρίζει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ
Μεσσίας, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ περίμεναν γενεὲς γενεῶν.
Ἀλλὰ καὶ ἡ
κραυγὴ ποὺ ἔβγαζε διαρκῶς, «ἐλέησόν με», ἀποκαλύπτει πὼς ὁ τυφλὸς
πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶχε θεϊκὰ
γνωρίσματα. Γι’ αὐτό, ἐνῶ τὰ πλήθη τοῦ ἔλεγαν νὰ σωπάση γιὰ νὰ μὴν
ἐνοχλῇ τὸν Διδάσκαλο, αὐτὸς ὅλο καὶ περισσότερο ἐκραύγαζε μὲ φωνὴ πολὺ
δυνατὴ καὶ πίστι ἀταλάντευτη.
Μιὰ τέτοια πίστι μᾶς διδάσκει ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς νὰ ἔχουμε κι
ἐμεῖς. Νὰ βλέπουμε τὰ ἀόρατα, τὰ πνευματικά, τὰ θεῖα καὶ ἀπρόσιτα μὲ τὰ
μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἀκόμη κι ὅταν ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνωνται σκοτεινὰ
καὶ ἀπέλπιδα, ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν θεία παντοδυναμία τοῦ Κυρίου μας.
Καὶ νὰ κραυγάζουμε μὲ πίστι μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας: Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησόν με.
2. ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;
Ὁ Ἰησοῦς μετὰ ἀπὸ τὶς ἐπίμονες κραυγὲς πίστεως τοῦ τυφλοῦ, διέκοψε
τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνος
πλησίασε, τὸν ρώτησε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Καὶ ὁ τυφλὸς ἀπάντησε μὲ
λαχτάρα: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω τὸ φῶς μου.
Ἐδῶ ὅμως προκύπτει ἕνα εὔλογο ἐρώτημα: Γιατί ὁ Κύριος ἐρώτησε τὸν
τυφλὸ τί θέλει; Ἀγνοοῦσε ὁ Κύριος τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ; Ποιὸς τυφλὸς δὲν
θέλει τὸ φῶς του, τὴν σωτηρία του;
Ἀσφαλῶς ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ πάντα. Ἔκαμε ὅμως αὐτὴ τὴν ἐρώτησι ὄχι
διότι δὲν ἐγνώριζε ὁ Ἴδιος, ἀλλὰ διότι δὲν τὸ καταλάβαιναν τὰ πλήθη.
Ἦταν λογικὸ νὰ νομίζουν ὅλοι οἱ παρόντες ὅτι ὁ τυφλὸς ζητοῦσε χρήματα,
ἐνῶ ἐκεῖνος ζητοῦσε τὸ φῶς του.
Ἤθελε λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ κάμῃ γνωστὸ σ’
ὅλα τὰ παρευρισκόμενα πλήθη ὅτι ὁ ζητιάνος τῆς πόλεως αὐτῆς δὲν ζητοῦσε
χρήματα ἢ τροφή, ἀλλὰ ζητοῦσε κάτι τὸ ὑπερφυσικό, τὸ ἀκατόρθωτο σὲ
ἀνθρώπινες δυνάμεις· ὅτι ὁ τυφλὸς δὲν ἦταν ἕνας ζητιάνος ὅπως ὅλοι οἱ
ἄλλοι, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε πίστι μεγάλη καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὴν
παντοδυναμία του τὸ θαῦμα, τὸ φῶς του.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἄλλος λόγος τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Κυρίου: Ὁ Κύριος
γνώριζε τὸν πόθο τοῦ τυφλοῦ, ἤθελε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσῃ κι ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Γιὰ νὰ διδάξῃ σὲ ὅλους ἐμᾶς ὅτι ἂν καὶ γνωρίζῃ ὁ Θεὸς ὅλες τὶς ἀνάγκες
μας, θέλει νὰ τὶς ἀκούῃ καὶ ἀπὸ τὸ δικό μας στόμα κατὰ τὶς ὧρες τῶν
προσευχῶν μας.
Διότι ἐκθέτοντας τὶς ἀνάγκες μας στὸν Κύριο,
ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν του, μαθαίνουμε στὴν ὑπο-μονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή,
ζυμωνόμαστε μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο. Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ περάσουμε ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ τὰ στάδια, διότι ἀλλιῶς εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ λάβουμε τὸ θεῖο
ἔλεος.
Ἂς ἐκφράζουμε λοιπὸν στὸν Κύριο ὅλους τοὺς πόθους τῆς καρδιᾶς μας, τὰ
βάσανα καὶ τὶς πίκρες μας, τὰ προβλήματα καὶ τὰ ὄνειρά μας, κι Ἐκεῖνος
θὰ ἀπαντᾷ στὰ αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας. Ὅπως ἔδωσε τότε τὸ φῶς στὸν
τυφλὸ τῆς Ἱεριχοῦς, θὰ χορηγῇ καὶ σὲ μᾶς κατὰ τὸ πλούσιο ἔλεός του ὅ,τι
ἔχουμε ἀνάγκη καὶ θὰ μᾶς ὠφελήσῃ. Ἀρκεῖ νὰ μάθουμε νὰ ζητοῦμε, νὰ
κραυγάζουμε, νὰ ἐπιμένουμε καὶ νὰ περιμένουμε μὲ πίστι στὴν δύναμί του
καὶ στὴν ἀγαθωσύνη του.
Ὁ ἀόρατος πόλεμος
Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 2 Δεκεμβρίου 2018, κζ΄ ἐπιστολῶν (Ἐφεσ. ς΄ 10-17)
Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ρῆμα Θεοῦ.
Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ρῆμα Θεοῦ.
1. ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς
ἀναφέρεται στὸ σκληρὸ πνευματικὸ πόλεμο ποὺ ἔχουμε ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ
τὸ μισάνθρωπο ἐχθρό μας, τὸ διάβολο. Καὶ μᾶς προτρέπει νὰ προβάλλουμε
ἔντονη ἀντίσταση ἀπέναντί του. Μᾶς λέει: Νὰ ἐνισχύεσθε μὲ τὴ δύναμη
ποὺ σᾶς δίνει ἡ κοινωνία σας μὲ τὸν Κύριο καὶ πηγάζει ἀπὸ τὴν πανίσχυρη
δύναμή του.
Νὰ φορέσετε ὁλόκληρο τὸν ὁπλισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο ὁπλίζει ὁ Θεὸς
τοὺς στρατιῶτες του, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ ἀντιστέκεστε στὰ πανοῦργα
τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Διότι δὲν ἔχουμε νὰ παλέψουμε μὲ ἀντιπάλους
ἴδιους μὲ μᾶς, μὲ αἷμα καὶ σάρκα σὰν τὴ δική μας.
Ἀλλὰ ἡ πάλη καὶ ὁ
πόλεμός μας εἶναι μὲ τὶς ἀρχές, μὲ τὶς ἐξουσίες, μὲ τὰ διαβολικὰ αὐτὰ
τάγματα, μὲ τοὺς κοσμοκράτορες ποὺ ἐξουσιάζουν τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων
ποὺ εἶναι βυθισμένοι στὸ ἠθικὸ σκοτάδι ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν αἰώνα
αὐτό. Καλούμαστε νὰ παλέψουμε μὲ τὰ πνευματικὰ ὄντα ποὺ εἶναι γεμάτα
πονηριὰ καὶ κατοικοῦν ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.
Ὅλοι οἱ πιστοὶ λοιπὸν καθημερινὰ βρισκόμαστε σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση.
Διεξάγουμε διαρκῶς ἕναν ἀόρατο πόλεμο, λυσσώδη καὶ ἐξοντωτικό. Ἔχουμε
νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν χειρότερο ἐχθρό, τὸν ἀνθρωποκτόνο
διάβολο, ὁ ὁποῖος δὲν παύει νὰ μᾶς πολεμᾶ.
Ἐπειδὴ ἔχασε τὴ μάχη στὸν
οὐρανὸ καὶ μισεῖ τὸν Θεό, θέλει νὰ ἐξοντώσει ἐμᾶς, τὰ ἐπίγεια
δημιουργήματά του. Σὰν λιοντάρι ποὺ βρυχᾶται καὶ ὠρύεται, ἐπιχειρεῖ
διαρκῶς νὰ μᾶς καταπιεῖ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ μᾶς
κυνηγᾶ ἀσταμάτητα, μᾶς πολιορκεῖ ἀδίστακτα, θέλει τὴν καταστροφή μας.
Ἐκτοξεύει τὰ πεπυρωμένα βέλη του καὶ περιμένει νὰ ὑποκύψουμε, νὰ
συμβιβαστοῦμε μαζί του· ἄλλοτε μὲ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου καὶ ἄλλοτε
μὲ τὰ φόβητρα καὶ τὸ διωγμό. Ἄλλοτε κρύβεται γιὰ νὰ ἐφησυχάσουμε,
καὶ μᾶς αἰφνιδιάζει ἀμέριμνους. Κάποτε μᾶς παρακινεῖ στὴν ἀναβολή,
στὴν ἀμέλεια, σὲ μικροϋποχωρήσεις· κι ἄλλοτε συκοφαντεῖ τὴν ἀρετή,
γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει τελικὰ στὴν πτώση, στὴν ἀπόγνωση, στὸ θάνατο.
Μὴν
ξεγελιόμαστε λοιπόν. Ἔχουμε πόλεμο. Πόλεμο διαρκή. Νὰ τὸ
συνειδητοποιήσουμε. Καὶ νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ διάβολος δὲν ἔχει τίποτε
καλὸ νὰ μᾶς δώσει. Θέλει μόνο τὸ κακό μας, τὴν καταστροφή μας, τὴν
ἐπίγεια καὶ τὴν αἰώνια.
2. Η ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συνιστᾶ νὰ ὁπλισθοῦμε μὲ τὴν
πανοπλία ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός. Λέει συγκεκριμένα: Ἐπειδὴ ὁ ἀγώνας
αὐτὸς εἶναι φοβερός, γι’ αὐτὸ πάρτε πάνω σας καὶ φορέστε τὴν πανοπλία
ποὺ δίνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθεῖτε τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ
πειρασμὸς θὰ σᾶς προσβάλει μὲ δύναμη.
Κι ἀφοῦ ἐπιτελέσετε μὲ ἀκρίβεια
ὅλα τὰ καθήκοντά σας, νὰ σταθεῖτε στὴ θέση σας καὶ νὰ τὴν κρατήσετε
καλά. Σταθεῖτε λοιπὸν στὴν παράταξη τοῦ ἀγώνα. Ζωσθεῖτε τὴν ἀλήθεια ὡς
ζώνη, ὥστε ὁ φωτισμὸς τῆς ἀλήθειας νὰ σᾶς δίνει πνευματικὴ δύναμη καὶ
εὐκινησία.
Βάλτε ὡς θώρακα τὴ δικαιοσύνη, ὥστε νὰ εἶστε ἀπλήγωτοι ἀπὸ
κάθε βέλος ἀδικίας καὶ νὰ μὴν παρασύρεσθε σὲ κανένα ἄδικο ἔργο ἐναντίον
τῶν ἀνθρώπων γύρω σας. Φορέστε στὰ πόδια σας ὡς ὑποδήματα ποὺ
διευκολύνουν νὰ περπατᾶτε ἐλεύθερα, τὴν ἑτοιμότητα ποὺ δίνει στὴν ψυχὴ ἡ
τήρηση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης.
Μαζὶ μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ πάρετε πάνω σας
καὶ νὰ φορέσετε ὡς θυρεὸ τὴν πίστη, μὲ τὴν ὁποία θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε
ὅλους τοὺς καυστικοὺς πειρασμοὺς τοῦ πονηροῦ, ποὺ μοιάζουν μὲ πύρινα
βέλη. Καὶ νὰ δεχθεῖτε ὡς περικεφαλαία τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ὥστε ὁ
νοῦς σας νὰ περιφρουρεῖται ἀπὸ ἀγαθοὺς λογισμούς, τοὺς ὁποίους ἐμπνέει ἡ
χριστιανικὴ ἐλπίδα. Πάρτε καὶ τὸ μαχαίρι ποὺ δίνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Στὸ δεύτερο αὐτὸ τμῆμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος ὁ θεόπνευστος
ἀπόστολος μᾶς προτρέπει νὰ ὁπλιστοῦμε μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς
ἀναφέρει τὰ πνευματικὰ ὅπλα ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, ὥστε νὰ μπορέσουμε
νὰ ἀντισταθοῦμε στὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου. Τὰ ὅπλα μας αὐτὰ εἶναι ἡ
ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἑτοιμότητα, ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ. Μέσα σὲ λίγες γραμμὲς βέβαια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ
ἀναπτύξουμε ἕνα πρὸς ἕνα.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ
κατανοήσουμε ὅλοι μας εἶναι ὅτι πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε διαρκῶς
καὶ μ’ αὐτὰ νὰ ἀντιστεκόμαστε στὸ διάβολο. Καὶ ταυτόχρονα νὰ
ἀποφεύγουμε τὶς ἀφορμὲς τῶν πειρασμῶν. Ξέρει ὁ καθένας μας πότε, ποῦ
καὶ πῶς μᾶς πολεμᾶ ὁ διάβολος. Ἂς ἀποφεύγουμε λοιπὸν τὶς αἰτίες ποὺ μᾶς
ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία. Καὶ ἰδιαιτέρως ἂς προσέξουμε τὰ ἀδύνατα σημεῖα
μας.
Σ’ αὐτὰ μᾶς πολεμᾶ περισσότερο ὁ διάβολος. Γι’ αὐτὸ ἂς πάρουμε τὰ
μέτρα μας. Ὄχι διάλογο μὲ τὸν πειρασμό. Ἀλλὰ μὲ γενναῖο φρόνημα, μὲ
ἐγρήγορση, ἑτοιμότητα καὶ ἄμεση ἀντίδραση νὰ ἀποκρούουμε τὰ πεπυρωμένα
βέλη του.
Καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ χρησιμοποιοῦμε τὰ ἁγιαστικὰ μέσα τῆς
Ἐκκλησίας μας, τὰ ἱερὰ Μυστήρια, τὴν προσευχή, τὴ νηστεία, τὴ μετάνοια.
Καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς θὰ συντρίψει τὸ διάβολο κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας
πολὺ γρήγορα. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ἀντιστεκόμαστε καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε.
Πηγή:https://antexoume.wordpress.com/
«Πᾶνος»
Ευχαριστούμε που βάζετε τον Θεό στην ζωή μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚανονικα εμεις οι ιδιοι πρεπει να τον βαζουμε στην ζωη μας και οχι οι αλλοι
ΑπάντησηΔιαγραφήοσο και καλοπροαιρετοι να ειναι.
Ουτε να περιμενουμε απο αυτους καλοδεχουμενοι ειναι αλλα την σωτηρια μας πρεπει να την καταχτησουμε ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ ΓΙΑΤΙ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΕΜΑΣ.