ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ
ΜΕΡΟΣ 2ον
β) Πρέπει νά ἔχη «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι», δηλαδή νά σκεφτώμαστε ἐν Χριστῷ ὀρθά, λογικά, ὅταν θέλουμε νά ὀργανώσουμε τόν προσωπικό καί πνευματικό μας βίο, ὅπως καί τήν κοινωνία μας. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο νοῦς, ἤ μόνο ψυχή, ἤ μόνο σῶμα, ἤ μόνο ἐπιστήμη, ἤ μόνο οἰκονομικές σχέσεις, ἤ μόνο οἰκολόγος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον θεούμενον, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος :
«Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον˙ καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ' ἑαυτοῦ δέ πνοήν ἐνθείς, …οἷόν τινα κόσμον ἕτερον ἐν μικρῷ μέγαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν… ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[4].
Μετάφραση : «Αὐτό σκεπτόμενος, θέλοντας βέβαια νά δείξει, νά φανερώση ὁ τεχνίτης Θεός Λόγος, δηλαδή θέλει νά δημιουργήση ἔτσι τόν ἄνθρωπο ὡς ζῶον ἕνα, τό ὁποῖον νά ἀποτελεῖται καί ἀπό τά δύο, δηλαδή καί ἀπό ἀόρατη καί ἀπό ὁρατή φύση.
Καί παίρνοντας ἀπό τήν ἤδη προϋπάρχουσα ὕλη τό σῶμα καί ἐμφυσῶντας, βάζοντας μέσα στό σῶμα ἀπό τόν ἑαυτό Του ὁ Θεός Λόγος, πνοήν ζωῆς, καθιστᾶ, τοποθετεῖ κατά κάποιον τρόπον ἕνα ἄλλο κόσμο ἐν μικρῷ μέγα ἐπάνω στήν γῆ, ἄλλον ἄγγελον, μικτόν προσκυνητή, ἐπόπτη, βασιλέα διαχειριστή, ὄχι καταχραστή, τῆς ὁρατῆς φύσεως, μυσταγωγό, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς ἀόρατης φύσεως, ὅσον εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, βασιλέα τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί δημιουργημάτων, πού ἐπιτροπεύεται, ἐλέγχεται ἀπό ἄνω, ἀπό τόν Θεό… ζῶο πού ἐδῶ στήν γῆ οἰκονομεῖται, δηλαδή παρηγορεῖται, τρέφεται, σωματικά καί ψυχικά, ἀγωνίζεται νά ἔχη θεῖον ἔρωτα καί γιά ἄλλο μέρος προορίζεται, μετατίθεται ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα, δηλαδή στόν Παράδεισο (Ὁ Θεός ἔπλασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά νά πᾶνε στόν Παράδεισο.
Ὅμως, ὁρισμένοι διαλέγουν νά πᾶνε στήν Κόλαση μόνοι τους, χωρίς νά τούς ἀναγκάζη πρός τοῦτο ὁ Θεός), καί στό τέλος τό ἀτέλεστον του μυστηρίου, μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ μεταβαίνει πρός τόν Θεό συνέχεια ὡς ζῶον θεούμενον, δηλαδή ὡς Θεός κατά χάριν…».
Μέσα, λοιπόν, στά προαναφερθέντα πλαίσια πρέπει νά ἔχουμε «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ (δηλαδή σκοταδισμοῦ) : «Σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω» (λογικοκρατία), οὔτε στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ ὑπαρξισμοῦ : «Ὑπάρχω, ἄρα σκέφτομαι», οὔτε στήν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ». Ὅλα αὐτά μᾶς ἦλθαν ἀπό τήν ἀφελληνισμένη καί ἀντίχριστη Εὐρώπη καί κατατρώγουν ὕπουλα, ὑποδόρεια, ὡς ἄλλος Δούρειος Ἵππος, τά σπλάχνα τῆς καθ' ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί συγχρόνως ὅλης τῆς γῆς.
γ) «Τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή κοινωνία, μέθεξη ζωῆς, μετοχή στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς»[5] (Νά γνωρίσετε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώση)
«Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι' ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ μέ, καί τόν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν»[6] (Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός (ὁ δρόμος) καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Κανείς δέν ἔρχεται στόν Πατέρα παρά δι' ἐμοῦ. Ἐάν μέ ἐγνωρίζατε, θά ἐγνωρίζατε καί τόν Πατέρα μου), λέγει ὁ θεάνθρωπος Χριστός.
Ἀπό τά παραπάνω ἀναφερθέντα συμπεραίνουμε ὅτι, ἄν ἀληθεύουμε θεωρητικά καί πρακτικά, θά γνωρίσουμε διά τοῦ Χριστοῦ τόν Τριαδικό Θεό, θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τά πάθη, τόν διάβολο, θά ἀπαλλαγοῦμε μιά γιά πάντα ἀπό τήν φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιληδονία καί τήν ραθυμία, ἄγνοια, λήθη, ἀχαριστία, ἀγνωμοσύνη καί ἀσυνειδησία. Μετά θά κοινωνήσουμε, θά μεθέξουμε, θά πλησιάσουμε στό θεῖον ἄκτιστον φῶς, θά ἐλλαμφθοῦμε, θά ἁρπαγῆ ὁ νοῦς μας καί θά εἰσέλθη στόν θεῖον γνόφον τῆς ἀγνωσίας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερτέρα πάσης γνώσεως[7]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ, ἐν Πατρί καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή ἐν Θεῷ κοινωνία.
Οἱ τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐν Θεῷ κοινωνία, δηλαδή ὁ κοινός λόγος, τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι καί τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν, ἐχαρακτήριζαν πάντοτε τόν ἀγώνα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν γιά τήν θέωσή τους μέσα στήν κοινωνία θεώσεως, τήν εὐχαριστιακή κοινότητα, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανῷ, δηλαδή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
«Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον˙ καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ' ἑαυτοῦ δέ πνοήν ἐνθείς, …οἷόν τινα κόσμον ἕτερον ἐν μικρῷ μέγαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν… ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[4].
Μετάφραση : «Αὐτό σκεπτόμενος, θέλοντας βέβαια νά δείξει, νά φανερώση ὁ τεχνίτης Θεός Λόγος, δηλαδή θέλει νά δημιουργήση ἔτσι τόν ἄνθρωπο ὡς ζῶον ἕνα, τό ὁποῖον νά ἀποτελεῖται καί ἀπό τά δύο, δηλαδή καί ἀπό ἀόρατη καί ἀπό ὁρατή φύση.
Καί παίρνοντας ἀπό τήν ἤδη προϋπάρχουσα ὕλη τό σῶμα καί ἐμφυσῶντας, βάζοντας μέσα στό σῶμα ἀπό τόν ἑαυτό Του ὁ Θεός Λόγος, πνοήν ζωῆς, καθιστᾶ, τοποθετεῖ κατά κάποιον τρόπον ἕνα ἄλλο κόσμο ἐν μικρῷ μέγα ἐπάνω στήν γῆ, ἄλλον ἄγγελον, μικτόν προσκυνητή, ἐπόπτη, βασιλέα διαχειριστή, ὄχι καταχραστή, τῆς ὁρατῆς φύσεως, μυσταγωγό, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς ἀόρατης φύσεως, ὅσον εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, βασιλέα τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί δημιουργημάτων, πού ἐπιτροπεύεται, ἐλέγχεται ἀπό ἄνω, ἀπό τόν Θεό… ζῶο πού ἐδῶ στήν γῆ οἰκονομεῖται, δηλαδή παρηγορεῖται, τρέφεται, σωματικά καί ψυχικά, ἀγωνίζεται νά ἔχη θεῖον ἔρωτα καί γιά ἄλλο μέρος προορίζεται, μετατίθεται ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα, δηλαδή στόν Παράδεισο (Ὁ Θεός ἔπλασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά νά πᾶνε στόν Παράδεισο.
Ὅμως, ὁρισμένοι διαλέγουν νά πᾶνε στήν Κόλαση μόνοι τους, χωρίς νά τούς ἀναγκάζη πρός τοῦτο ὁ Θεός), καί στό τέλος τό ἀτέλεστον του μυστηρίου, μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ μεταβαίνει πρός τόν Θεό συνέχεια ὡς ζῶον θεούμενον, δηλαδή ὡς Θεός κατά χάριν…».
Μέσα, λοιπόν, στά προαναφερθέντα πλαίσια πρέπει νά ἔχουμε «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ (δηλαδή σκοταδισμοῦ) : «Σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω» (λογικοκρατία), οὔτε στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ ὑπαρξισμοῦ : «Ὑπάρχω, ἄρα σκέφτομαι», οὔτε στήν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ». Ὅλα αὐτά μᾶς ἦλθαν ἀπό τήν ἀφελληνισμένη καί ἀντίχριστη Εὐρώπη καί κατατρώγουν ὕπουλα, ὑποδόρεια, ὡς ἄλλος Δούρειος Ἵππος, τά σπλάχνα τῆς καθ' ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί συγχρόνως ὅλης τῆς γῆς.
γ) «Τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή κοινωνία, μέθεξη ζωῆς, μετοχή στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς»[5] (Νά γνωρίσετε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώση)
«Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι' ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ μέ, καί τόν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν»[6] (Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός (ὁ δρόμος) καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Κανείς δέν ἔρχεται στόν Πατέρα παρά δι' ἐμοῦ. Ἐάν μέ ἐγνωρίζατε, θά ἐγνωρίζατε καί τόν Πατέρα μου), λέγει ὁ θεάνθρωπος Χριστός.
Ἀπό τά παραπάνω ἀναφερθέντα συμπεραίνουμε ὅτι, ἄν ἀληθεύουμε θεωρητικά καί πρακτικά, θά γνωρίσουμε διά τοῦ Χριστοῦ τόν Τριαδικό Θεό, θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τά πάθη, τόν διάβολο, θά ἀπαλλαγοῦμε μιά γιά πάντα ἀπό τήν φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιληδονία καί τήν ραθυμία, ἄγνοια, λήθη, ἀχαριστία, ἀγνωμοσύνη καί ἀσυνειδησία. Μετά θά κοινωνήσουμε, θά μεθέξουμε, θά πλησιάσουμε στό θεῖον ἄκτιστον φῶς, θά ἐλλαμφθοῦμε, θά ἁρπαγῆ ὁ νοῦς μας καί θά εἰσέλθη στόν θεῖον γνόφον τῆς ἀγνωσίας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερτέρα πάσης γνώσεως[7]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ, ἐν Πατρί καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή ἐν Θεῷ κοινωνία.
Οἱ τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐν Θεῷ κοινωνία, δηλαδή ὁ κοινός λόγος, τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι καί τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν, ἐχαρακτήριζαν πάντοτε τόν ἀγώνα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν γιά τήν θέωσή τους μέσα στήν κοινωνία θεώσεως, τήν εὐχαριστιακή κοινότητα, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανῷ, δηλαδή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Καί ἡ πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία τῶν διωγμῶν καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλληνορθοδόξου Ρωμηοσύνης ἐπί Βυζαντίου καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Τουρκοκρατίας καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Νεοτέρων Χρόνων ἕως σήμερα ἐδιατήρησε καί διατηρεῖ ἀκόμη αὐτές τίς τρεῖς προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς, χάρις στήν θεία ἄκτιστη χάρη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Θεοτόκο Μαρία : «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό κατά χάριν»[8].
Ὑπῆρξαν, ὅμως, καί περίοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί θεολογία, ἰδίως ἀπό τόν (14ο) δέκατο τέταρτο αἰῶνα καί μετά, πού ὁ δυτικός οὑμανιστικός σχολαστικισμός καί ἀριστοτελική φιλοσοφία ἐπηρέασαν δυσμενῶς τήν πορεία τῆς θεολογίας καί φιλοσοφίας στήν καθ' ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τήν Ρωσία καί Πολωνία μέχρι τήν Αἴγυπτο καί ἀπό τήν Ἤπειρο μέχρι τήν Παλαιστίνη, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τήν Πελοπόννησο.
Εἶναι γνωστοί οἱ ἡσυχαστικοί θεολογικοί ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ λατινόφρονος ἀριστοτελίζοντος αἱρετικοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, οἱ ἐδικαιώθησαν ἀπό τήν Θ' Οἰκουμενική Σύνοδο τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 μ.Χ., πού συνεκλήθη τότε σέ τρεῖς φάσεις στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπό τότε ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχαστική, ἀσκητική, εὐχαριστιακή καί καρδιακή θεολογία καί φιλοσοφία συγκρούεται, ἀντιπαλεύει, διαλέγεται ἀντιθετικά μέ τήν λατινόφρονα σχολαστική, φιλοσοφική, ἀριστοτελίζουσα θεολογία, ἡ ὁποία διαποτίζει ἔκτοτε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Τόσο ὁ Παπισμός, ὅσο καί ὁ Προτεσταντισμός ἔχουν κοινό πατέρα καί μητέρα : Τόν ὑπεράνθρωπο, λογικοκρατούμενο ἀνθρωπισμό, ὁ ὁποῖος βασίζεται σέ ἀρχαιοελληνικές φιλοσοφίες. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅτι : «σήκωσε ὅλες τίς φορεσιές τῶν αἱρέσεων καί ἀπό κάτω θά ἀνακαλύψεις τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές φιλοσοφίες καί δόγματα».
Αὐτά, μέ δικά του λόγια καί συμπεράσματα διαπιστώνει καί στήν πορεία τῆς Ρωσσικῆς θεολογίας νά ἔχουν συμβεῖ, δυστυχῶς, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ (20οῦ) εἰκοστοῦ αἰῶνος πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ἡ Ρωσσική θεολογία ἐπέρασε ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί μετά στήν δυτική αἰχμαλωσία, πρῶτα τοῦ παπικοῦ θεολογικοῦ συστήματος καί μετά τῆς προτεσταντικῆς γερμανικῆς θεολογίας :
«Ἀπό τήν προηγηθεῖσα σύντομη καί πρόχειρη ἐπισκόπηση τῶν δυτικῶν ἐπιδράσεων στήν Ρωσσική θεολογία τό ἀκόλουθο ἀνησυχητικό καί ἀπελπιστικό συμπέρασμα φαίνεται ἀναπόφευκτο : δέν ἦταν καί δέν εἶναι ἡ ρωσσική θεολογία, κατά την ἀνάπτυξη της – ὅπως ἐδήλωσε εὐφυῶς ἕνας κριτικός – πάντοτε μιά «περιπλανώμενη θεολογία»; Δέν ἦταν ἰδιαίτερα εὐμετακίνητη, εὐμετάβολη, ἀσυνεπής καί ἀκατανόητη;
Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῶν ξένων – ἰδιαίτερα τῶν παπικῶν – θεολόγων, πού συνήθως ἀπό τήν ἀνάγνωση ρωσσικῶν θεολογικῶν ἔργων παίρνουν τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή εἶναι κάτι τό ἀβέβαιο, κάτι πού δέν μπορεῖ νά καθορισθεῖ. Ἐντυπώσεις καί συμπεράσματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶναι στήν πραγματικότητα τά ἀποτελέσματα μιᾶς πολύ ἐπικίνδυνης παρεξηγήσεως, ἑνός εἴδους ὀφθαλμαπάτης.
Κάτι πολύ τραγικό, ἐν τούτοις, βρίσκεται πίσω ἀπό μιά τέτοια ἑρμηνεία – ἕνα καταστρεπτικό σχίσμα, ἕνας διχασμός στήν ὀρθόδοξη συνείδηση, πού μποροῦμε νά τά βροῦμε στήν ἱστορία τῆς ρωσσικῆς θεολογίας σάν μιά κάποια δημιουργική σύγχυση, σάν ἔλλειψη ἀκριβοῦς γνώσεως γιά τόν δρόμο, πού πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ.
Τό πιό θλιβερό ἀπό ὅλα ἦταν ὅτι αὐτός ὁ ἰδιάζων διχασμός ἦταν μεταξύ εὐσεβείας καί θεολογίας, μεταξύ θεολογικῆς πολυμαθείας καί πνευματικότητος, μεταξύ θεολογικῶν σχολῶν καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Συνεχίζεται
(Παρακάτω ὁ σύνδεσμος τῆς προηγούμενης ἀνάρτησης)
Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΣΗΜΕΡΑ (Μοναχός Νεόφυτος Γρηγοριάτης) - (ΜΕΡΟΣ 1ον)
https://ethnegersis.blogspot.com/2018/12/1.html
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου