Ο
Αρχιμανδρίτης Ανδρέας Αγιοπαυλίτης (1904 – 1987) –Άγγελος το κοσμικό
του όνομα– από την εφηβική του ηλικία φλεγόταν για αφιέρωση στον Θεό.
Έτσι εγκατέλειψε γονείς, συγγενείς, απολαύσεις, υποσχέσεις και πρόσφερε
ολόκληρη τη ζωή του σαν θυσία ζώσα στον Αρχιποίμενα Δεσπότη Χριστό. Στην
ώριμη λοιπόν ηλικία των 30 ετών εισήλθε στη Μονή του Aγίου Παύλου, τον
Αύγουστο του 1934.
Πριν
ακόμη αναλάβει διοικητικά και ηγουμενικά καθήκοντα ασκήθηκε σαν
ησυχαστής και υποτακτικός του φημισμένου μοναχού Γερασίμου Μενάγια, ο
οποίος ασκήτευε στην έρημο του Αγίου Βασιλείου.
Κατά την επάνοδό του στη
Μονή, μαζί με τον φημισμένο ασκητή π. Γεράσιμο, επέδειξε ζήλο και
ευλάβεια στην επιτέλεση των ιερών Ακολουθιών και στη φιλαδελφία προς
όλους τους πατέρες και τους ξένους αδελφούς και προσκυνητές.
Ηγούμενος
χρημάτισε σε δύο περιόδους και έπειτα αποσύρθηκε στο Μετόχι
Μονοξυλίτης, το οποίο βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Όρους, μετά την
είσοδό μας από την Ουρανούπολη προς τη Δάφνη.
Εκεί η Κυρία Θεοτόκος τον
αντάμειψε γι’ αυτή την άδολη και ανυπόκριτη αγάπη του και τον αξίωσε να
την αντικρύσει και να μιλήσει μαζί της.
✶✶✶
Κάποια
μέρα που ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και αγριεμένος, ο άγιος Γέροντας
σκέφθηκε να κατεβεί μέχρι την παραλία, για να πάρει, αν βρει, διάφορα
ξύλα, απ’ αυτά που εκβράζει η θάλασσα, όταν είναι φουρτουνιασμένη.
Τα
χρειαζόταν για προσανάμματα στη σόμπα του. Ακόμη σκέφτηκε, μήπως έχει
συμβεί και κανένα αναπάντεχο ατύχημα, απ’ αυτά που συμβαίνουν συνήθως σε
περίοδο θύελλας και φουρτούνας.
Αφού
κατέβηκε στον αιγιαλό και συγκέντρωσε αρκετά ξύλα από την παραλία, σε
μικρή απόσταση από τη θέση που βρισκόταν είδε να στέκεται όρθια μπροστά
του μία ανθρώπινη μορφή.
Αμέσως πίστεψε ότι πρόκειται για ναυαγό και
πήγε εκεί κοντά για να προσφέρει κάποια βοήθεια και να μάθει και για
τους άλλους ναυαγούς πού βρίσκονται. Πλησιάζοντας εξεπλάγη, διότι το
πρόσωπο αυτό ήταν μία ψηλή μοναχή, η οποία κρατούσε στο χέρι της ένα
ανοικτό βιβλίο και μία γραφίδα.
Χωρίς να χάσει καιρό, ρώτησε τη φαινομένη γυναίκα:
– Τι θέλεις εσύ εδώ, Κυρά μου; Θέλεις κάποια βοήθεια;
– Όχι, δεν θέλω βοήθεια.
– Και ποια είσαι εσύ; Πώς μπήκες σ’ αυτόν τον Άγιο Τόπο;
– Εγώ είμαι η Κυρά αυτού του τόπου και η δουλειά μου είναι να περιέρχομαι αυτόν τον τόπο από την μία άκρη μέχρι την άλλη.
– Και τι είναι, Κυρά μου, αυτά τα βιβλία που κρατάς;
– Τα βιβλία αυτά είναι της εισόδου, εξόδου και παραμονής των πατέρων του Αγίου Όρους. Αλλά σ’ αυτό το βιβλίο που βλέπεις είναι γραμμένα τα ονόματα αυτών που μένουν για πάντα εδώ και τελειώνουν τη ζωή τους στο Άγιον Όρος. Τα ονόματα αυτά παραμένουν γραμμένα στο Βιβλίο της ζωής.
Δεν
κατάλαβε ο ασκητής Γέροντας Ανδρέας με ποια συνομιλούσε, ούτε για την
επεξήγηση των βιβλίων έδωσε την πρέπουσα προσοχή. Γι’ αυτό, αφού
σκέφτηκε ότι αυτή η Κυρία δεν χρειάζεται τη βοήθειά του, ανηφόρισε το
μονοπάτι για να γυρίσει γρήγορα στο Καλύβι του.
Τις
απογευματινές ώρες μπήκε στο εκκλησάκι του, τιμώμενο στον Άγιο Νικόλαο,
τον οποίο ιδιαίτερα τιμούσε και ευλαβούνταν, με σκοπό να κάνει τον
Εσπερινό.
Μέσα του όμως οι σκέψεις τον βασάνιζαν και δεν μπορούσε να
εξηγήσει το φαινόμενο της παρουσίας αυτής της ξένης Κυρίας. Όταν τα
μάτια του έπεσαν στη μορφή της εικόνας της Θεοτόκου του τέμπλου,
φωτίστηκε και τα παράτησε όλα.
Παρά
τη γεροντική του ηλικία και την ανωμαλία του καλντεριμιού έτρεχε να
προλάβει να δει Αυτήν που αγαπούσε. Ήθελε να αντικρύσει με τους
σωματικούς του οφθαλμούς και να χαιρετίσει Αυτήν στην οποία ανέθεσε την
πάσαν ελπίδα του και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του.
Κοίταζε τον βράχο με
μεγάλο πόνο, διότι η φαινομένη Μοναχή, η Κεχαριτωμένη Κόρη της Βηθλεέμ,
είχε εξαφανιστεί. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς σκεπτόμενος ότι, λόγω των
αμαρτιών του, δεν αξιώθηκε να προσκυνήσει τη Βασίλισσα του ουρανού και
της γης.
Τον
παρηγόρησε όμως η Κυρία Θεοτόκος με την ευωδία ουρανίου μύρου που
απλώθηκε στον βράχο εκείνο και σ’ όλη την γύρω περιοχή. Με το θαυμάσιο
αυτό γεγονός της εκχύσεως του αγίου μύρου πίστεψε πλέον ακράδαντα ο
ασκητής του Άθω, ότι Αυτή ήταν η Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και
Μητέρα όλων των ορθοδόξων Μοναχών και Χριστιανών της οικουμένης.
Με
ανεκλάλητη χαρά και χαροποιά δάκρυα στα μάτια επέστρεψε στην ασκητική
του παλαίστρα. Μπήκε στον ναΐσκο του και καταφιλούσε με λυγμούς την
εικόνα της Κυρίας του Όρους υποσχόμενος σ’ Αυτήν οτι θ’ αγωνιστεί να
είναι περισσότερο υπάκουος στις εντολές του Υιού της και Θεού μας.
Η
οσιακή κοίμησή του την ημέρα της πανηγύρεως της Μονής, δηλαδή στην
εορτή της Υπαπαντής του έτους 1987, δηλώνει την ιδιαίτερη εύνοια που
έδειξε η Θεοτόκος προς τον σεμνό και προσφιλή λάτρη της, τον Γέροντα
Ανδρέα, ο οποίος εξήλθε θριαμβευτικώς από την παρούσα ζωή προς τα
ουράνια σκηνώματα της δόξης του Θεού.
Το
χαριέστατο και θαυμαστό αυτό περιστατικό το εξομολογηθηκε ο μακαριστός
Γέροντας Ανδρέας στον μακαριστό Πνευματικό της Μικράς Αγίας Άννης
Γέροντα Διονύσιο, της συνοδείας των Γερασιμαίων, με την εντολή να μην το
κοινοποιήσει μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του.
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου