Μεγάλη Πέμπτη - Ο Μυστικός Δείπνος
Εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.
Εἰς τὸν Μυστικον Δεῖπνον
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.
Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.
Εἰς τὴν Προδοσίαν
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.
Κατά τη Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου, Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ' εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του και της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.
Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ' όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους».
Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ' όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.
Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.
Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.
Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.
Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από 'κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν Τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, Μαθητῶν πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας, καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὶς θάλασσες, θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν πιὸ τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τὸ λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπὸ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνία, καὶ ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Ταπεινούμενος, δι' εὐσπλαγχνίαν, πόδας ἔνιψας, τῶν Μαθητῶν σου, καὶ πρὸς δρόμον θεῖον τούτους κατεύθυνας, ἀπαναινόμενος Πέτρος δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, ἐκνιπτόμενος, καὶ σοῦ ἐκτενῶς δεόμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Συνεσθίων Δέσποτα, τοῖς Μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας, τὴν παναγίαν σου σφαγήν, δι' ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ τὰ σεπτά σου, τιμῶντες Παθήματα.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἐκστάς, Μακεδόνιε, τοῦ φθαρτοῦ θρόνου,
Ὑμνεῖς τὸ Θεῖον σὺν Σεραφὶμ καὶ θρόνοις.
Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ὑπηρέτησε προηγουμένως ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀνατροφή του ἔγινε μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ θείου του, Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Α’ (458 – 471 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ὁ χρονογράφος Ἐφραίμιος ἀποκάλεσε τύπο εὐσέβειας καὶ κάθε καλοῦ.
Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ διαδέχθηκε τὸν Πατριάρχη Εὐφήμιο (489 – 496 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε στὰ μέσα τοῦ 496 μ.Χ. ἀπὸ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου. Μολονότι ὁ Εὐφήμιος ἦταν ἄνδρας ποὺ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ἐπισύρει ἐναντίων του ἄγρια καὶ χωρὶς ἔλεος τὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα, ἐχθροῦ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ δὲν δίστασε νὰ προσέλθει στὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου Εὐφημίου, κατὰ τὴν ἐξορία του στὰ Εὐχάιτα μετὰ τὴν καθαίρεση. Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος (491 – 518 μ.Χ.) ἄκουσε μὲ δυσαρέσκεια τὴν παράκληση τοῦ Μακεδονίου. Ἔκρινε ὅμως καλὸ νὰ τὴν δεχθεῖ. Καὶ ὁ Μακεδόνιος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ συμμεριζόταν τὴν θλίψη τοῦ ἀδικημένου προκατόχου του, ἔσπευσε ἀμέσως πρὸς τὸν Εὐφήμιο, τὸν ἀγκάλιασε ἀδελφικά, τὸν ἐφοδίασε δὲ καὶ μὲ χρήματα. Συμπεριφορὰ τόσο περισσότερο ἀξιέπαινη, διότι ὁ Μακεδόνιος ἦταν φτωχὸς καὶ τὰ χρήματα ἐκεῖνα τὰ εἶχε δανεισθεῖ.
Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου τοῦ Β’ στὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα ἔγινε τὸ 496 μ.Χ. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀνεπίληπτο χαρακτήρα του, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἄμεμπτη καθαρότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ του βίου, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ εἶναι γενικὴ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἁγιότητάς του. Ἀλλὰ ὡς καὶ πρὸς τὸ δογματικὸ μέρος, ἐπιτέλεσε τὸ καθῆκον του, μολονότι ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος πολλαπλῶς τὸν πίεσε νὰ φανεῖ εὐνοϊκὸς πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀνώτερος ὅμως ὁ Μακεδόνιος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπιρροή, δήλωνε μὲ παρρησία ὅτι καὶ σεβόταν καὶ ἀποδεχόταν τὸ ἔργο τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἐξέφρασε δὲ τὴ λύπη του γιὰ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι χαριζόμενοι στὸν αὐτοκράτορα ἀποκήρυτταν τὴ Σύνοδο.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ἔφερε βαρύτατα τὴν ἀνεξάρτητη καὶ ἱεροπρεπὴ αὐτὴ διαγωγὴ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε ἐλπίσει ὅτι θὰ ἦταν ὑποχείριό του, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του τὴν καθαίρεση καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Εὐφημίου. Δὲν φανέρωνε ὅμως τὴν δυσαρέσκεια καὶ τὴν ὀργή του, καθὼς ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν ἀναγκασμένος νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ τῆς δυναστείας του ἀπὸ ἐπίμονες στάσεις καὶ συχνοὺς κινδύνους. Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἐξέλιπε ἀπὸ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. καὶ τότε ὁ αὐτοκράτορας ποὺ ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀφοῦ ἀπέρριψε κάθε ἐπιφύλαξη, διατύπωσε ἔντονα καὶ πολὺ ἀπαιτητικὰ τὶς ἀξιώσεις του πρὸς τὸν Πατριάρχη. Ὁ Πατριάρχης ὡστόσο ἀντέδρασε. Ἀπὸ τότε τὰ ἀνάκτορα ἔγιναν συστηματικὸ χαλκεῖο τῶν πλέον εὐτελῶν ἀντιδράσεων κατὰ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’. Ἕνας αὐτοκράτορας βρίσκει πάντοτε ὄργανα τῶν σκοπῶν του καὶ τῶν ὀρέξεών του καὶ τέτοιοι ἀσεβεῖς καὶ ἀνόσιοι ὑπηρέτες παρεῖχαν καθημερινὲς ἐνοχλήσεις στὸν Ἅγιο Μακεδόνιο. Πληρωμένοι ἄνθρωποι πείραζαν τὸν Πατριάρχη καθ’ ὁδόν. Ἕνας δέ, ἐπιτέθηκε ἐναντίον του μὲ μαχαίρι.
Ἀκόμη καὶ κατὰ τοῦ ἁγνοῦ καὶ ἀκηλίδωτου βίου τοῦ Πατριάρχη, ζήτησε ὁ αὐτοκράτορας νὰ κινήσει ὑποψίες. Διάφοροι συκοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τὶς πλέον ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίων τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός.
Καὶ ἄλλο ἐπεισόδιο ὅμως κατέστησε σφοδρότερη τὴν ἔνταση μεταξὺ τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος Ξεναΐας, ποὺ παρουσιάσθηκε ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἱεραπόλεως καὶ ἦλθε μὲ πρόσκληση αὐτοκρατορική. Ὁ Ξεναΐας αὐτός, Πέρσης στὴν καταγωγὴ ἀλλὰ καὶ στὸ θρήσκευμα, εἶχε οἰκειοποιηθεῖ τὸ σχῆμα Χριστιανοῦ ἱερέα καὶ ἔτσι περιδιάβαινε τῆς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, διαδίδοντας αἱρετικὰ φρονήματα καὶ κηρύττοντας ὅτι καμιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀγγέλων δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει στοὺς ἱεροὺς ναούς. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Καλανδίων ἔδιωξε τὸν Ξεναΐα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του. Ὁ Πέτρος ὅμως, ὁ Κναφεὺς χειροτόνησε τὸν ἀβάπτιστο Πέρση, Ἐπίσκοπο Ἱεραπόλεως καὶ τὸν μετονόμασε Φιλόξενο. Καὶ ὅταν ἔμαθε κατόπιν ὅτι ἦταν ἀβάπτιστος ὁ Ἐπίσκοπός του, θέλησε νὰ τὸ δικαιολογήσει διὰ τῆς θεωρίας ὅτι ἡ χειροτονία ἀναπληρώνει τὸ βάπτισμα. Ὁ Φιλόξενος αὐτός, ἐρχόμενος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα ὄργανα τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου καὶ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Πατριάρχης, γνωρίζοντας τὴν φαυλότητα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ σχέση. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ καὶ τὴν ἄποψη τοῦ Πατριάρχου συμμερίζονταν καὶ οἱ μοναχοί, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός. Παραλίγο δὲ νὰ ἐκραγεῖ στάση. Ὁ Ἀναστάσιος ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Φιλόξενο ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα.
Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἡσύχασαν. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἡ τυφλότητα τῶν συμβούλων του ἄναβαν καθημερινὰ καὶ κορύφωναν τὴν διάσταση μεταξὺ τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν Ἀνακτόρων. Ἰδίως κατὰ τὸ ἔτος 510 μ.Χ. ἡ ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ καὶ τῶν μοναχῶν κατὰ τοῦ βασιλέως, ἐκδηλώθηκε ἀποφασιστικὴ καὶ ἀσυγκράτητη. Ἄπειρα πλήθη ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν, ὑπὸ τὶς ὁδηγίες τολμηρότατων μοναχῶν, προέβησαν σὲ σφοδρὴ διαδήλωση ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου. Περιεχόμενοι μὲ ἔξαψη καὶ ἀποφασιστικότητα τὴν πόλη φώναζαν: «Εἶναι ἡ ὥρα, Χριστιανοί, γιὰ μαρτύριο. Κανεὶς ἂς μὴν ἐγκαταλείψει τὸν Πατέρα». Καὶ προχωρώντας παρακάτω κατήγγειλαν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Πατριάρχου, ὀνομάζοντάς τους αἱρετικοὺς καὶ ἀνάξιους νὰ κυβερνοῦν. Οἱ προσωπικὲς σχέσεις τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ πολὺ καιρὸ βρίσκονταν στὴν μεγαλύτερή τους ἔνταση. Οὔτε κὰν βλέπονταν. Καὶ ὁ αὐτοκράτορας ὁρκιζόταν ὅτι δὲν θὰ ἀνεχόταν νὰ τὸν δεῖ πλέον στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ πρὶν τὴν λαοπλημμύρα ἐκείνη καὶ τὴν τόσο ἀπειλητικὴ ἐξέγερση, προσῆλθε σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Πατριάρχη. Μάταια ὅμως.
Ὄργανα τῆς αὐλῆς τοῦ αὐτοκράτορος πῆραν τὴν πρωτοβουλία καὶ ἔπεισαν δύο φαύλους νὰ κινήσουν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχη, αἰσχρὲς κατηγορίες. Μάταια ὁ Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε καὶ ζήτησε νὰ δικασθεῖ. Ὁ Ἀναστάσιος μὲ στρατιωτικὴ βία τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα νύχτα καὶ τὸν ἐξόρισε κατὰ τὸ ἔτος 511 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Εὐχάιτα, ὅπως καὶ τὸν προκάτοχό του Εὐφήμιο. Ἀλλὰ ἡ ἐξορία δὲν ἦταν ἀρκετή, ἡ δὲ ἐκδίωξη τοῦ Μακεδονίου ἀπὸ τὸν θρόνο χωρὶς καθαίρεση ἀποτελοῦσε σκάνδαλο ἐκκλησιαστικό, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ οἰκονομηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας, σὲ σύμπραξη μὲ τὸν Τιμόθεο Α’ (511 – 518 μ.Χ.) τὸν ἐπονομαζόμενο Κήλωνα, ποὺ ἦταν διάδοχος τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου, συγκάλεσε Σύνοδο Ἐπισκόπων ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια αἱρετικὴ ἄποψη καὶ ἡ ὁποία Σύνοδος, δυστυχῶς, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο Μακεδόνιο.
Στὰ Εὐχάιτα ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἔμεινε μέχρι τὸ ἔτος 515 μ.Χ. Τότε οἱ Οὗννοι ἔκαναν ἐπιδρομὲς στὴ Γαλατία, τὸν Πόντο καὶ τὴν Καππαδοκία. Ὁ Μακεδόνιος ἀναγκάσθηκε γι’ αὐτὸ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὰ Εὐχάιτα στὴ Γάγγρα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 516 μ.Χ.
Σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη, ἕνας ἀπὸ τοῦ ὑπηρέτες του τὸν εἶδε στὸ ὄνειρό του. Ἡ ἐμφάνιση θορύβησε τὸν ὑπηρέτη, ὅταν στὰ αὐτιά του ἀντήχησαν οἱ ἑξῆς λόγοι ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου: «Πήγαινε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πὲς στὸν αὐτοκράτορα ὅτι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τοὺς Πατέρες μου, τῶν ὁποίων τὴν πίστη φύλαξα. Θὰ περιμένω δὲ νὰ ἔλθει ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου μου καὶ νὰ δικασθοῦμε ἀπὸ αὐτόν».
Στὰ χρόνια τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου ἄρχισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ μεγαλοπρεπέστερη τέλεση τῆς ἑορτῆς τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας ἐνάντια στὶς αὐτοκρατορικὲς αὐθαιρεσίες.
Μνήμη ἐγκαινίων τοῦ Ἀποστολείου τοῦ πανευφήμου Ἀποστόλου Πέτρου
Ὁ ναὸς αὐτὸς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἔκειτο πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Ἁγία Νίκη ἡ Μάρτυς
Νίκης βραβεῖα τῇ τετμημένῃ Νίκῃ,
Νίκης βραβεὺς δίδωσιν, ὡς νικηφόρῳ.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Νίκη πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ τῶν θαυμάτων ποὺ συνέβησαν κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 303 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Ὁσιομάρτυρες καὶ Ἀναχωρητὲς
Ὀκτὼ συνεκκόπτουσιν ἀνδρῶν αὐχένας,
Ὑπὸ ζυγὸν τὸν σὸν δαμασθέντων, Λόγε.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὀκτὼ Ὁσιομάρτυρες ἦταν μοναχοὶ καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος Ἐπίσκοπος τῆς νήσου τοῦ Ἀνθρώπου
Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἦταν στὸν πρότερό του βίο, ληστής. Στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν ὁδήγησε ὁ Ἅγιος Πατρίκιος. Διὰ τοῦ βαπτίσματος ἔγινε νέος ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγει τοὺς κινδύνους ἀπὸ τὶς κακὲς συναναστροφὲς καὶ τοὺς πειρασμούς, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ νῆσο τοῦ Ἀνθρώπου. Στὸ νησὶ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Πατρίκιος εἶχε ἀποστείλει τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὅταν τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος ἔφθασε στὸ νησὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ. Τὸ ἔτος 498 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, Ἐπίσκοπος τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνάλωσε τὸν ἑαυτὸ του στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τῆς πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀννιανὸς Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Ἀννιανός, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Ἐπίσκοπος καὶ διάδοχός του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὑπῆρξε κατὰ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας «ἀνὴρ θεοφιλὴς καὶ κατὰ πάντα θαυμάσιος». Σύμφωνα μὲ τὶς ἁγιολογικὲς εἰδήσεις ἐξασκοῦσε ὡς εἰδωλολάτρης τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴν πόλη αὐτή, ἀπευθύνθηκε στὴν Ἀννιανὸ γιὰ νὰ τοῦ ἐπιδιορθώσει τὰ χαλασμένα του ὑποδήματα. Ὁ τελευταῖος, ἐπάνω στὴν ἐργασία του, τραυμάτισε μὲ τὸ ἐργαλεῖο τὸ ἀριστερό του χέρι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος τοῦ ζήτησε νὰ πιστέψει στὸν Θεὸ γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Καὶ ἀμέσως ἔκανε πηλὸ ἀπὸ τὸ πτύσμα του καὶ μὲ αὐτὸ ἐπάλειψε τὸ χέρι τοῦ Ἀννιανοῦ, ἐπικαλούμενος τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ χέρι τοῦ ὑποδηματοποιοῦ ἔγινε καλά. Ὁ Ἀννιανὸς μετὰ τὸ θαῦμα, βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο καὶ τὸν διαδέχθηκε στὸν Ἀλεξανδρινὸ θρόνο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 82 μ.Χ. Κατὰ ἄλλη μαρτυρία τελεύτησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ, δηλαδὴ τὸ ἔτος 85 μ.Χ. Ἄλλη ὅμως παράδοση Ἀνατολικῆς προελεύσεως ἀναφέρει ὅτι ποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 86 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε ἐσωτερικὰ τὸν πόθο νὰ μονάσει. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατάφυγε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου ὑπῆρξε δόκιμος καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ († 5 Ἰουλίου). Ἀφοῦ παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα καὶ πρόκοψε στὴν ὑπακοή, ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ἔλαβε τὴν εὐλογία γιὰ νὰ μείνει μόνος στὴν ἔρημο καὶ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὸν ἀσκητικό του ἀγῶνα.
Μέσα στὸ πυκνὸ δάσος, δίπλα στὸν ποταμὸ Ὀμπνόρα ὁ ὁποῖος συνεχίζει τὴν ροή του στὸν ποταμὸ Κοστρομά, ἔστησε ἕνα σταυρὸ στὸ σημεῖο ὅπου διάλεξε καὶ ξεκίνησε ἀπὸ ἐκεῖ τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Γιὰ μία μεγάλη χρονικὴ περίοδο κανεὶς δὲν ἤξερε τίποτα γιὰ τὸν Ἅγιο ἐρημίτη. Τὸ κελλί του ἀποκαλύφθηκε τυχαία ἀπὸ ἕναν χωρικό, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει τὸν δρόμο του. Αὐτὸς εἶπε στὸν ἐνοχλημένο ἐρημίτη ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ λαμπρὲς ἀκτίνες καὶ ἕνα στρῶμα νεφέλης ἐπάνω ἀπὸ τὴν κατοικία του. Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ξέσπασε τότε σὲ δάκρυα πικρίας, ἐπειδὴ τὸ μέρος τῆς ἀπομονώσεώς του εἶχε ἀνακαλυφθεῖ. Ὁ προσκυνητὴς παρακάλεσε ἐπίμονα τὸν Ὅσιο νὰ τοῦ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος εἶπε ὅτι ἐκεῖ ἔμενε γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, τρώγοντας φλοιοὺς δένδρων καὶ ρίζες. Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἀδύναμος χωρὶς ψωμὶ καὶ μία φορὰ ἔπεσε στὸ ἔδαφος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία του. Τότε, ἕνας Ἄγγελος μὲ τὴ μορφὴ ἐνὸς θαυμάσιου ἄνδρα ἐμφανίσθηκε μπροστά του καὶ τὸν ἄγγιξε στὸ χέρι. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἔνιωσε ξανὰ ἀδυναμία.
Ἄλλη μία φορὰ ὁ χωρικὸς πῆγε πάλι στὸν Ὅσιο καὶ τοῦ ἔφερε ψωμὶ καὶ ἀλεύρι, γιὰ νὰ ἔχει προμήθειες.
Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ συνάντηση ἦταν ἀρκετή, ὥστε νὰ μαθευτοῦν σὲ πολλοὺς τὰ πνευματικὰ κατορθώματα τοῦ Ὁσίου. Σύντομα, χωρικοὶ ξεκίνησαν νὰ ἔρχονται σὲ αὐτὸν ἀπὸ τοὺς γύρω οἰκισμούς. Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος τοὺς ἐπέτρεψε νὰ χτίσουν κελλιὰ κοντὰ στὸ δικό του κελλί.
Ὅταν πλέον εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀρκετοὶ ἀδελφοὶ στὴ σκήτη, ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος πῆγε στὴ Μόσχα καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου († 12 Φεβρουαρίου), γιὰ νὰ κατασκευάσει ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἔδωσε στὸν Ὅσιο Σιλβέστρο ἕνα ἀντιμήνσιο γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὸν ἔκανε ἡγούμενο τῆς νέας μονῆς.
Μὲ τὴν κατασκευὴ τῆς ἐκκλησίας ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν αὐξήθηκε γρήγορα καὶ ὁ Ὅσιος πολὺ συχνὰ ἀποσυρόταν στὸ κοντινὸ δάσος, ὥστε νὰ ἀπομονώνεται καὶ νὰ προσεύχεται. Αὐτὸς ὁ τόπος ἔλαβε τὸ ὄνομα «ἀπαγορευμένο ἄλσος», ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος διέταξε νὰ μὴν κοπεῖ ἀπὸ ἐκεῖ κανένα δένδρο. Σὲ αὐτὸ τὸ ἄλσος ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τρία πηγάδια, ἐνῷ ἕνα τέταρτο πηγάδι ἔσκαψε στὴν πλευρὰ ἑνὸς λόφου στὸν ποταμὸ Ὀμπνόρα. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσή του, τὸν περίμεναν πολλοὶ ἄνθρωποι στὸ μοναστήρι καὶ ὁ καθένας ἤθελε νὰ λάβει τὴν εὐλογία του καὶ νὰ ἀκούσει τὶς συμβουλές του.
Κάποια ἡμέρα ὁ Ὅσιος ἀρρώστησε ἀπὸ μία ἀνίατη ἀσθένεια καὶ οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς, ποὺ στεναχωροῦνταν ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ ἀπομόνωση, τώρα ἦταν ἀκόμη πιὸ θλιμμένοι ἀναλογιζόμενοι τὸν ἐπικείμενο θάνατό του. «Μὴ στενοχωρεῖσθε μὲ αὐτό, ἀδελφοί», ἔλεγε ὁ Ὅσιος γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει, «γιατί τὰ πάντα εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκολουθῆστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ μὴ φοβηθεῖτε νὰ ὑποφέρετε ἀπὸ δοκιμασίες σὲ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἔτσι θὰ λάβετε ἀνταμοιβὴ στὸν Οὐρανό. Ἐὰν εὕρω παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἂν ἡ ζωή μου Τὸν εὐχαρίστησε, τότε αὐτὸς ὁ ἅγιος τόπος δὲν θὰ διαλυθεῖ μετὰ τὴν ἀποχώρησή μου. Προσευχηθεῖτε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ στὴν πάναγνη Μητέρα Του, ὥστε νὰ ἐλευθερωθεῖτε ἀπὸ τὸν πειρασμό».
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1479 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν δεξιὰ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ἡσυχαστὴς
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος, ὁ Ἡσυχαστής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1692 στὴ Ρουμανία. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὴν περιοχὴ Ποϊάνα Μαρουλούϊ τῆς Ρουμανίας. Ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Παϊσίου (Βελιτσκόφσκϊυ) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1767.
Πηγές:http://www.saint.gr/04/25/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/25/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου