Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ 2 ΜΑΪΟΥ 2019

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου



Ἀθανάσιε, ποῦ κομίζῃ; μὴ πάλιν
Καὶ νεκρὸν ἐξόριστον ἐκπέμπουσί σε;
Δευτερίῃ νέκυς Ἀθανασίου ἐξέδυ τύμβου.

Η γιορτή του Μεγάλου Αθανασίου είναι στις 18 Ιανουαρίου. Σήμερα, όμως, γιορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων αυτού του γίγαντα της Ορθοδοξίας μας.

Σύμφωνα όμως με τον Κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του Λαυριωτικού Κώδικα Ι 70, η κυρίως μνήμη του Αγίου Αθανασίου, πρέπει να γιορτάζεται σήμερα, όπου και ιστορικά αποδεδειγμένη η κοίμηση του. Και όχι η ανακομιδή των λειψάνων του, που για το γεγονός αυτό δεν έχουμε την παραμικρή ιστορική αναφορά. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι και όλη η ανέκδοτη ποιητική υμνολογία κατά την 2α Μαΐου περιστρέφεται στην ετήσια μνήμη του και όχι στην ανακομιδή των λειψάνων του, για την οποία ούτε απλή αναφορά γίνεται. Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη του την 18η Ιανουαρίου, μ' αυτή του Αγίου Κυρίλλου, δεν γνωρίζουμε. Το πιθανότερο όμως είναι, για τον λόγο που καθιερώθηκε και η γιορτή των τριών Ιεραρχών.

Η Εκκλησία απέδωσε πολλές τιμές στον Άγιο Αθανάσιο, διότι αναδείχθηκε ο ηρωικότερος των Άγιων και ο αγιότερος των ηρώων. Να πώς τον χαιρετίζουν οι εκκλησιαστικοί ύμνοι:

«ως την μεγάλην της Εκκλησίας σάλπιγγα, των αρετών κανόνα, τον νουν τον περίβλεπτον, των Πατριαρχών την κρηπίδα, την οξυτάτην γλώσσαν, τον διαυγή οφθαλμόν, τον λαμπτήρα τον φαεινότατον, τον πέλεκυν τον κόπτοντα πάσα ύλην αιρέσεων και καταφλέγοντα τω πυρί τω του πνεύματος».

Και ακόμα: «ως τον άπερίτρεπτον στύλον, τον άσειστον πύργον, τον χρυσορρόαν Νείλον, της αθανασίας τον επώνυμον, τον πυρσόν τον μετάρσιον, τον ακατάβλητον πύργον, τον ταξιάρχην θεολέκτου παρατάξεως, τον θεοφόρον της χάριτος ποταμόν, αρχιερέων το κλέος, αριστέα τον αήττητον, τον συγκόψαντα τας φάλαγγας των αιρέσεων τη δυνάμει του Πνεύματος, τον στήσαντα της Ορθοδοξίας τα τρόπαια καθ' όλην την οίκουμένην» (Συναξαριστής Μιχαήλ Ι. Γαλανού).

Ας προσέξουμε, λοιπόν, αυτά τα χαρακτηριστικά του Μ. Αθανασίου και ας αγωνιστούμε να τον μιμηθούμε.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στύλος γέγονας ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Ὑιόν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατᾑσχυνας Ἄρείον· Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τὸν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν, τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὀρθοδοξίας φυτεύσας τὰ δόγματα, κακοδοξίας ἀκάνθας ἐξέτεμες, καὶ τὸν τῆς πίστεως σπόρον ἐπλήθυνας, τῇ ἐπομβρία τοῦ Πνεύματος ὅσιε· διό εὐφημοῦμεν τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας σάλπιγξ χρυσῆ, ὤφθης Ἱεράρχα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, τὸν Υἱὸν κηρύττων, καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ· διό σε Ἀθανάσιε μεγαλύνομεν.

Οἱ Ἅγιοι Ἕσπερος καὶ Ζωὴ οἱ Μάρτυρες καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν Κυριάκος καὶ Θεόδουλος


Eις τον Έσπερον και Ζωήν.
Ζωής στερεί πυρ Έσπερον Ζωήν άμα,
Ζωήν ποθούντας την ανέσπερον μόνην.

Eις τον Kυριακόν και Θεόδουλον.
Ζέοντας άρτους συγγόνους δέχου δύω,
Άρτι κλιβάνου Σώτερ εκβεβλημένους.

Κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.) ἄρχισε καὶ πάλι ἡ δίωξη τῶν Χριστιανῶν. Ἐκείνη τὴν περίοδο μαρτύρησε καὶ ἡ Ἁγία Ζωὴ μὲ τὸν ἄνδρα της Ἕσπερο καὶ τὰ παιδιά της Κυριάκο καὶ Θεόδουλο, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πισιδία.

Οἱ Ἅγιοι εἶχαν ἀγορασθεῖ ὡς δοῦλοι ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο συγκλητικὸ Κάτλο καὶ τὴν γυναῖκα του Τετραδία, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Ἀττάλεια τῆς Παμφυλίας. Βλέποντας οἱ ἄρχοντες τὶς θυσίες τῶν ἀρχόντων στὰ εἴδωλα παρατηροῦσαν τὴν μάταιη λατρεία αὐτῶν καὶ πρόσεχαν πολὺ μήπως καὶ ἡ τροφὴ ποὺ τοὺς πρόσφεραν ἦταν ὑπολείμματα ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς θυσίες.

Στὸ Συναξάρι τους ἀναφέρεται ὅτι ἡ Ἁγία Ζωὴ πήγαινε τὸ βράδυ στὸν φρουρὸ ποὺ φύλαγε τὸ ἀνάκτορο τῶν ἀρχόντων καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ, γιατί ἦταν κουρασμένος καὶ τὸν ἀναπλήρωνε στὰ καθήκοντά του. Ἔξω ὅμως ἀπὸ τὶς πύλες τοῦ ἀρχοντικοῦ ἦταν σκυλιὰ τὰ ὁποία κατασπάρασσαν ὅποιον φτωχὸ πήγαινε νὰ ζητήσει βοήθεια καὶ εὐποιία. Ἡ Ἁγία Ζωὴ ἔπαιρνε ψωμὶ ποὺ τῆς ἔδιναν γιὰ τὴν καθημερινὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς της, ἔριχνε λίγο στὰ σκυλιὰ γιὰ νὰ σωπάσουν, καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ μοίραζε στοὺς φτωχούς, λέγοντάς τους:

«Νὰ γίνετε Χριστιανοί, Χριστοῦ δοῦλοι, διότι μόνο Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου».

Ἔτσι λοιπὸν ἔπραττε ἡ Ἁγία Ζωὴ διδάσκοντας καὶ τὰ παιδιά της. Ὁ δὲ σύζυγός της Ἕσπερος ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Κάτλο στὴν πόλη Τριτόνιο, ὡς ἐπίτροπος αὐτοῦ καὶ ζοῦσε ἐκεῖ. Ὁ Κάτλος ἔμαθε ὅμως ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἑσπέρου καὶ τῆς Ζωῆς ἦταν Χριστιανοὶ καὶ ταράχθηκε ἡ διάνοιά του. Ἐπειδὴ ἡ σύζυγός του Τετραδία ἦταν ἔγκυος, ἀνέμενε τὴν γέννηση τοῦ βρέφους καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ προσφέρει θυσίες στὴ θεὰ Τύχη, ἐνέβαλε τὸ θέμα καὶ τοὺς ἀπέστειλε στὸ Τριτόνιο, ἐκεῖ ὅπου ἦταν ὁ Ἕσπερος.

Ὅταν γεννήθηκε τὸ παιδὶ τοῦ Κάτλου καὶ θυσίαζαν γι’ αὐτὸ στὴ θεὰ Τύχη, ὁ Κάτλος ἀπέστειλε στὸν Ἕσπερο καὶ τὴν οἰκογένειά του, κρασὶ καὶ κρέατα. Ἡ δὲ Ἁγία Ζωή, μόλις εἶδε τὰ εἰδωλόθυτα, ἀτένισε στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Θεέ, καρδιογνῶστα, ἀληθινέ, αἰώνιε, βοήθησέ μας, διότι δὲν ἔχουμε κανένα πλήν Σοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ Σου». Καὶ ἔριξε στὰ σκυλιὰ τὰ μολυσμένα κρέατα καὶ ἔχυσε τὸ κρασί.

Ὅταν ὁ Κάτλος πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς θύμωσε καὶ διέταξε νὰ ὁδηγήσουν ἀμέσως ἐνώπιόν του τὴν Ἁγία Ζωή, τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ τὰ παιδιά της. Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τὴν ἔνσταση τῶν Ἁγίων καὶ τὴν ἀμετάθετη πίστη τους πρὸς τὸν Χριστό, γέμισε ἡ καρδιά του ἀπὸ ὀργὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς βάλουν σὲ φοῦρνο ἀσφαλισμένο ἀπὸ παντοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀναπνέουν κὰν καὶ τὸ μαρτύριο νὰ εἶναι μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο. Μέσα στὴν φωτιὰ οἱ Ἅγιοι δοξολογοῦσαν τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ὅπως οἱ Ὅσιοι Παῖδες στὴν κάμινο ἐπὶ Ναβουχοδονόσορος.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἦλθαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ὁ Κάτλος καὶ οἱ στρατιῶτες του, ποὺ ἄκουγαν ψαλμωδίες μέσα ἀπὸ τὸν φοῦρνο. Ἄρχισαν νὰ ἀναρωτιοῦνται ἀπὸ ποὺ ἔβγαινε αὐτὸ ὁ ἦχος τοῦ πλήθους. Νόμισαν ὅτι ἄνθρωποι εἶχαν εἰσέλθει μέσα στὸν φοῦρνο καὶ ἀμέσως τὸν κύκλωσαν, γιὰ νὰ τοὺς συλλάβουν. Μόλις ἄνοιξαν τὸν φοῦρνο δὲν βρῆκαν τίποτα καὶ δὲν εἶδαν κανένα, παρὰ μόνο τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ κείτονταν κατὰ ἀνατολὰς σὰν νὰ ἐκοιμοῦντο.

Ἔτσι μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Ζωὴ καὶ Ἕσπερος καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, ἀφοῦ νίκησαν τὸ δόλιο καὶ ἐνάντιο διάβολο καὶ τοὺς παρανόμους εἰδωλολάτρες αὐτοῦ.
Ναὸ στὴν Μάρτυρα Ζωὴ ἀνήγειρε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς (527 – 565 μ.Χ.), κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Δεύτερον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ βασιλέας Βασίλειος Α’ (867 – 886 μ.Χ.) τὸν ἀνοικοδόμησε ἐκ βάθρων, διότι εἶχε πέσει.

Ἡ Ὁσία Ματρώνα ἐκ Ρωσίας

 
Ἡ Ὁσία Ματρώνα γεννήθηκε τὸ 1881 στὸ χωριὸ Σέμπινο Ἐπιφανίσκαγια τοῦ νομοῦ τῆς Τούλα, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Κιμόφσκι, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴ Ναταλία. Ἡ Ὁσία εἶχε ἀκόμη τρία ἀδέλφια, τὸν Ἰβὰν, τὸν Μιχαὴλ καὶ τὴν Μαρία. Οἱ γονεῖς της, ἐπειδὴ ἦταν φτωχοί, σκέφθηκαν νὰ δώσουν τὸ παιδὶ ποὺ περίμεναν στὸ ὀρφανοτροφεῖο τοῦ Γκολίτσιν. Ὅμως ἡ μητέρα τῆς Ματρώνας εἶδε, πρὶν τὴν γέννησή της στὸ ὄνειρό της ὅτι ἦλθε καὶ κάθισε πάνω στὸ δεξί της χέρι ἕνα πουλὶ μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ ἀλλὰ χωρὶς μάτια. Τότε θεώρησε τὸ ὄνειρό της ὡς σημεῖο πρὸς τὸν Θεό, ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ θὰ φέρει στὸν κόσμο θὰ εἶναι σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἔτσι ἀποφάσισαν νὰ μὴν τὸ δώσουν στὸ ὀρφανοτροφεῖο.

Ἡ Ὁσία γεννήθηκε τυφλή. Στὴ βάπτισή της, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἱερέα Βασίλειο, εὐλαβὴ καὶ προορατικό, σχηματίσθηκε πάνω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα ἕνα ἀνάλαφρο σύννεφο ποὺ ἀνέδιδε εὐωδία. Ἦταν καὶ αὐτὸ σημεῖο ποὺ φανέρωνε τὴν πνευματικὴ πρόοδο ποὺ θὰ εἶχε ἡ Ἁγία.

Τὸ μόνο μέρος ποὺ πήγαινε συνέχεια, ἐπειδὴ ἦταν τυφλή, ἦταν ἡ ἐκκλησία. Ὅταν ἡ μητέρα της δὲν τὴν εὕρισκε στὸ σπίτι, ἤξερε ὅτι ἡ Ματρώνα ἦταν στὴν ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἀκόμη, τῆς εἶχε δοθεῖ τὸ προορατικὸ καὶ διορατικὸ χάρισμα. Γνώριζε τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, τὰ προβλήματά τους, τὶς ἀστοχίες τους καὶ ἔτσι τοὺς προειδοποιοῦσε καὶ τοὺς συμβούλευε.

Ἡ Ὁσία ἐπισκέφθηκε πολλὰ προσκυνήματα τῆς Ρωσίας. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ προσκυνήματά της βρέθηκε μπροστὰ στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, ποὺ τότε ζοῦσε ἀκόμα. Χωρὶς νὰ δεῖ τὴν Ὁσία, εἶπε νὰ ἀνοίξουν χῶρο καὶ φώναζε: «Ματρώνα, ἔλα ἐδῶ», χωρὶς νὰ τὴν γνωρίζει. Καὶ συνέχισε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης: «Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ διάδοχός μου. Αὐτὴ εἶναι ὁ ὄγδοος στῦλος τῆς Ρωσίας». Ἡ Ἁγία ἦταν τότε δεκατεσσάρων ἐτῶν.

Σὲ ἡλικία δεκαεπτὰ ἐτῶν ἡ Ματρώνα ὄχι μόνο δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ σταμάτησε καὶ νὰ περπατάει. Ἔζησε ἔτσι παράλυτη πενήντα χρόνια. Παρόλα αὐτά, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε καὶ ἔλεγε ὅτι εἶναι πνευματικὴ ἡ αἰτία γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ τῆς συνέβαιναν καὶ μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τὶς αἰτίες. Ἔλεγε σὲ ἐκείνους ποὺ τὴν ἐπισκέπτονταν: «Θὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ σᾶς βάλουν μπροστά σας ψωμὶ καὶ σταυρό, γιὰ νὰ διαλέξετε. Θὰ περάσουμε δύσκολους καιροὺς καὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ διαλέξουμε τὸν σταυρό».

Τὸν κόσμο ποὺ τὴν ἐπισκεπτόταν τὸν εὐλογοῦσε, ἔβαζε τὰ χέρια της πάνω στὴν κεφαλή τους καὶ τοὺς διάβαζε προσευχές. Στὸ μέτωπό της, ἀπὸ τοὺς πολλοὺς σταυροὺς ποὺ ἔκανε, σχηματίσθηκε λακουβίτσα. Ὁ Θεὸς τὴν ἀξίωσε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἔτσι πολλοὺς θεράπευσε καὶ ὠφέλησε πνευματικά.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τῆς ἀποκάλυψε πὼς πλησίαζε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου της ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν τὴν κοίμησή της, ἔδωσε ὁδηγίες γιὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία της καὶ τὸν ἐνταφιασμό της. Ἡ Ὁσία Ματρώνα κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1952 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς μονῆς τοῦ Δανιήλ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Ἀδιάσειστον στῦλον Ῥωσίας ὄγδοον, τὴν στερουμένην ὀμμάτων ἐκ γενετῆς, εὐλαβῶς ἀνυμνήσωμεν Ματρώναν τὴν ἀοίδιμον, ὡς σκεῦος θείων δωρεῶν καὶ ἀγάπης ἀκραιφνοῦς πρὸς πάντας ἐμπεριστάτους βοῶντες σκέδασον ζόφον παθῶν ἡμῶν φωτὶ σῆς χάριτος.

Ὁ Ὅσιος Ἰορδάνης ὁ Θαυματουργός

Kαν εις μυχόν γης ερρύης Iορδάνη,
Eκχείς εκείθεν θαυμάτων Iορδάνην.

Ὁ Ὅσιος Ἰορδάνης ὁ Θαυματουργὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

Ὁ Ἅγιος Σάββας Ἐπίσκοπος Δαφνουσίας

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀγνοεῖται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ Μηναῖα. Ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἰππολύτου Delehaye, χωρὶς ὑπόμνημα καὶ στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70 φ. 202β, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Σάββας γιὰ τὴν ἐνάρετη πολιτεία του, τὴν ὁποία ἀπὸ βρέφος ἀνέδειξε μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ σεμνότητα, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Δαφνουσίας. Ἀφοῦ ἀνέλαβε τὸ πηδάλιο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας κήρυττε τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἔστρεψε πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ βάπτισε. Ὁ Ἅγιος Σάββας, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Βόρις – Μιχαὴλ ὁ Ἱσαπόστολος ὁ πρίγκιπας καὶ Φωτιστῆς τοῦ Βουλγαρικοῦ λαοῦ


Ὁ Ἅγιος Ἰσαπόστολος τσάρος Βόρις, ὁ μετονομασθεῖς Μιχαήλ, ἦταν βασιλέας τῆς Βουλγαρίας καὶ γιὰ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο εἶχε προφητεύσει ὁ θεῖος του Ἅγιος Μποϋάν († 28 Μαρτίου).

Μόλις ἀνῆλθε στὸ θρόνο, διαδεχόμενος κατὰ πᾶσα πιθανότητα τὸν Πρεσσιάμ, ἔδειξε ὅτι εἶχε συνείδηση τῶν σκοπῶν του καὶ τῶν μέσων τῆς ἐπιτεύξεώς τους. Ὅμως τὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Βόριδος, σημαδεύτηκαν ἀπὸ ἀνεπιτυχεῖς ἐκστρατεῖες κατὰ τῶν Κροατῶν καὶ τῶν Σέρβων. Κατόπιν ὅμως διὰ πολιτικῶν ἐνεργειῶν καὶ πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων πέτυχε μερικὲς ἐδαφικὲς ἐπεκτάσεις πρὸς τὰ βορειοδυτικά, ὅταν κατέλαβε καὶ τὴν Ἀχρίδα καὶ πρὸς τὰ νοτιοανατολικά.

Κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς μάχης, ἀπὸ τὶς πολλὲς μεταξὺ τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Ἑλλήνων, αἰχμαλώτισε τὸν ἐπιφανὴ σύμβουλο Θεόδωρο Κουφαρᾶ, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει μοναχός. Ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ φύτεψε τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ψυχὴ τοῦ Βουλγάρου τσάρου. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες τῶν Ἑλλήνων, ἡ νεότερη ἀδελφὴ τοῦ τσάρου αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸν Ἀρμένιο καὶ γαλουχήθηκε μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη στὴν αὐλὴ τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος. 

Ὅταν ὁ Θεόφιλος πέθανε, ὁ τσάρος Βόρις ἀποφάσισε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ αὐτὴ τὴν περίσταση, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τοὺς Ἕλληνες γιὰ προηγούμενες ἧττες. Ἔτσι καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐντύπωση τῆς βυζαντινῆς λάμψεως φιλοδόξησε νὰ καταλάβει τὸ Βυζάντιο. Τὸ 853 μ.Χ. ὁ Βόρις νόμισε ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου κυβερνοῦσε ἡ Θεοδώρα καὶ κήρυξε ἀπότομα πόλεμο. Λέγουν μάλιστα ὅτι ἡ Θεοδώρα ἀπάντησε σὲ αὐτόν: «Ἂν ἐπιτεθεῖς κατὰ τῆς χώρας μου, θὰ σὲ ἀντιμετωπίσω ἐλπίζουσα τὴ νίκη. Ἂν ὅμως νικηθῶ, δὲν θὰ εἶναι μεγάλη ἡ δόξα γιὰ σένα ὅτι νίκησες γυναῖκα».

Ἡ θαρραλέα αὐτὴ ἀπάντηση ἄρεσε στὸν Βούλγαρο μονάρχη καὶ δέχθηκε νὰ διαπραγματευθεῖ. Ἄλλωστε, καθὼς ἡ πεῖνα καὶ ἡ πανώλη περιστοίχιζαν τὴν χώρα, ἡ Βουλγαρία ἀντιμετώπισε τρομερὲς δυσκολίες. Ὁ Βόρις εἶδε τὴ σωτηρία τῆς χώρας του, ἡ ὁποία βρισκόταν στὸ σκοτάδι ἐξαιτίας τῆς εἰδωλολατρίας, στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔτσι ὁ τσάρος Βόρις συμφώνησε σὲ μία συνθήκη εἰρήνης. Ὁ Θεόδωρος Κουφαρᾶς ἀνταλλάχθηκε μὲ τὴν Βουλγάρα πριγκίπισσα, ἡ ὁποία κατήχησε τὸν Βόριδα ἀναδεικνύοντας τὴν οἰκτρότητα τῶν εἰδώλων καὶ τὸ ὕψος τῆς διδασκαλίας τοῦ Θεανθρώπου. Ἔτσι, πρὸς τὸ τέλος τοῦ 864 μ.Χ. ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 865 μ.Χ., βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωσὴφ καὶ μετονομάσθηκε Μιχαήλ.

Ἀμέσως κατηχητὲς ἐστάλησαν παντοῦ πρὸς φωτισμὸ καὶ βάπτισμα τοῦ λαοῦ. Ὁ Πατριάρχης Φώτιος, μετὰ ἀπὸ αἴτηση τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ, ἀπέστειλε στὴν Βουλγαρία πολλοὺς κατηχητές.

Ὁ Μιχαὴλ ζήτησε ἀκόμη, ὄχι μόνο Ἀρχιεπισκόπους καὶ Ἐπισκόπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἵδρυση Πατριαρχείου. Φιλοδοξοῦσε νὰ περιβληθεῖ ὁ θρόνος του μὲ τὴν ἴδια πολιτική, στρατιωτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ λαμπρότητα, μὲ τὴν ὁποία ἐπιδεικνυόταν ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου. Ὁ ἱερὸς Φώτιος ἀπέφυγε κάτι τέτοιο καὶ ὁ Μιχαὴλ στράφηκε πρὸς τῆς Ρώμη. Ὁ Πάπας Νικόλαος ἀπέφυγε καὶ αὐτὸς νὰ συντελέσει στὴν ἵδρυση αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας, διότι φοβόταν τὴν ἀφομοίωσή της μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ διότι ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν Αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν ἦταν ἀντίθετος πρὸς τὴν καισαρικὴ ἀντίληψη περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας τοῦ Βατικανοῦ. Ἔστειλε μόνο δύο Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο ντὲ Πόρτο καὶ τὸν Παῦλο τῆς Ποπουλανίας καὶ ἀπάντησε σὲ 106 δογματικὰ καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἐρωτήματά του, στὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἱερὸς Φώτιος, ἀφοῦ ἐρωτήθηκε, ἀπάντησε.

Κατὰ τὸ 888 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βόρις-Μιχαὴλ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι, ἀφήνοντας τὸ βασίλειό του στοὺς υἱούς του, Βλαδίμηρο καὶ Συμεών. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Βλαδίμηρος, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διαδεχθεῖ, εἶχε ἀποκηρύξει τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἐργαζόταν μαζὶ μὲ τοὺς βογιάρους γιὰ τὴν ἐκρίζωσή του, ὁ Ἅγιος Βόρις – Μιχαὴλ ἐπανῆλθε, συνέλαβε καὶ τιμώρησε τὸν υἱό του. Ἀφοῦ ἔδωσε τὸν θρόνο στὸ νεότερο υἱό του, τὸν Συμεών, ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι.
Ὁ Ἅγιος Βόρις – Μιχαὴλ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 907 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός


Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, κατὰ κόσμον Βασίλειος Πέτροβιτς Καντόμσκϊυ, γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1775 – 1780 στὴν περιοχὴ τοῦ Ριαζὰν τῆς Ρωσίας. Ἀκολούθησε τὴ σκληρὴ ἀσκητικὴ ὁδὸ τῆς σαλότητας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1848.

Ανακομιδή των ιερών λειψάνων των Αγίων Μπορίσου και Γλιέβου


Οι Άγιοι Μάρτυρες Μπορίσος και Γλιέβος ήταν γίοι του Άγιου Βλαδίμηρου (βλέπε 15 Ιουλίου) και δια του αγίου Βαπτίσματος μετονομάσθηκαν Ρωμανός και Δαβίδ. Δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τον βίο των Αγίων αυτών.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Πουτίβλ Ρωσίας

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Πούτιβλ ἐμφανίσθηκε στὶς 2 Μαΐου τοῦ 1635 στὴν πόλη τοῦ Πουτίβλ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κούρκ, στὶς εἰσόδους τοῦ Νικόλσκι. Σύμφωνα μὲ κάποιες ἄλλες πληροφορίες, ἡ εἰκόνα ἐμφανίσθηκε ἀρχικὰ τὸ 1238. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα ἦταν γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὶς εἰσόδους τῆς πόλεως καὶ ἦταν ξακουστὴ γιὰ τὰ πολυάριθμα θαύματα καὶ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε.

Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής


Oυ Mάρτυς απλούς, αλλά και θείων λόγων,
Pήτωρ εδείχθης ω Mιχαήλ παμμάκαρ.

O Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής, καταγόταν από το χωριό Γρανίτσα Αγράφων. Γονείς του ήταν ο ευσεβής Δημήτριος και η ενάρετη Στατήρα, οι οποίοι ανέθρεψαν τον Μιχαήλ «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μετά τον θάνατο του πατέρα του έφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου εξάσκησε το επάγγελμα του αρτοποιού, όλα δε τα χρήματα του τα μοίραζε στους πτωχούς και αδύνατους αδελφούς του.

Όταν προσπάθησε να κατηχήσει ένα τουρκόπουλο στη χριστιανική πίστη, εκείνο τον κατήγγειλε και ο Μιχαήλ οδηγήθηκε βίαια στο κριτήριο. Στην ανάκριση, όπου με παρρησία και βαθιά θεολογική γνώση απάντησε στις ερωτήσεις του κριτή, προσπάθησε να προσηλυτίσει και αυτούς τούς δικαστές του. Με συγκίνηση και θάρρος τόνισε στον δικαστή: «Μή χάνεις καιρόν ἀλλά παράδοσόν με εἰς τόν Θεόν μίαν ὥραν πρότερον ὅτι θέλω καί ἀγαπῶ νά γίνω θυσία τοῦ Κυρίου μου, νά ψηθῶ ὡς ἄρτος ἡδύς, νά βαλθῶ εἰς τήν Τράπεζαν τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί νά προσφερθῶ ὡς εὐῶδες θυμίαμα εἰς αὐτόν». Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο και τον έκαψαν ζωντανό στη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου 1547 μ.Χ., ημέρα Πέμπτη και ώρα ενάτη, στο προαύλιο του Ιερού Ναού της Υπαπαντής του Σωτήρος.

Το μαρτύριο του Αγίου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και στον υπ' άριθ' 727 Κώδικα του XVIII αιώνα στη Μονή Ξενοφώντος Άγιου Όρους, και στον υπ' αριθ. 2142(129) Κώδικα του XVIII αιώνα της Μονής Εσφιγμένου. Το Μ. Ευχολόγιο αναφέρει τη μνήμη του στις 10 Μαρτίου 1544 μ.Χ.

Ο Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής εορτάζει την Πέμπτη της Διακαινησίμου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν ἀγγελώνυμον Μιχαὴλ ἅπαντες καὶ Νεομάρτυρα ἀνευφημήσωμεν, Γρανίτσης γόνον ἐκλεκτόν, Θεσσαλονίκης τὸ σέβας τιμῶντες· ὃς ἐναθλησάμενος ὡς οἱ παῖδες εἰς κάμινον, ῥείθροις τῶν αἱμάτων του ἀσεβείας πῦρ ἔσβεσεν· Χριστὸν οὖν ἐν αὐτῷ ἱκετεύσωμεν, αὐτοῦ πρεσβείαις βοῶντες πυρῶσαι εὐλαβείας τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μιχαὴλ Νεομάρτυρα νῦν τιμήσωμεν, Ταξιάρχου συνώνυμον μακαρίσωμεν καὶ Χριστὸν τὸν Λυτρωτὴν ἡμῶν δοξάσωμεν· ὅτι ἀθλήσει καὶ πυρὶ οὗτος μετήλλαξε τὸ ζῆν τῇ πόλει τοῦ Δημητρίου, πορείαν Γένους φωτίζων, ὡς ἄστρον θεῖον ἀεὶ δεικνύμενος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητής θεόσοφος, καὶ στατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς· χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πρῶτον τῆς Δωδεκάδος τὸν ἀθλητὴν καὶ νεομαρτύρων Εὐρυτάνων τὴν ἀπαρχήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα, Μιχαὴλ τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Γρανίτσης τὸ γέρας τὸ θαυμαστὸν καὶ Θεσσαλονίκης θρέμμα ἅμα τε τὸ σεπτόν, Μιχαὴλ τὸν νέον, Χριστοῦ τὴν εὐωδίαν σὺν Δημητρίῳ πάντες νῦν εὐφημήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δωδεκάδος ἁγίων τὴν ἀπαρχὴν καί τοῦ Ταξιάρχου τὸν ὁμότροπον ἀθλητήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα ᾠδαῖς, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις νῦν εὐφημήσωμεν.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Καμαριώτισσας

 
Τὸν σὸν τόκον, Παρθένε, διασῴζεις,
ἐκ τῆς τοῦ Ἡρῴδου θηριωδίας,
εἰς Αἴγυπτον φυγαδεύουσα·
καὶ αὖθις, ἐκ τῆς τῶν εἰκονομάχων μανίας,
σὴν εἰκόνα, τῆς θλάσεως περισῴζεις,
εἰς Σαμοθράκην προπέμπουσα.

Στο χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος.

Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.

Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου μ.Χ. αιώνα.

Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.

Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.

Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.

Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ' όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.

Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.

Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.

Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.

Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως - όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.

Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».

Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.

Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. 

Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. 

Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.

Γι' αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».

Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.

Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι Σαμόθρακες να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγ­μές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε «πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν' ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα». 

Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.

«Τη αυτή ήμερα, τη Πέμπτη της Διακαινησίμου, έκκλησιαστικήν εορτήν και πανήγυριν τελούμεν εις τιμήν και μνήμην της Παναγίας Θεοτόκου εν τω φερωνύμω Ναώ και τη κώμη Καμαριωτίσση, εις ανάμνησιν της εκ των εικονομάχων διασώσεως, της ιεράς και σεβάσμιας εικόνος, της Παναγίας της Καμαριωτίσσης· ήτις δια θαυμάσιου και παραδόξου τρόπου, εν τη Σαμοθράκη αφίχθη, των θαλασσίων κυμάτων επιβαίνουσα. Κατέστη δε εν ημίν, Προστάτις υπέρμαχος, αγλάισμα και κλέος λαμπρότατον έτι δε και την προσωνυμίαν τω τόπω προσήνεγκε».

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, ἀξιωθῶμεν, καὶ ὑμνήσωμεν, τὴν Πολιοῦχον, Καμαριωτίσσης εἰκόνα τὴν πάνσεπτον. Τῶν θλιβομένων ἐστὶ παραμύθιον, καὶ ἰαμάτων πηγὴ ἀνεξάντλητος. Μῆτερ Πάναγνε, ἀεὶ τῷ Υἱῷ σου ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Σεβασμίαν εικόνα της Θεομήτορος, την εν θαλάσση οφθείσαν, την επισκέπτιν ημών, προσκυνούμεν ευλαβώς και ασπαζόμεθα˙ ότι ηυδόκησεν ελθείν, απαλλάξαι των δεινών και χάριτας δωρ.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ καὶ ἐν πόντῳ ἐτέθης Πανάχραντε, ἀλλὰ πελάγους διῆλθες τήν ἔκτασιν· καὶ κατέστης ναυτιλλομένων ἡ πλοηγός, τὸ σεπτὸν Σαμοθράκης καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα· καὶ τοὺς σοῦς δεομένους φυλάττεις Ἀπείρανδρε· ἡ τοῖς νοσοῦσι, παρέχουσα ἴασιν.

Μεγαλυνάριον
Ἃσπίλε ἀμόλυντε καὶ ἁγνή, θείαν σου εἰκόνα ἐπισκέπτιν τὴν προσφιλῆ· τὴν διασωθεῖσαν, ἐκ τῶν εἰκονομάχων, ἐν πίστει προσκυνοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.

Πηγές:http://www.saint.gr/05/02/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/2/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου