Μίσος και άκρατο εθνικισμό καλλιεργούν σκόπιμα οι Τούρκοι στα θρησκευτικά γυμνάσια της χώρας, μαθαίνοντας τους μαθητές περί εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα οποία πήραν με πόλεμο τα κράτη της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Ελλάδος, αναφέρει ο γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος Abdullah Bozkurt.
Οι περισσότερες από τις χώρες της Μεσογείου ιδρύθηκαν σε πρώην οθωμανικά εδάφη, όπως η Αίγυπτος, η Αλγερία και η Τυνησία, οι οποίες απέτυχαν να αποκτήσουν την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία τους, ενώ η Ιορδανία και οι χώρες του Κόλπου «ταλανίζονται» από εσωτερικές ανταγωνιστικές πολιτικές έριδες, αναφέρει σχολικό εγχειρίδιο τουρκικής δημόσιας σχολής που έχει εγκριθεί από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Σύμφωνα με το βιβλίο που διδάσκεται σε όλες τις τάξεις στα θρησκευτικά
γυμνάσια της Τουρκίας, γνωστά ως ιμάμ-χατίπ, περίπου 50 χώρες
εγκαταστάθηκαν στο απέραντο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και η
ελλάδα), με την συντριπτική πλειοψηφία τους να στιγματίζεται από έλλειψη
της πραγματικής ανεξαρτησίας τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά.
«Σχεδόν 50 χώρες εγκαταστάθηκαν στην επικράτεια όπου υπήρχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έλαβαν μια πλούσια κληρονομιά τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες δεν μπόρεσαν να επιτύχουν την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία τους», αναφέρει το βιβλίο.
«Πολλές χώρες έχουν πολιτική αστάθεια. Οι χώρες της Αφρικής, όπως η Σομαλία, η Αιθιοπία, το Τζιμπουτί, το Σουδάν, το Τσαντ, η Αίγυπτος, η Αλγερία, η Τυνησία και η Λιβύη, αποτελούν τρανό παράδειγμα», προσθέτει το βιβλίο που γαλουχεί εκατομμύρια Τούρκους μαθητές.
Το βιβλίο κατηγορεί επίσης τους Άραβες αλλά και τις δυτικές δυνάμεις, ενώ υποβαθμίζει τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις ΗΠΑ.
Επίσης επικρίνει τα εδραιωμένα καθεστώτα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής για την πρόληψη ανόδου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην εξουσία, με παραδείγματα την Αλγερία, την Τυνησία και την Αίγυπτο, στιγματίζοντας ταυτόχρονα τις ηγεσίες τους, αναφέροντας ότι αυτές δεν ανταποκρίθηκαν και δεν σεβάστηκαν την επιθυμία των πολιτών τους, κάνοντας ως τουρκικό βιβλίο, μια ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά τους.
Το βιβλίο αναφέρει ότι η διαδικασία αλλαγής δεν έχει τελειώσει ακόμα σε ορισμένες χώρες και επαίνεσε χιλιάδες πολίτες επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τα αιτήματά τους.
Οι περισσότερες χώρες που ήταν μέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, αναφέρει το βιβλίο.
Παρουσιάζεται για παράδειγμα η Αίγυπτο ως μια χώρα στην οποία η πολιτική ελίτ που κατέχει την πολιτική και οικονομική δύναμη στην χώρα, δεν επέτρεψε την επιβίωση ενός νέου καθεστώτος, με προφανή αναφορά στην εκδίωξη του πρόσφατα αποθανόντα προέδρου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Mohamed Morsi.
Το καθεστώς Morsi και η Αδελφότητα υποστηρίχθηκαν σφοδρά από το καθεστώς του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του οποίου το πολιτικό ισλαμιστικό κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) κατέχει πλέον όλους τους μοχλούς της εξουσίας στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής, νομοθετικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Η κυβέρνηση του Ερντογάν έχει στις φυλακές μισό εκατομμύριο ανθρώπους που ανήκουν υποτίθεται στο κίνημα Gülen, έκλεισε 180 κανάλια και εφημερίδες και συνέλαβε περίπου 200 δημοσιογράφους μόνο τα τρία τελευταία χρόνια.
Το εγχειρίδιο αναφέρει επίσης ότι η Αίγυπτος, η Αλγερία, η Τυνησία και άλλοι στην περιοχή MENA βιώνουν πολιτική αστάθεια.
«Σχεδόν 50 χώρες εγκαταστάθηκαν στην επικράτεια όπου υπήρχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έλαβαν μια πλούσια κληρονομιά τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές τις χώρες δεν μπόρεσαν να επιτύχουν την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία τους», αναφέρει το βιβλίο.
«Πολλές χώρες έχουν πολιτική αστάθεια. Οι χώρες της Αφρικής, όπως η Σομαλία, η Αιθιοπία, το Τζιμπουτί, το Σουδάν, το Τσαντ, η Αίγυπτος, η Αλγερία, η Τυνησία και η Λιβύη, αποτελούν τρανό παράδειγμα», προσθέτει το βιβλίο που γαλουχεί εκατομμύρια Τούρκους μαθητές.
Το βιβλίο κατηγορεί επίσης τους Άραβες αλλά και τις δυτικές δυνάμεις, ενώ υποβαθμίζει τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα στις ΗΠΑ.
Επίσης επικρίνει τα εδραιωμένα καθεστώτα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής για την πρόληψη ανόδου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην εξουσία, με παραδείγματα την Αλγερία, την Τυνησία και την Αίγυπτο, στιγματίζοντας ταυτόχρονα τις ηγεσίες τους, αναφέροντας ότι αυτές δεν ανταποκρίθηκαν και δεν σεβάστηκαν την επιθυμία των πολιτών τους, κάνοντας ως τουρκικό βιβλίο, μια ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά τους.
Το βιβλίο αναφέρει ότι η διαδικασία αλλαγής δεν έχει τελειώσει ακόμα σε ορισμένες χώρες και επαίνεσε χιλιάδες πολίτες επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τα αιτήματά τους.
Οι περισσότερες χώρες που ήταν μέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, αναφέρει το βιβλίο.
Παρουσιάζεται για παράδειγμα η Αίγυπτο ως μια χώρα στην οποία η πολιτική ελίτ που κατέχει την πολιτική και οικονομική δύναμη στην χώρα, δεν επέτρεψε την επιβίωση ενός νέου καθεστώτος, με προφανή αναφορά στην εκδίωξη του πρόσφατα αποθανόντα προέδρου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Mohamed Morsi.
Το καθεστώς Morsi και η Αδελφότητα υποστηρίχθηκαν σφοδρά από το καθεστώς του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του οποίου το πολιτικό ισλαμιστικό κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) κατέχει πλέον όλους τους μοχλούς της εξουσίας στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής, νομοθετικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Η κυβέρνηση του Ερντογάν έχει στις φυλακές μισό εκατομμύριο ανθρώπους που ανήκουν υποτίθεται στο κίνημα Gülen, έκλεισε 180 κανάλια και εφημερίδες και συνέλαβε περίπου 200 δημοσιογράφους μόνο τα τρία τελευταία χρόνια.
Το εγχειρίδιο αναφέρει επίσης ότι η Αίγυπτος, η Αλγερία, η Τυνησία και άλλοι στην περιοχή MENA βιώνουν πολιτική αστάθεια.
Τονίζε στην συνέχεια, ότι ο πραγματικός σκοπός των επιθέσεων της Αλ Κάιντα το Σεπτέμβριο του 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν για την διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης του ισλαμικού κόσμου, από τον έλεγχο των Δυτικών δυνάμεων μέσω του φόβου της τρομοκρατίας.
Σχολιάζοντας την εισβολή στο Αφγανιστάν, το βιβλίο επισημαίνει ότι με την πρόφαση της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της ασφάλειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι σύμμαχοί τους προσπάθησαν στην πραγματικότητα να διατηρήσουν την παγκόσμια κυριαρχία τους και να αξιοποιήσουν πολύτιμα ορυχεία στο Αφγανιστάν και τις γειτονικές χώρες.
Το βιβλίο με τίτλο «Ιστορία του Ισλάμ» αντικατοπτρίζει αυτό που ο Πρόεδρος Erdoğan κηρύττει σε δημόσιες συσκέψεις και συναντήσεις και προφανώς γοητεύει τη νέα γενιά, μιλώντας για μια κυρίαρχη ιπολιτική ισλαμική ιδεολογία γεμάτη μίσος προς τα αραβικά κράτη και τις Δυτικές δυνάμεις. Ο Ερντογάν συχνά επικαλείται την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ηγέτη όλων των μουσουλμάνων, αμφισβητώντας την απώλεια της τεράστιας οθωμανικής επικράτειας από τις σημερινές χώρες της Μεσογείου.
Το βιβλίο είναι ένα άλλο ανησυχητικό παράδειγμα της ρητορικής μίσους που διασπείρει ο Τούρκος πρόεδρος Erdoğan και οι συνεργάτες του, ελέγχοντας πλήρως την εκπαίδευση στην χώρα, με μαθητές γυμνασίου να διδάσκονται στο σχολείο και να παπαγαλίζουν την ιδέα κατοχής οθωμανικών εδαφών από χώρες όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος κά, δημιουργώντας μια γενιά που θα ζητήσει τα «ρέστα» σε λίγα χρόνια στην περιοχή μας, σε συνδυασμό με τα μεγαλεπήβολα αμυντικά προγράμματα που τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Την ίδια αμερικανικό ινστιτούτο αναφέρει ότι, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στους δύο ηγέτες της περιοχής της Μέσης Ανατολής (Ερντογάν-Χαμενεί) που προσκρούουν όλο και περισσότερο στα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Τα δύο έθνη είναι το Ιράν και η Τουρκία, τα οποία είναι δύο κράτη μουσουλμανικά και φονταμενταλιστικά.
Το Ιράν είναι κράτος ηγέτης σιιτικού Ισλάμ, ενώ η Τουρκία αναζητά την ηγεσία του Σουνιτικού Ισλάμ, που είναι ο κυρίαρχος κλάδος του Ισλάμ (περίπου το 87-90% των παγκόσμιων Μουσουλμάνων είναι Σουνίτες). Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν έχει δείξει τη θανατηφόρα εχθρότητά της προς τις Η.Π.Α από τις αρχές του 1979, όταν εκδιώχθηκε ο Σάχης.
Η Τουρκία, που ήταν ένα κράτος προπύργιο του ΝΑΤΟ εναντίον του σοβιετικού εκβιασμού, αποτελεί πλέον σοβαρή ανησυχία για τη Δύση. Το μεγαλύτερο μέρος των ανησυχιών έχει να κάνει με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος διαθέτει έναν αλαζονικό και δικτατορικό τρόπο διακυβέρνησης, και ο οποίος εδραίωσε τη δύναμή του απευθυνόμενος στον ισλαμισμό, με όνειρα να ηγηθεί του σουνιτικού μουσουλμανικού κόσμου. Έχει αποστασιοποιηθεί πλήρως από την κοσμική δημοκρατία που οικοδομήθηκε από τον Ατατούρκ (ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας), ενώ τα τελευταία χρόνια έχει απομακρυνθεί από τη Δύση, αγκαλιάζοντας τον μουσουλμανικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν. Συνεργάζεται με το Ιράν και τη Ρωσία στη Συρία, ενώ αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ με απειλές λόγω των κούρδων.
Επίσης φαίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι, αν οι εχθροπραξίες μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν μετατραπούν σε πόλεμο, η Τουρκία του Ερντογάν ενδέχεται να μην τιμήσει τη δέσμευση αμοιβαίας άμυνας σύμφωνα με το άρθρο 5 του Χάρτη του ΝΑΤΟ.
Ο Ερντογάν έχει γίνει ένας από τους πιο δυνατούς αντιπάλους των αμερικανικών κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Η απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει το ρωσικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 τον απομάκρυνε από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ενώ εξελίξεις θα έχουμε και στην Α.Μεσόγειο, καταλήγει το ινστιτούτο που μας προειδοποιεί για γεγονότα πολύ σύντομα.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου