Ὁ Προφήτης Ναούμ
Ναούμ, τὸν Ἑλκεσαῖον ἐκπεπνευκότα,
Ἕλκει πόθος με σμυρνίσαι σμύρνῃ λόγου.
Πρώτη ἐκ βιότοιο Δεκεμβρίου ᾤχετο Ναούμ.
Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγομένους προφῆτες.
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεών. Πατρίδα εἶχε τὴν Ἐλκεσέμ, γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.
Τὸ βιβλίο τῆς προφητείας του ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μικρὰ κεφάλαια καὶ ἀφορὰ τὴν τύχη τῆς πόλης Νινευῆ.
Στὸ Α’ κεφάλαιο, ὑμνεῖ τὸν Θεό.
Στὸ Β’ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τὸν ὄλεθρο τῆς Νινευῆ μὲ τὰ ἅρματά της, τοὺς Ἱππεῖς καὶ τοὺς θησαυρούς της.
Στὸ Γ’ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τὴ Νινευὴ σὰν πόλη τῶν αἱμάτων, τοῦ ψεύδους, τῆς μεγάλης ἀδικίας καὶ πορνείας.
Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί λέει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ τί γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο:
«Χριστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοὶ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος». Ναούμ, Α’ 7 – 8.
Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους.
Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται.
Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ὁ Προφήτης Ναοὺμ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τὰς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφῆτα, ὁμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι· δι’ ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις κατηύφρανεν· ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεών. Πατρίδα εἶχε τὴν Ἐλκεσέμ, γι’ αὐτὸ ὀνομάστηκε καὶ Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.
Τὸ βιβλίο τῆς προφητείας του ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία μικρὰ κεφάλαια καὶ ἀφορὰ τὴν τύχη τῆς πόλης Νινευῆ.
Στὸ Α’ κεφάλαιο, ὑμνεῖ τὸν Θεό.
Στὸ Β’ κεφάλαιο, προαναγγέλλει τὸν ὄλεθρο τῆς Νινευῆ μὲ τὰ ἅρματά της, τοὺς Ἱππεῖς καὶ τοὺς θησαυρούς της.
Στὸ Γ’ κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τὴ Νινευὴ σὰν πόλη τῶν αἱμάτων, τοῦ ψεύδους, τῆς μεγάλης ἀδικίας καὶ πορνείας.
Ἂς δοῦμε, ὅμως, τί λέει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τέτοιας πόλης, καὶ τί γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο:
«Χριστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοὶ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος». Ναούμ, Α’ 7 – 8.
Δηλαδὴ ὁ Κύριος εἶναι εὐεργετικὸς γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν κοντά Του στὶς ἡμέρες τῶν θλίψεών τους.
Γνωρίζει ὁ Κύριος καὶ περιβάλλει μὲ συμπάθεια ἐκείνους ποὺ Τὸν σέβονται.
Ἐναντίον ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ ἀλαζονικὰ μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία ἐγείρονται ἐναντίον Του, θὰ ὁρμήσει σὰν κατακλυσμὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει τελείως. Θὰ καταδιώξει τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θὰ τοὺς κυριεύσει τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου.
Ὁ Προφήτης Ναοὺμ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νόμῳ ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τὰς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφῆτα, ὁμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι· δι’ ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεὶς τοῖς ἀνθρώποις κατηύφρανεν· ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.
Μεγαλυνάριον.
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων
Θνῄσκει ὁ πᾶσαν ἀρετὴν φερωνύμως,
Πάτερ φιλήσας, τόν γε μὴν οἶκτον πλέον.
Ἦταν ὑπόδειγμα κάθε ἀρετῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἀγαθοεργίας. Ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Ἀμνεία τῆς Παφλαγονίας, καὶ τοὺς γονεῖς του ἔλεγαν Γεώργιο καὶ Ἄννα.
Παντρεύτηκε τὴν Θεοσεβῶ καὶ ἀπόκτησε τρία παιδιά. Ἕνα γιό, τὸν Ἰωάννη, καὶ δυὸ κόρες, ποὺ τὴν πρώτη ἔλεγαν Ὑπατία καὶ τὴν δεύτερη Εὐανθία.
Ὁ Φιλάρετος ἦταν γεωργὸς καὶ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά του, πλουσιοπάροχα μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Πεινασμένο ἔβρισκε; τὸν χόρταινε. Γυμνό; τὸν ἕντυνε. Χήρα καὶ ὀρφανό; βοηθοῦσε καὶ παρηγοροῦσε.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε καὶ ὁ Φιλάρετος κάποτε κατάντησε πολὺ φτωχός. Ὅμως καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Ἅγιος του Θεοῦ, ἔδειξε θαυμαστὴ καρτερία ὅπως ὁ Ἰώβ, καὶ συνέχισε νὰ ἀγαθοεργεῖ μέχρι ὑπερβολῆς.
Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν ἀσυναγώνιστη πίστη του οἰκονόμησε μὲ τὴν πρόνοιά Του, ὥστε ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ γιὸς τῆς βασίλισσας Εἰρήνης, νὰ πάρει γιὰ γυναίκα του τὴν ἐγγονὴ τοῦ Ἁγίου, Μαρία, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ὡραία στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Τὸν δὲ Φιλάρετο, τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου. Ἔτσι ἔγινε κάτοχος πολλοῦ πλούτου, ποὺ τὸν διαμοίραζε ἀκόμα πιὸ ἄφθονα στοὺς φτωχούς.
Ὅταν θὰ πέθαινε, κάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Παιδιά μου, μὴ ξεχνᾶτε ποτὲ τὴν φιλοξενία, μὴν ἐπιθυμεῖτε τὰ ξένα πράγματα, μὴν λείπετε ποτὲ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γενικὰ ὅπως ἔζησα ἐγὼ ἔτσι νὰ ζεῖτε καὶ ἐσεῖς».
Καὶ αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, ξεψύχησε μὲ τὴν φράση: «γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, περιουσίᾳ, διεσκόρπισας, τοῖς δεομένοις, τὸν προσόντα σοι πλοῦτον Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαγχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγόν του ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε, δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσί σε, ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
Παντρεύτηκε τὴν Θεοσεβῶ καὶ ἀπόκτησε τρία παιδιά. Ἕνα γιό, τὸν Ἰωάννη, καὶ δυὸ κόρες, ποὺ τὴν πρώτη ἔλεγαν Ὑπατία καὶ τὴν δεύτερη Εὐανθία.
Ὁ Φιλάρετος ἦταν γεωργὸς καὶ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά του, πλουσιοπάροχα μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Πεινασμένο ἔβρισκε; τὸν χόρταινε. Γυμνό; τὸν ἕντυνε. Χήρα καὶ ὀρφανό; βοηθοῦσε καὶ παρηγοροῦσε.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε καὶ ὁ Φιλάρετος κάποτε κατάντησε πολὺ φτωχός. Ὅμως καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Ἅγιος του Θεοῦ, ἔδειξε θαυμαστὴ καρτερία ὅπως ὁ Ἰώβ, καὶ συνέχισε νὰ ἀγαθοεργεῖ μέχρι ὑπερβολῆς.
Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν ἀσυναγώνιστη πίστη του οἰκονόμησε μὲ τὴν πρόνοιά Του, ὥστε ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ γιὸς τῆς βασίλισσας Εἰρήνης, νὰ πάρει γιὰ γυναίκα του τὴν ἐγγονὴ τοῦ Ἁγίου, Μαρία, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ὡραία στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Τὸν δὲ Φιλάρετο, τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου. Ἔτσι ἔγινε κάτοχος πολλοῦ πλούτου, ποὺ τὸν διαμοίραζε ἀκόμα πιὸ ἄφθονα στοὺς φτωχούς.
Ὅταν θὰ πέθαινε, κάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Παιδιά μου, μὴ ξεχνᾶτε ποτὲ τὴν φιλοξενία, μὴν ἐπιθυμεῖτε τὰ ξένα πράγματα, μὴν λείπετε ποτὲ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γενικὰ ὅπως ἔζησα ἐγὼ ἔτσι νὰ ζεῖτε καὶ ἐσεῖς».
Καὶ αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, ξεψύχησε μὲ τὴν φράση: «γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, περιουσίᾳ, διεσκόρπισας, τοῖς δεομένοις, τὸν προσόντα σοι πλοῦτον Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαγχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγόν του ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε, δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσί σε, ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Νέος
Oρών προς Aντώνιον ούτος τον Mέγαν,
Kαι τοις τρόποις όμοιος ασκών ωράθη.
Oρών προς Aντώνιον ούτος τον Mέγαν,
Kαι τοις τρόποις όμοιος ασκών ωράθη.
Για τον Όσιο Αντώνιο αναφέρει ο Ευεργετινός, ότι έγινε μοναχός και ζούσε ζωή ασκητική. Για να ασκηθεί όμως περισσότερο, άφησε τον ησυχαστικό βίο και πήγε σε μια κοινοβιακή Μονή στην Κίο της Βιθυνίας και υποτάχθηκε στον ηγούμενο, δουλεύοντας τις πιο σκληρές δουλειές της Μονής.
Αφού έδειξε πολλή υπακοή και υπομονή και έγινε υπόδειγμα ασκητικής ταπεινοφροσύνης, απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει χαρακτηριστικά στον Συναξαριστή του:
«Περί του Oσίου τούτου Aντωνίου του Nέου ταύτα γράφεται παρά τω Eυεργετινώ, σελ. 199. Δηλαδή ότι αυτός έχων πρότερον εξουσίαν αρχοντικήν, ύστερον έγινε Mοναχός. Kαι ζήσας εν ησυχία χρόνους πολλούς, εποίησεν αγώνας υπερφυσικούς. Aναγινώσκωντας δε μίαν φοράν τον περί υπακοής λόγον Iωάννου του Kλίμακος, ευρήκεν εις το τέλος τα λόγια ταύτα. «Όστις καθ’ ησυχίαν καθήμενος, επέγνω την εαυτού ασθένειαν, και απελθών πέπρακεν εαυτόν υπακοή, ούτος τυφλός ων, ακόπως προς Xριστόν ανέβλεψεν». Όθεν αφήσας την ησυχίαν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Kοινόβιον, το οποίον ευρίσκετο εις την Kίον, την εν τη επαρχία των Bιθυνών ευρισκομένην.
Δεχθείς δε από τον Hγούμενον του Kοινοβίου, πρώτον μεν εδιωρίσθη να υπηρετή εις την Eκκλησίαν. Bαρυτάτη γαρ αύτη η υπηρεσία εστί. Kαι επιμείνας εις αυτήν καιρόν τινα, εζήτησε βαρυτέραν διακονίαν. O δε Hγούμενος παρέδωκεν αυτόν εις τον πρωτοεργάτην των αμπελώνων, διά να κλαδεύη αυτάς. Eπειδή όμως ήτον άπειρος από την τοιαύτην υπηρεσίαν, διά τούτο πολλαίς φοραίς έκοπτε τους δακτύλους των χειρών του. Προσμείνας δε εις το διακόνημα αυτό έως εις τον καιρόν της σκαφής, και του τρυγητού των αμπελώνων, ύστερον εδόθη εις το να δουλεύη εν τω τραπεζαρείω. Kατεξεσχίσθησαν δε τα φορέματά του, και κατετρίβησαν τα υποδήματά του. Όθεν υπό του κρύου επήγνυτο ο αοίδιμος, και τα ποδάριά του εσχίζοντο από την ψυχρότητα των μαρμάρων. O γαρ Hγούμενος δεν έδιδεν αυτώ, ούτε ιμάτια, ούτε υποδήματα, δοκιμάζωντας την υπομονήν του.
Δόκιμος λοιπόν γενόμενος ο Όσιος διά την μεγάλην αυτού εν τω Kοινοβίω υπομονήν, και αποκαμών από τους κόπους, έλεγε προς τον Θεόν με τα κρύφια χείλη της καρδίας του. «Ίδε Kύριε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου». Όθεν εν μιά νυκτί, βλέπει εις τον ύπνον του ένα άνδρα ένδοξον, βαστάζοντα ζυγαρίαν. Kαι εις μεν το αριστερόν μέρος αυτής, ήτον όλα τα από νεότητος αμαρτήματά του. Eις δε το δεξιόν, ήτον η αξίνη με την οποίαν εξερρίζονε τα άγρια χορτάρια των χωραφίων του Kοινοβίου. Όθεν βαρύνασα η αξίνη το μέρος εκείνο της ζυγαρίας, διεσκόρπισε τα είδη των αμαρτιών του. Tότε ο θαυμαστός εκείνος ανήρ είπεν εις τον Aντώνιον. Iδού εδέχθη ο Kύριος τους κόπους σου, και συνεχώρησε τας αμαρτίας σου.
Bλέπων δε και ο Hγούμενος την εις τόσους χρόνους υπομονήν του, και ότι απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να υπομείνη μεγαλοψύχως κάθε κοπιαστικόν και θλιβερόν έργον του Kοινοβίου, επροσκάλεσεν αυτόν κατ’ ιδίαν και λέγει του. O Θεός, Πάτερ, να πληρώση τον μισθόν σου, διά τας ψυχάς οπού ωφέλησας με τον εις ημάς ερχομόν σου και κατά Θεόν πολιτείαν σου. Eπειδή οι υποκείμενοι εις εμέ αδελφοί, δεν ωφελήθησαν απ’ άλλο τι τόσον πολλά, όσον από την εδικήν σου θεόπεμπτον παρουσίαν και τελείαν υπακοήν. Όθεν έδωκεν αυτώ φορέματα και υποδήματα, και ό,τι άλλο ήτον χρειαζόμενον. Kαι εις το εξής ό,τι πράγμα έβλεπεν ο Hγούμενος ότι χρειάζεται, επήγαινε κρυφίως και το απόθετεν εις τον τόπον της κλίνης του. O δε Aντώνιος γυρίζωντας εις την κλίνην του το εύρισκε και το εμεταχειρίζετο εις την χρείαν του σώματος».
Αφού έδειξε πολλή υπακοή και υπομονή και έγινε υπόδειγμα ασκητικής ταπεινοφροσύνης, απεβίωσε ειρηνικά.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει χαρακτηριστικά στον Συναξαριστή του:
«Περί του Oσίου τούτου Aντωνίου του Nέου ταύτα γράφεται παρά τω Eυεργετινώ, σελ. 199. Δηλαδή ότι αυτός έχων πρότερον εξουσίαν αρχοντικήν, ύστερον έγινε Mοναχός. Kαι ζήσας εν ησυχία χρόνους πολλούς, εποίησεν αγώνας υπερφυσικούς. Aναγινώσκωντας δε μίαν φοράν τον περί υπακοής λόγον Iωάννου του Kλίμακος, ευρήκεν εις το τέλος τα λόγια ταύτα. «Όστις καθ’ ησυχίαν καθήμενος, επέγνω την εαυτού ασθένειαν, και απελθών πέπρακεν εαυτόν υπακοή, ούτος τυφλός ων, ακόπως προς Xριστόν ανέβλεψεν». Όθεν αφήσας την ησυχίαν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Kοινόβιον, το οποίον ευρίσκετο εις την Kίον, την εν τη επαρχία των Bιθυνών ευρισκομένην.
Δεχθείς δε από τον Hγούμενον του Kοινοβίου, πρώτον μεν εδιωρίσθη να υπηρετή εις την Eκκλησίαν. Bαρυτάτη γαρ αύτη η υπηρεσία εστί. Kαι επιμείνας εις αυτήν καιρόν τινα, εζήτησε βαρυτέραν διακονίαν. O δε Hγούμενος παρέδωκεν αυτόν εις τον πρωτοεργάτην των αμπελώνων, διά να κλαδεύη αυτάς. Eπειδή όμως ήτον άπειρος από την τοιαύτην υπηρεσίαν, διά τούτο πολλαίς φοραίς έκοπτε τους δακτύλους των χειρών του. Προσμείνας δε εις το διακόνημα αυτό έως εις τον καιρόν της σκαφής, και του τρυγητού των αμπελώνων, ύστερον εδόθη εις το να δουλεύη εν τω τραπεζαρείω. Kατεξεσχίσθησαν δε τα φορέματά του, και κατετρίβησαν τα υποδήματά του. Όθεν υπό του κρύου επήγνυτο ο αοίδιμος, και τα ποδάριά του εσχίζοντο από την ψυχρότητα των μαρμάρων. O γαρ Hγούμενος δεν έδιδεν αυτώ, ούτε ιμάτια, ούτε υποδήματα, δοκιμάζωντας την υπομονήν του.
Δόκιμος λοιπόν γενόμενος ο Όσιος διά την μεγάλην αυτού εν τω Kοινοβίω υπομονήν, και αποκαμών από τους κόπους, έλεγε προς τον Θεόν με τα κρύφια χείλη της καρδίας του. «Ίδε Kύριε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου». Όθεν εν μιά νυκτί, βλέπει εις τον ύπνον του ένα άνδρα ένδοξον, βαστάζοντα ζυγαρίαν. Kαι εις μεν το αριστερόν μέρος αυτής, ήτον όλα τα από νεότητος αμαρτήματά του. Eις δε το δεξιόν, ήτον η αξίνη με την οποίαν εξερρίζονε τα άγρια χορτάρια των χωραφίων του Kοινοβίου. Όθεν βαρύνασα η αξίνη το μέρος εκείνο της ζυγαρίας, διεσκόρπισε τα είδη των αμαρτιών του. Tότε ο θαυμαστός εκείνος ανήρ είπεν εις τον Aντώνιον. Iδού εδέχθη ο Kύριος τους κόπους σου, και συνεχώρησε τας αμαρτίας σου.
Bλέπων δε και ο Hγούμενος την εις τόσους χρόνους υπομονήν του, και ότι απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να υπομείνη μεγαλοψύχως κάθε κοπιαστικόν και θλιβερόν έργον του Kοινοβίου, επροσκάλεσεν αυτόν κατ’ ιδίαν και λέγει του. O Θεός, Πάτερ, να πληρώση τον μισθόν σου, διά τας ψυχάς οπού ωφέλησας με τον εις ημάς ερχομόν σου και κατά Θεόν πολιτείαν σου. Eπειδή οι υποκείμενοι εις εμέ αδελφοί, δεν ωφελήθησαν απ’ άλλο τι τόσον πολλά, όσον από την εδικήν σου θεόπεμπτον παρουσίαν και τελείαν υπακοήν. Όθεν έδωκεν αυτώ φορέματα και υποδήματα, και ό,τι άλλο ήτον χρειαζόμενον. Kαι εις το εξής ό,τι πράγμα έβλεπεν ο Hγούμενος ότι χρειάζεται, επήγαινε κρυφίως και το απόθετεν εις τον τόπον της κλίνης του. O δε Aντώνιος γυρίζωντας εις την κλίνην του το εύρισκε και το εμεταχειρίζετο εις την χρείαν του σώματος».
Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου
Oνησίμου το σώμα καν γην εισέδυ,
Xρήζουσι βλύζει την ονήσιμον χάριν.
Oνησίμου το σώμα καν γην εισέδυ,
Xρήζουσι βλύζει την ονήσιμον χάριν.
Ο Άγιος Ονήσιμος ήταν Αρχιεπίσκοπος Εφέσου και απεβίωσε ειρηνικά.
Σε ορισμένες πηγές ο Άγιος Ονήσιμος αναφέρεται σαν Ονησίφορος, μαζί με τον Σολομώντα, που ήταν και αυτός επίσκοπος Εφέσου.
Σε ορισμένες πηγές ο Άγιος Ονήσιμος αναφέρεται σαν Ονησίφορος, μαζί με τον Σολομώντα, που ήταν και αυτός επίσκοπος Εφέσου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Μάρτυρας
Ἀνανίας σάρξ, πρὸς δὲ σαρκὸς αἰκίας,
Αἴσθησιν ὡς σάρξ οὐδὲ μικρὰν λαμβάνει.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβὴλ τῆς Περσίας καὶ ἦταν ἕνας μεταξὺ τῶν Ἁγίων ποὺ δόξασαν τὸ ἔδαφος τῆς Περσίας μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν ἡρωισμό τους γιὰ τὴν πίστη.
Συνελήφθη διότι προσπαθοῦσε νὰ διαφωτίσει τοὺς πατριῶτες του στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Βασανίστηκε σκληρά, ἀλλὰ δὲν κάμφθηκε. Ἀντίθετα, παρέδωσε τὴν τελευταία του πνοή, βλέποντας ὁράσεις ἀνδρῶν, περιβεβλημένων φωτεινοὺς στεφάνους, ποὺ τὸν καλοῦσαν στοὺς τόπους τῆς ἀνέκφραστης ἀγαλλίασης.
Συνελήφθη διότι προσπαθοῦσε νὰ διαφωτίσει τοὺς πατριῶτες του στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Βασανίστηκε σκληρά, ἀλλὰ δὲν κάμφθηκε. Ἀντίθετα, παρέδωσε τὴν τελευταία του πνοή, βλέποντας ὁράσεις ἀνδρῶν, περιβεβλημένων φωτεινοὺς στεφάνους, ποὺ τὸν καλοῦσαν στοὺς τόπους τῆς ἀνέκφραστης ἀγαλλίασης.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας καὶ Σολόχων Ἀρχιεπίσκοποι Ἐφέσου
Ποίμνης μιάς θνήσκουσι ποιμένες δύω,
Kαι προς μίαν χωρούσι χώραν οι δύω
Ποίμνης μιάς θνήσκουσι ποιμένες δύω,
Kαι προς μίαν χωρούσι χώραν οι δύω
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἀλλὰ μᾶλλον πρόκειται περὶ παρεξηγήσεως. Διότι Ἀρχιεπίσκοποι Ἐφέσου ὑπῆρξαν μόνο δύο, ὁ Ὀνήσιμος καὶ ὁ Σολόχων ἢ Σολομῶν.
Ἀλλὰ μᾶλλον πρόκειται περὶ παρεξηγήσεως. Διότι Ἀρχιεπίσκοποι Ἐφέσου ὑπῆρξαν μόνο δύο, ὁ Ὀνήσιμος καὶ ὁ Σολόχων ἢ Σολομῶν.
Ἐγκαίνια Ναοῦ Ἁγίου Τρύφωνα πλησίον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀρχαίας καὶ νέας
Δεν έχουμε λεπτομέριες για το γεγονός.
Ορισμένοι συναξαριστές ορίζουν τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Τρύφωνα στις 19 Οκτωβρίου.
Ορισμένοι συναξαριστές ορίζουν τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Τρύφωνα στις 19 Οκτωβρίου.
Ὁ Ἅγιος Θεόκλητος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Λακεδαιμόνιας
Ἐπονομάζεται καὶ Θαυματουργός.
Σώζεται εἰκόνα του σὲ ἐκκλησία τῆς Μονεμβασίας, ὅπου ἀπὸ τὰ φθαρμένα στοιχεῖα δὲν γίνεται γνωστὴ ἡ ἐποχή του. Ἄλλες πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἔζησε ἀσκητικότατο βίο, τὸν 9ο αἰώνα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ ἐξυψώσει τὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο τοῦ ποιμνίου του.
Ἦταν ὀπαδὸς τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου καὶ πῆρε μέρος στὴν κατὰ τοῦ Φωτίου συγκληθεῖσα Σύνοδο (869 – 870).
Θεωρεῖται τοπικὸς Ἅγιος τῆς Λακεδαιμόνιας, ἡ δὲ βιογραφία του συντάχθηκε ἀπὸ κάποιον ἀνώνυμο.
«Πᾶνος»
ΠΑΝΟ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΑΝΔΡΕΑ. ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΧΘΕΣ, ΠΡΟΧΘΕΣ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΙΣ.
Καλημέρα Ζήνα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔὲν πρέπει νὰ ἔγινε τίποτα, ἀλλιῶς θὰ τὸ εἶχα μάθει.
Προσπάθησα νὰ ἐπικοινωνήσω μέ κάποια ἄτομα ποὺ γνωρίζω ἀπὸ ἐκεῖ, ποὺ εἶναι μέσα στὰ πράγματα, ἀλλὰ δὲν τοὺς βρήκα.
Ἐὰν μάθω κάτι θὰ τὸ ἀνεβάσω.
Πάντως πρέπει νὰ μαζεύτηκαν λίγο, ὕστερα καὶ ἀπὸ τὴν παραίτηση τοῦ ὑπεύθυνου τῆς ἀντιαιρετικῆς ἐπιτροπὴς ὁ ὁποῖος ἐξ ὅσων γνωρίζω, εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος.
ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΑΝΟ.
ΔιαγραφήΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΦΩΤΙΖΟΝΤΑΝ ΟΛΟΙ ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗΝ.
Μονο εσυ εισαι στη κορυφη εμεις ολοι ειμαστε στα θεμελια ακομα...!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή