Γεννήθηκε
φτωχός, ο κατά κόσμον Ιωάννης Μαντούφ, σ’ ένα χωριό της Ρουμανίας, που λέγεται
Ορντασέστ, το 1904. Από μικρός αγάπησε υπέρμετρα τον Χριστό. Νέος ήλθε στο
αγιασμένο Περιβόλι της Παναγίας, για ν’ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Υιό της.
Πρόκειται για ευώδες άνθος του θεοφύτευτου κήπου του ιερού Άθωνος και για
γλυκόφθογγο στρουθίο τ’ ουρανού.
Ρασοφόρεσε
μάλλον στο Διονυσιάτικο Κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα και το μέγα
σχήμα των μοναχών έλαβε στην Καλύβη των Αρχαγγέλων στην Αγιοπαυλίτικη Λακκοσκήτη.
Από το τέλος του 1964 ασκήτευε στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου στην Καψάλα.
Διήλθε και από άλλα μέρη της αγιοτρόφου αθωνικής χερσονήσου: την Προβάτα, τις
Καρυές, Κελλιά της Καρακάλλου, Φιλοθέου και Βατοπεδίου. Σαν μέλισσα κυνηγώντας
γύρη και σαν στρουθίο ελεύθερο περιδιάβαινε τα καλντερίμια και τα δάση, να βρει
λίγη τροφή, γιατί ήταν πάμφτωχος.
Επέλεξε τον
πιο δύσκολο δρόμο οσιότητος, τη διά Χριστόν μωρία. Πολλοί όμως τον είχαν για
πραγματικό τρελό. Αυτός χαιρόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Την τιμή προσδοκούσε μόνο
από τον Θεό, στην πανευφρόσυνη και ατέρμονη αιωνιότητα. Με τη διά Χριστόν
σαλότητά του ξεγελούσε τους ανθρώπους και τους δαίμονες. Είχε από νέος
πλουσιότατη τη χάρη του Θεού.
Ζούσε με
συνεχή κι επιλεγμένη πενία, άσκηση, κακουχία, ταλαιπωρία, κακοπάθεια για την
αγάπη του Χριστού. Το ακατάστατο, βρόμικο και απεριποίητο κελλί του έκρυβε την
καθαρότητα της ωραίας καρδιάς του. Ήταν ένας αληθινός ασκητής, ένας μυστικός
ησυχαστής, ένας γνήσιος άνθρωπος του Θεού.
Μέσα από τα φαινομενικά σαλεμένα
λόγια του κατέθετε αλήθειες, προοράσεις και νουθεσίες. Έπιανε τους λογισμούς
των επισκεπτών του, μοναχών ή λαϊκών, πριν τους του πουν, και τους έλεγε τα
δέοντα.
Τον γνώρισα
ένα δειλινό μέσα στο δάσος κρυμμένο. Στην αρχή τον πέρασα για θηρίο. Του χάλασα
προφανώς την ησυχία. Δεν παραπονέθηκε. Δεν ταράχθηκε. Είχε μία κρυφή
μακαριότητα. Δεν νομίζω ότι τον φόβιζε τίποτε, γιατί ήταν ταπεινός. Αντί για
σκουφί είχε μια ξεθωριασμένη κάλτσα.
Ήταν σκεπασμένος με μια σταχτιά κουβέρτα,
που της είχε κάνει μία τρύπα και είχε περάσει το κεφάλι του. Δεν κατάλαβα
σχεδόν τίποτε απ’ ό,τι έλεγε. Ο συνοδός μου φεύγοντας μου είπε πως του απάντησε
σε κάτι που από καιρό τον απασχολούσε, δίχως να τον ρωτήσει. Σ’ ένα μοναχό, που
τον έβλεπε συχνά, προτού του πει τα ερωτήματα, του απαντούσε και τον ανέπαυε
και παραμυθούσε.
Σ’ έναν άλλον
μοναχό, που τον ρώτησε που κοινωνά, του είπε πως μπορεί να κοινωνά όχι μόνο
στην εκκλησία … Τον κοινωνούσε άγγελος; Άλλος μοναχός τον είδε να λάμπει
καταπληκτικά το πρόσωπό του, παρότι τις περισσότερες φορές ήταν μαύρο και
λερωμένο. Είχε μεταλάβει εκείνη την ημέρα.
Ο παπα-Αρτέμιος έλεγε: «Η
φυσιογνωμία του σε ενέπνεε. Ήτο λιπόσαρκος, ξερακιανός, απεριποίητος, αλλ’ όταν
βρισκόσουνα κοντά του, γέμιζες από τη χάρη που εξέπεμπε!
Καλλιεργούσε σκοπίμως
μία σαλότητα -ήτο διά Χριστόν σαλός- για ν’ αποφεύγει τις επισκέψεις και τον
έπαινο των ανθρώπων, φοβούμενος μη χάσει τον μισθό του στους Ουρανούς. Κύριο
γνώρισμά του ήταν το προορατικό χάρισμα. Πολλές φορές έλεγε πράγματα που σε
λίγο διάστημα συνέβαιναν!». Σε πολλούς έλεγε: «Όσο μπορείς να λες την ευχή του
Ιησού». Την έλεγε πολύ ο ίδιος.
Εκοιμήθη
γυμνός όπως γεννήθηκε στις 12.12.1990 σ’ ένα γειτονικό του Κελλί που τον φιλοξενούσαν.
Μετά τριετία τα οστά του βρέθηκαν κιτρινωπά και ευωδιάζοντα. Πώς να μην
ευωδιάζει αυτός που έζησε στην τέλεια φτώχεια, τον πολύχρονο εγκλεισμό και τη
μεγάλη εκούσια εξωτερική δυσωδία;
Η σαλότητά του περιέπαιζε την εξυπνάδα των
μορφωμένων, όσων ειρωνεύονται και ασεβούν. Ο Γέροντας Ηρωδίων κατά τον Γέροντα
Παΐσιο δεν ήταν χαζός ούτε πλανεμένος. Ήξερε να τους εξαπατά όλους με την κατά
Θεόν σαλότητά του.
Ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος λέει γι’ αυτόν πως πέρασε
από τη γη δίχως να πατήσει σε αυτή και δίχως να τον ακουμπήσει … Ο Γέροντας
Ιωαννίκιος αναφέρει.: «Επί τεσσαράκοντα έτη ήτο έγκλειστος εις το μικρόν του
κελλίον, εντελώς γυμνός, πτωχός, αλλ’ ευτυχής και μακάριος. Η ζωή του όλη
ηναλίσκετο ως λαμπάς φωτεινή εις την προσευχήν, εις την σιωπήν, εις την θεωρίαν
…».
Φεύγοντας τη
δόξα των ανθρώπων έφθασε στη δόξα του Θεού. Περιπαίζοντας την κοσμική
ματαιότητα εισήλθε στην ένδοξη αιωνιότητα. Διώχνοντας την ανθρώπινη δόξα
κέρδισε τον αμαράντινο στέφανο της αιώνιας δόξας, την οποία μακάρι ν’
απολαύσουμε όλοι μας.
Πήγες –
Βιβλιογραφία
Ιλαρίωνος
Νεοσκητιώτου μοναχού, Γέρων Ηρωδίων Καψαλιώτης ο διά Χριστόν σαλός, Άγιον Όρος
2008.
Πηγή: Μοναχού
Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος
Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ. 1281-1285, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος
2011
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου