Εκείνο το βράδυ της Κυριακής της 27ης Οκτωβρίου, ο κυβερνήτης της Ελλάδας δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, έδειχνε ανήσυχος. Του έρχονταν συνεχώς στο νού οι στιγμές που έζησε εκείνο το τρομερό τριήμερο της Παναγιάς τον Αύγουστο του ‘40 και πότε ο θυμός τον έπνιγε, πότε η λύπη τον κυρίευε…
Του ‘ρχότανε στο νού ακόμα κι εκείνο το προβοκατόρικο περιστατικό με τον τουρκαλβανό λήσταρχο Νταούτ Χότζα[1] που τον φόνο του τον είχαν φορτώσει στις δικές του πλάτες οι Ιταλοί, μπας και μπορέσουν να σιάξουν αφορμή για να μας τη «πέσουν»…
«Γουρούνια…θρασύδειλα γουρούνια…» μουρμούρισε και όλο το χέρι του πήγαινε να ανάψει εκείνο το πουράκι που άφηνε μια ζωή στο σταχτοδοχείο ξάναφτο, επίτηδες κι όλο το μετάνοιωνε… Τον πόναγε αβάσταχτα ο τορπιλλισμός της «Έλλης», δεν μπορούσε να τον χωνέψει… Ποιός μπορούσε άλλως τε, έτσι κι αλλιώς… Βαρύ το χτύπημα, άναντρο κι η Παναγιά δεν το ‘σχωρνά! Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε για πολλοστή φορά το μικρό εικονισματάκι της Παναγιάς της Ευαγγελίστριας που είχε σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης του γραφείου του και ψυθίρισε: