Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Από τον βίο του οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτου

 

Οικειότητα με τα άγρια θηρία

Μια μέρα ο αββάς Γεώργιος χρειάστηκε να βγει από το κελλί του για κάποια δουλειά. Κι όταν άνοιξε την πόρτα, βλέπει ένα λιοντάρι ξαπλωμένο μπροστά στην πόρτα· χωρίς την παραμικρή ταραχή στην καρδιά, σκουντάει το λιοντάρι στο πόδι, προστάζοντάς το να του κάνει τόπο να βγει από την πόρτα, για να πάει στην επείγουσα δουλειά του. Αλλά αυτό βρυχόταν ήρεμα με διάθεση φιλική και κουνούσε ταυτόχρονα την ουρά του, μη θέλοντας να σηκωθεί. Κι ο αββάς Γεώργιος του έσπρωξε δυό-τρεις φορές το πόδι, για να παραμερίσει.

Επειδή όμως δεν σηκωνόταν, του λέγει με καλωσύνη: «Επειδή δεν κάνεις υπακοή, λέγει η Γραφή· “τα σαγόνια των λιονταριών ετσάκισε ο Κύριος”, ευλογητός Κύριος, άνοιξε το στόμα σου να δούμε». Και το λιοντάρι άνοιξε διάπλατα το στόμα του και του τόδωσε να το ψηλαφίσει, όπως ήθελε.

Τότε, αφού έβαλε το χέρι του στο στόμα του θηρίου και το ψηλάφισε, έλεγε με σιγουριά: «Σαν να ψηλαφεί κανείς πάσσαλο στον τοίχο που κουνιέται, έτσι είναι και τα σαγόνια του λιονταριού». Τότε το λιοντάρι σηκώθηκε και πήρε δρόμο, κι αυτός βγήκε κι έκανε τη δουλειά που ήταν ανάγκη να κάμει.

Η επάνοδός του στη Μονή Χοζεβά και τα παλαίσματά του

Κοιμήθηκε εκείνες τις μέρες ο ηγούμενος κι έγινε μεγάλη διαμάχη στη Λαύρα και διχασμός για την εκλογή του νέου ηγουμένου. Άρχισαν επίσης να φθείρουν τους θεσμούς του τόπου και τις συνήθειες των Πατέρων των. Και γι’ αυτό στεναχωριόταν ο Γέροντας κι αδημονούσε, και παρακαλούσε ολόψυχα το Θεό να του αποκαλυφθεί πού είναι το θέλημά Του να μεταβεί. Και βλέπει σε οπτασία δύο μεγάλα φωτεινά όρη, το ένα πολύ πιο ψηλό και φωτεινό από το άλλο. Και τον ερωτά αυτός που του έδειχνε την οπτασία πού θέλει να ανέβει και να κατοικήσει. Ο δε Γέροντας παρακαλούσε να ανέβει στο υψηλότερο. Και του λέγει: «Πήγαινε λοιπόν στο μοναστήρι σου, όπου εκάρης μοναχός και κατοίκησε στα κελλιά».

Αμέσως πήγε (στο Χοζεβά) και παρακαλούσε τον ηγούμενο, να του δώσει κατοικία στα κελλιά. Επιστάτης του ήταν ο Λεόντιος, άνδρας αγαθός και πολύ ελεήμων και φιλόπτωχος· έφθασε, δηλαδή, σε τέτοια αρετή ελεημοσύνης, που όταν κοιμήθηκε, τον είδε ένας από τους γέροντες να στέκεται όλος έμπυρος μπροστά στο θυσιαστήριο.

Επειδή λοιπόν χάρηκε πάρα πολύ για τον ερχομό του ίδιου του μαθητή του Γέροντα, του έδωσε αμέσως κελλί. Αμέσως, λοιπόν, ο αββάς Γεώργιος μετέβη από τον Καλαμώνα στα κελλιά του Χοζεβά. Κανένας δε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο κελλί, δεν μπόρεσε να γνωρίσει την πολιτεία του· εκτός ότι δεν είχε ούτε κρασί, ούτε λάδι, ούτε ψωμί, ούτε ράσο, εκτός από ένα κολόβιο που φορούσε στις Ακολουθίες, αλλά περιήρχετο τους σκουπιδόλακκους και μάζευε κουρέλια και συρράπτοντάς τα έκανε ένδυμα για τον εαυτό του· απ’ αυτά τα ράκη έφτιαχνε και το στρώμα του.

Παρακαλούσε και τους εκάστοτε τραπεζάρηδες να του φυλάττουν τα αποφάγια από τα τραπέζια των πατέρων και των ξένων και να του τα δίνουν κάθε Κυριακή, ό,τι κι αν είναι, είτε χόρτα, είτε όσπρια, είτε κόκκαλα· και παίρνοντάς τα, τα έτριβε σε ένα πέτρινο γουδί, τα έκανε σβόλους και αφού τα αποξήραινε στον ήλιο, τα φύλαγε στο κελλί και έτρωγε από αυτά κάθε δυό ή τρεις ημέρες ή τέλος πάντων όποτε έτρωγε, αφού τα έβρεχε σε νερό.

Είχε έναν εξώστη μικρό το κελλί μήκους τριών πήχεων ή και περισσότερο, όπου έκανε τον κανόνα του και ασθμαίνοντας. Μια νύχτα, λοιπόν, που είχε φοβερό καύσωνα, θέλοντας ο εχθρός της ζωής μας να τον ρίξει σε αμέλεια, ώστε να καταλύσει τον κανόνα του, στάθηκε στο άκρο της σκεπής του δωματίου με τη μορφή παμμέγιστου αετού ίσα με το ύψος ανδρός και, αφού κούνησε τα φτερά του, του έκοβε τον αέρα.

Ο Γέροντας θαύμασε κατ’ αρχάς το μέγεθος του ορνέου και συνειδητοποιώντας ότι είναι μέθοδος του μισόκαλου, ώρμησε να τον χτυπήσει. Και αυτός γκρεμοτσακίστηκε κάνοντας μεγάλο θόρυβο και κράζοντας απαίσια κραυγή· έτσι οδυρώμενος έγινε άφαντος σαν καπνός.

Στο προαύλιο του κελλιού του ήταν μια παλιά στάμνα, από τους προηγούμενους κατοίκους του κελλιού. Ένα σμήνος μελισσών ήλθε και φώλιασε σ’ αυτήν και έκαναν την εργασία τους. Μια μέρα λοιπόν, τον ενόχλησε πολύ ο λογισμός, λέγοντάς του· τρύγησε το μέλι και πάρε τη στάμνα για τις ανάγκες σου. Και αυτός εκσφενδόνισε μέσα στο γκρεμό το λογισμό μαζί με τη στάμνα και αμέσως αναπαύθηκε από την ενόχληση.

Από το βιβλίο: Ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 29.

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου