ΣΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
ΜΕ ΠΟΝΟ ΤΟΥΣ ΓΙΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ,
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ.
ΑΚΟΥΜΠΙΣΜΕΝΕΣ ΞΑΓΡΥΠΝΕΣ,
ΟΙ ΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ,
ΣΤΗ ΚΑΓΚΕΛΕΝΙΑ ΕΞΩ ΠΟΡΤΑ,
ΜΕΣ΄ΤΑ ΛΙΟΠΥΡΙΑ, ΤΗΝ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ….
ΣΚΟΥΡΙΑΣΕ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ, ΛΥΓΙΣΕ Η ΠΟΡΤΑ,
ΤΟ ΣΚΟΥΡΙΑΣΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ,
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ ΛΥΓΙΣΕ,
ΚΥΡΤΩΣΑΝ ΟΙ ΜΑΡΑΖΩΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ,
ΑΠ΄ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΣΠΛΑΧΝΩΝ ΤΟΥΣ.
ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΛΥΓΙΖΑΝ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ,
ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΤΟΥΣ ΕΔΙΝΑΝ,
ΚΑΙ ΑΝ ΓΟΝΑΤΟΥΣΑΝ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ,
ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΙΚΕΣΙΑ,
ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ.
ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΚΤΑ,
ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑΝ ΑΛΛΟ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ,
ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΑΙΩΝΙΑ, ΣΤΕΡΕΨΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥΣ,
ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ, Ν΄ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ,
ΚΛΕΙΣΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕ ΠΙΚΡΑ, ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ,
ΣΥΝΕΧΙΣΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΖΟΥΝ, ΓΥΡΩ, ΟΛΟΓΥΡΑ ΚΑΙ ΨΑΧΝΑΝ
ΤΟΥΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΤΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΡΙΖΩΜΈΝΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ,
ΠΟΥ ΑΝ ΚΑΙ ΗΞΕΡΑΝ ΟΤΙ ΟΙ ΜΥΡΙΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΘΑ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ,
ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΟΥΚ ΕΛΑΤΩ ΒΡΟΝΤΟΦΏΝΑΖΑΝ,
ΚΑΙ ΗΡΩΙΚΑ ΕΠΕΦΤΑΝ ΞΑΝΑ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΝ,
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΑΝ ΜΕ ΠΕΙΣΜΑ ΠΟΛΕΜΟΥΣΑΝ.
ΤΙ ΨΑΧΝΕΤΕ ΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΤΗ ΓΗ;
ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΑΝΕΒΕΙΤΕ, ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΣΑΣ
ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΜΏΣΕΤΕ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ,
ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΥΣ,
ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ,
ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ,
ΝΑ ΣΜΙΞΟΥΝ ΞΑΝΑ, Ν΄ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ
ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΜΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ.
ΠΥΡΡΕΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΧΑΡΑΣ ΑΝΑΜΙΚΤΑ ΜΕ ΛΥΠΗ,
ΣΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΤΑ ΑΓΙΟΧΩΜΑΤΑ ΠΕΦΤΟΥΝ,
ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ ΘΕ ΝΑ ΓΕΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ,
ΣΤΑ ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΘΕ ΝΑ ΠΝΙΞΟΥΝ,
ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ ΣΤΑ ΤΑΡΤΑΡΑ ΘΑ ΡΙΞΟΥΝ.
ΑΣ ΑΝΑΠΑΥΣΕΙ Ο ΠΟΝΟΨΥΧΟΣ
ΘΕΟΣ,
ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΣΟ ΠΟΝΟ ΦΥΓΑΝ,
ΝΑ ΑΠΟΤΑΞΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΤΗΝ ΛΥΠΗ ΤΗΝ ΑΝΕΙΠΩΤΗ
ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΜΟ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΕΚΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΟΠΟΥ ΠΗΓΑΝ …
Α.Α.
(Ποίηση, λυρικὴ καὶ ἐπική)
Τοῦ Ἀντώνη Ἀντωνᾶ.
Ἀφιερωμένο τιμῆς ἕνεκεν στὸν ἥρωα ἀδελφό μου, Χριστάκη Ἀντωνᾶ καὶ τοὺς συμπολεμιστές του Ἕλληνες καὶ Ἑλληνοκύπριους, ποὺ τὴν ζωή τους πρόσφεραν ἀντίδωρο θυσίας, ἀλλὰ καὶ ἀθανασίας.
Οἱ νεκροί μας ἀδελφοὶ ἥρωες. Ἐσχάτη Ἱκεσία.
Ἡ μέρα ἐσκοτείνιασε,
ὁλικὴ ἔκλειψη ὁ ἥλιος ἔχει..
Μαῦροι καπνοὶ ὑψώνονται,
τοὺς οὐρανοὺς καλύπτουν.
Τὰ λεύτερα πουλιὰ τὰ θεόθρεφτα,
τῆς Κύπρου, μαζὶ μὲ τὰ περιστέρια,
μαυρισμένα, φοβισμένα φεύγουν.
Φεύγουν τὰ εἰρηνικὰ ἄσπρα περιστέρια,
φεύγουν, φεύγουν τρομαγμένα.
Μαῦρα κοράκια, νεκρικά, σὰν χάροντες,
πετοῦν πιά, στοὺς οὐρανούς μας μένουν,
μαζὶ μὲ τὰ τουρκικὰ ἀεροπλάνα,
ποὺ βόμβες σὲ γυναικόπαιδα σπέρνουν.
Ἡ νύχτα ποὺ φεγγαρόφωτη ἦταν,
μ᾿ ὁλόγιομο λαμπρὸ φεγγάρι,
κακὸς οἰωνός, ἔκλειψη εἶχε καὶ αὐτό.
Μαύρισ᾿ ἡ νύχτα, ἀβυσσαλέο σκότος,
χάθηκαν τὸ φεγγάρι καὶ τ᾿ ἀστέρια.
Οἱ Κύπριοι ἥρωες, ὄρθιοι τὰ τὰνκς,
μὲ τὰ παλιὰ μαρτίνια πυροβολοῦν.
Τὰ τούρκικα τὰνκς τοὺς κανονιοβολοῦν,
μ᾿ αὐτοὶ μένουν στὶς θέσεις τους ἀκλόνητοι,
ποὺ ἡ πατρίδα, τοὺς ὅρκισε, νὰ ὑπερασπιστοῦν,
ποτὲ μὴν κάνουν πίσω, οἱ ριζωμένοι βράχοι.
«Τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάττω παραδόσω»,
ὁρκιστήκανε καὶ τὸν ὅρκο τὸν τιμήσανε.
Πληγωμένα κατακαμένα, τὰ ουρανόφταστα,
παλληκάρια, πεισματικὰ ὄρθια συνεχίζουν νάναι.
Ἡρωικὰ νὰ πολεμοῦν, τὰ τιμημένα,
σκαλοπάτια ἀνεβαίνοντας τῆς λευτεριᾶς.
Ἀπὸ τὰ τὰνκς περικυκλώθηκαν,
ἀλλὰ ποτὲ δὲν παραδόθηκαν.
Καὶ ὅταν ἡ μοιραία στιγμή,
ἀναπάντεχα ἔρχεται,
μὲ ὀδύνη τὴν τελευταία πνοή,
ἀρχίζουν νὰ ἀφήνουν.
Τοὺς Τούρκους δὲν μποροῦν
πιὰ μ᾿ αὐτοθυσία νὰ πολεμοῦν.
Κάποιοι τοὺς ἐγκατέλειψαν.
Σφαῖρες ἄλλες δὲν ἔχουν,
μία μόνο, γιὰ τὸν ἑαυτό τους φύλαξαν...
Ψυχομαχοῦν, ἱκετεύουν καὶ προσεύχονται,
δὲν θέλουν γιὰ νὰ φύγουν,
τοὺς Τούρκους θέ᾿ νὰ πολεμοῦν.
Βοήθεια γιὰ νἄρθει, μάταια προσδοκοῦν!
Πέφτουν κορμιὰ λεβέντικα, αἱματοβρεγμένα,
μὲ τὰ χώματα, τὰ ἱερὰ τῆς Κύπρου σμίγουν.
Ἡ τιμημένη δόξα, μὲ τὸν χάροντα,
χέρι - χέρι, γιὰ τὰ πάνθεα οὐράνια, ὠδεύουν...
Ἁγιάζεται τὸ αἷμα τους,
τὰ λεβεντοκορμιά τους,
τὰ πολεμοκαπνισμένα,
ποὺ μυροφόρες νύφες τ᾿ ἀλείψανε,
ἕτοιμα στὴν ἀθανασία,
στὸν παράδεισο νὰ πᾶν.
Μὲ μύρα ἀθάνατα τῆς θεᾶς,
Κύπριδας Ἀφροδίτης καμωμένα.
Σὲ κύπελλο, ἀπ᾿ τοῦ Τρόοδους,
τὸ χρυσόδενδρο, τὴν Λατζιά*,
τὰ χρυσοπράσινα φύλλα καμωμένο.
Ἀπ᾿ τῆς Κερύνειας τὰ γιασεμιά,
τὰ μοσχομυρισμένα ρόδα.
Τῆς Μόρφου τοὺς λεμονανθούς,
τῶν κυκλάμινων, τῶν γλαδιόλων.
Τοῦ Πενταδάκτυλου τοῦ Διγενή
ἀγριολούλουδων, ἀνεμώνων,
γλιστροκουμαριάς, δάφνης, ἄλλιου,
τῆς ἄνθεμις, τοῦ κρόκου τῆς Ἀφροδίτης.
Τῶν λυγερόκορμων κυπαρισσιῶν
τοῦ Κυπαρισσόβουνου τ᾿ ἄρωμα,
τῶν μεθυστικῶν νυχτολούλουδων,
τῆς ζουλατζιάς, τῆς ἀροδάφνης.
Τῆς Ἀμμοχώστου τό θαλασσινό,
ἄρωμα τῆς Σαλαμίνας,
μέ τήν χρυσή τήν ἄμμο.
Τοῦ Καρπασιοῦ τοῦ θυμαρίσιου,
τοῦ χαμομηλιοῦ ἄρωμα,
αἰώνιο κρᾶμα μύρου ἀθανασίας.
Νεκρά τά σώματα τά ἱερά,
ὄχι νεκρές οἱ ψυχές τους,
πλανῶνται μέχρι σήμερα,
σάν ἄσβεστοι κομῆτες πεντάχρυσοι,
πάνω ἀπ᾿ τῆς Κύπρου τ᾿ ἄπειρο,
τοῦ ὁλόφωτου ξάστερου οὐρανοῦ.
Σάν λαμπάδες μέ ἱερή φλόγα Ἁγίου Φωτός,
μετέωρα κρεμασμένες στόν θόλο,
τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, τῆς σκλαβωμένης,
Ἁγίας Καρπασίας, πολιορκημένη ἑκκλησιά.
Τό πνεῦμα τους, ἀγέρηδες δυνατούς,
μελτέμια θά σηκώσει, σίφουνας,
καταιγίδα, θά γενεῖ κάποια στιγμή,
τούς Τούρκους ν᾿ ἀποδιώξει.
Ἡ Κύπρος, τά μαῦρα σύννεφα,
σκλαβιᾶς σύντομα θά τά σπρώξει...
Τιμημένα καί ἔνδοξα νέα μας παλληκαριά,
πού τήν ζωή σας δώσατε στήν ἡρωική πατρίδα...
Αὐτή ἡ μικρή Κύπρος σας, ἡ πολύπαθη,
ἀλλά ἡρωική καί περήφανη,
πάντα θά σᾶς θυμᾶται,
θά σᾶς εὐγνωμονεῖ,
πού μέ τό αἷμα σας τό ἱερό,
τό αἷμα τῆς ὑπέρτατης θυσίας,
τήν γῆ της τήν ποτίσατε,
ἀθάνατη ἔγινε, ἁγίασμα τήν βρέχει.
Νέα βλαστάρια ἀναγέννησης,
φυτρώνουν παλληκάρια,
τῆς δικῆς σας αὐτοθυσίας,
τιμῆς κι᾿ εὐψυχίας.
Οὔριοι ἄνεμοι ἐλευθερίας, στή Κύπρο,
θά φυσήξουν, τά μαῦρα σύννεφα,
καί τούς κατακτητές, θέ᾿ ν᾿ ἀποτραβήξουν.
Τά λευκά εἰρηνικά περιστέρια πάλι,
τόν οὐρανό τῆς Κύπρου θέ᾿ νά πλημμυρίσουν.
Ὦ! νεκροί μας, τιμημένοι ἔνδοξοι ἀδελφοί,
δικά μας ἀδέλφια, ἡρωικά παλληκάρια...
Αἰωνία σας ἡ μνήμη...
Α.Α.
Μέσα σέ βόλια καί ὀβίδων κρότους,
ἔπεσαν τά νιᾶτα μές στόν ἀνθό τους.
Πᾶνε λεβέντες πᾶνε κορμιά,
κι ἄγνωστα τά θάψαν στήν ἐρημιά.
Κανείς δέν ξέρει πού τά ᾿χουν θάψει,
κανείς δέν πῆγε γιά νά κλάψει
κανείς δέν ἔκαψε γι᾿ αὐτά λιβάνι,
κανείς δέν ἔμπλεξε γι᾿ αὐτά στεφάνι.
Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες ἄγνωστοι τάφοι,
κανένας ὄνομα σ αὐτούς δέ γράφει,
μήτε τό χῶμα τους φιλοῦνε χείλη,
σταυρό δέν ἔχουνε μήτε καντήλι.
Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια,
κυλοῦν σέ τάφους πού κάποια μέρα,
θά γίνουν κόσμου προσκυνητάρια,
καί φάροι Νίκης γιά μιά μητέρα ........ Γ. Σουρρή.
νά φυσήσει ἕνας ἀέρας
στοὺν τόν τόπον πο ᾿ν καμένος
τζι' ὲν θωρεῖ ποτέ δροσιάν
Γιά νά φέξει καρτεροῦμεν
τό φῶς τζιήνης τῆς μέρας
πο ᾿ν νά φέρει στόν καθ᾿ ἕναν
τζιαὶ δροσιάν τζαὶ ποσπασιάν
Τοῦ Δ. Λιπέρτη.
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΙ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΒΑΡΝΑΒΑ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΑ.
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΙΜΗΜΕΝΟΥΣ ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΟΥΣ ΜΑΣ ΓΟΝΕΙΣ, ΕΛΛΑΔΙΤΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΥΠΡΙΟΥΣ, ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ ΝΩΡΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΗΡΩΩΝ.
ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ.
Τοῦ Ἀντώνη Ἀντωνᾶ, ἀδελφοῦ ἐθνομάρτυρα.
«Πᾶνος»
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΚΡΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ. ΕΥΓΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ Δημοτικό Σχολείο Πάφου «Ευαγόρας Παλληκαρίδης», τα δικά μας ποιήματα Τμήμα: Στ 3 Σχολική χρονιά:
2 Μάνα που εσταυρώθηκες τζιαι έχασες τον γιο σου, ποσιερέτα τη Γιαλούσα σου τους τάφους των γονιών σου. Επήραν τον για ανάκριση, τάχα οι Τούρτζιοι είπαν. Μα άλλα είχασιν στον νουν τζιαι δεν στο μαρτυρήσαν. Στην γλάστραν η Βασιλιτζιά, η τριανταφυλλιά στον κήπον, εμείνασιν απότιστες, μαυρίσαν την ψυσιή σου. Ώρες πολλές περίμενες ν ακούσεις το όνομά του, που τζείνους που εστρέφουνταν που τα δόντια του βαρβάρου. Μα ν έκαμεν το ράδιο εσέναν τούντην χάρη, τον γιον σου έχασες τον ποιον τίποτε εν σε βαστάει. Σηκώστου θεία Ευτυχού να πάμε εις την Χώρα, τώρα ποιον εσκοτείνιασεν, τα μάθκια σου βουρκόσαν. Σκλέρυνε την ψυσιή σου θκειά τζιαι να στραφούμε πίσω. Η γη τούτη εν Ελληνική, εν μεσα το παιδίν σου. Η Κύπρος θα λευτερωθεί γιατί ο Θεός το θέλει. Τσιούλου του κόσμου τα καλά, πίσω θα ξαναφέρει. Παπαγεωργίου Λουκάς
3 Θυμάται τότε η μάνα τον γιο της μικρό που του άλλαζε την πάνα να παίζει στην αλάνα. Μα τώρα δεν είναι εδώ τον έχουνε οι Τούρκοι, τον έχουνε νεκρό ή μήπως ζωντανό. Και καρτερεί η μάνα τον γιο της καρτερεί να γυρίσει πίσω μα αυτός δεν λέει να φανεί. «Αλέξανδρε, πού είσαι; σε φωνάζω εδώ καιρό στο πλευρό μου να γυρίσεις σε θέλω πίσω, για σένα ζω». Τσιακκούρη Νικολέτα Παφίτη Έλλη Φόβος και τρόμος κυριαρχεί στα μάτια μίας μάνας τον αντικρίζεις. Τον γιο της που χασε ή μήπως όχι; Πού να ναι το δικό της παιδί; Δεν μπορεί να σκεφτεί ούτε να συγκεντρωθεί σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά κανείς δεν ξέρει για αυτόν ειλικρινά. Γιαπάνης Φίλιππος Του Αλέξανδρου η μάνα περιμένει μάταια τόσα χρόνια το γιο της αναμένει. Μέρα με τη μέρα μεγαλώνει η απελπισία το μονάκριβο παιδί της περιμένει μ αγωνία. Θλίψη, πόνος και οργή τα συναισθήματα που ζει. Της πικραμένης μάνας η φωνή έχει γίνει πια κραυγή! Εθελοντής Φοίβος
4 Ο καημός και ο πόνος μου, απ τα δάκρυα μου κυλάνε κι η αγωνία μου κρυφή, μες την καρδιά μου τη νεκρή. Μέσα στο δρόμο περπατώ, με το γιο μου απόψε να βρεθώ. Να του πως πόσο πολύ τον αγαπώ και πως για κείνον μόνο ζω. Από το μοιρολόι μου δεν έμεινε ούτε δάκρυ, χρόνια και χρόνια αγωνιώ το πρόσωπο σου να ειδώ στου περβαζιού την άκρη. 40 χρόνια έχω να σε δω αγνοούμενό μου παιδάκι, έχω γεράσει τώρα πια και θέλω μόνο μια φορά, να σ αγκαλιάσω δυνατά. Παπαριστοδήμου Μαρία Η μάνα καθισμένη στην καρέκλα περιμένει το γιο της τον λεβέντη και πως τον περιμένει. Ζει το παιδί της; Είναι καλά; Ποιος θα της το πει; Μόνο ο χρόνος το μπορεί την αλήθεια να της πει. Και η μάνα μένει εκεί καθισμένη στο σκαμνί. Μακρής Χριστόδουλος Μάνα που έχασε παιδί άντρα και πατέρα δεν μπορεί να μην τους θυμηθεί κάθε στιγμή και μέρα. Κυλάει όμως η ζωή και η θλίψη μεγαλώνει θα δει ποτέ τον άντρα της τον γιο και τον πατέρα; Θα ακούσει πάλι τη φωνή θα νιώσει πάλι το φιλί και την καθημερινή ευχή: Αυγούλα καλημέρα; Τσιακκούρη Έλλη
5 Οι ώρες περνούν η μάνα τρομαγμένη, απάνω απ το ράδιο σκυμμένη, κουρασμένη. Καθημερινά χαμένος, ζει εγκλωβισμένος; Ο Αλέξανδρος έρχεται; Ποιος ξέρει; Η μάνα δεν αντέχει πια, είναι απελπισμένη! Ο πόνος την επηρεάζει και η μοναξιά την αγκαλιάζει. Βγάζοντας μια κραυγή, μοιράζεται η Γη! Κόκου Χρήστος Περιμένει η μάνα, η μάνα αναμένει. Καθισμένη στην πολυθρόνα, σκέφτεται η μάνα τρομαγμένη. Βάζει μια κραυγή και την ακούει όλη η γη. Κρατά την ψυχραιμία, μα νιώθει αγωνία! Κάνει μια ευχή, κι Τούρκοι κάνουν αλλαγή. Νομίζει πως είναι φαντασία, μα ζει μες την απελπισία! Είναι κουρασμένη, αλλά συνεχίζει απελπισμένη. Το όνομα Αλεξανδρος αν ακούσει θα ζει ευτυχισμένη! Κόκου Ηλέκτρα Όλοι οι άνθρωποι έχουν αγωνία τι θα γίνει και πονάνε όταν βλέπουν σιωπή θέλουν να φωνάξουν με μια φωνή ειρήνη ειρήνη να γίνει. Ο κόσμος είναι απεγνωσμένος και βγάζει μια κραυγή. Όχι, άλλοι πόλεμοι και σκοτωμοί. Χαραλάμπους Χαράλαμπος Τον έστειλε, τον έχασε στον πόλεμο τον γιο της, σαράντα χρόνια πέρασαν. Σαράντα χρόνια περιμένει, περιμένει και μένει στην καρέκλα της, να ακούει, τους αιχμάλωτους, μα πουθενά ο γιος της, το μαύρο χρώμα σκέπασε τη ψυχή της. Χαλκίδης Αντρέας