Κυριακή της Σαμαρείτιδος
Ὕδωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτὸν γύναι,
Τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.
Έρχεται
ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια
ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί,
έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο
βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο
ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).
Εκεί
ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο
Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω
αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια
γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως
άνθρωπος, της ζήτησε νερό.
Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του
ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική
Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι
αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε
ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος
πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το
έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν
τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους
ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον
εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.
Η
Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα
βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον
συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από
το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί
καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή
που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται
προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος
θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της,
γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι
δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως
καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά
ζητήματα.
Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής
της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση
της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται
σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη
απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα
θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από
τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος.
Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το
Πατέρα κατα Πνεύμα και αλήθεια.
Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός
Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει
Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το
πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε
σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί
που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια». Ως
πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε
τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι
πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.
Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.
Βέβαια
και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά
δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν
ανάγκη του συνέχοντος.
Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό
αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον
προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα
μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που
θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή
σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την
αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ
είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή
ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και
παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον
υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την
αγάπη της προς τον Κύριο.
(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Πίστει
ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι, ἡ Σαμαρεῖτις ἐθεάσατο, τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ σε, ᾧ
ποτισθεῖσα δαψιλῆς, Βασιλείαν τὴν ἄνωθεν ἐκληρώσατο, αἰωνίως ἡ ἀοίδιμος.
Σύναξη πάντων των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως
Την Κυριακήν της Σαμαρείτιδος, κατ’ έτος, τελείται εν τω Οικουμενικώ
Πατριαρχείω η εορτή της «συνάξεως» επί τη ιερά μνήμη «πάντων των εν
Αγίοις Πατέρων ημών Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως». Το
πρώτον η εορτή αύτη εθεσπίσθη προτάσει του νυν ευκλεώς Πατριαρχούντος
Αυθέντου και Δεσπότου ημών κ.κ. Βαρθολομαίου του Α΄. Ούτως η Α.Θ.Π., ο
Πατριάρχης Βαρθολομαίος, άμα τη εκλογή Του εν έτει 1991 μ.Χ., προέτεινεν
εις την Ενδημούσαν Σύνοδον κατά την συνεδρίαν της 24ης Οκτωβρίου 1991
μ.Χ. την θέσπισιν κοινής εορτής πάντων των προκατόχων Αυτού Αγίων
Πατριαρχών, από του ιδρυτού της Βυζαντίδος Εκκλησίας, Πρωτοκλήτου
Ανδρέου, και του υπ’ αυτού κατασταθέντος πρώτου επισκόπου αυτής Στάχυος
(38 – 54 μ.Χ.) έως και του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του ΣΤ΄
(1813 – 1818 μ.Χ.) απαγχονισθέντος παρά την θύραν της Μητροπόλεως
Ανδριανουπόλεως την 18ην Απριλίου 1821 μ.Χ. - «Ούτω θα έχομεν την
ευκαιρίαν ίνα επικαλούμεθα την χάριν και την προς Κύριον μεσιτείαν αυτών
υπέρ της Μητρός Εκκλησίας και υπέρ ημών αυτών» είπεν ο Πατριάρχης ημών
εις εκείνην την συνεδρίαν. Συνοδική δε αποφάσει, κατά την συνεδρίαν της
Αγίας και Ιεράς Συνόδου της 19ης Νοεμβρίου 1991 μ.Χ., εθεσπίσθη η εορτή
αύτη και έκτοτε εορτάζεται πανηγυρικώς και εκκλησιοπρεπώς εις την
καθέδραν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δη δια τελέσεως Πατριαρχικής
και Συνοδικής Λειτουργίας, εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του Αγίου
Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου. Συνετάγη δε επί τούτω και ιερά
ακολουθία, υπό του αοιδίμου υμνογράφου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης
Εκκλησίας, Γερασίμου του Μικραγιαννανίτου, συμψαλλομένη κατά την
Κυριακήν της Σαμαρείτιδος, μετά της του Πεντηκοσταρίου ακολουθίας, καθά
το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας διακελεύει. Ο δε, εκ των μελών της
σεβασμίας Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Ιερισσού,
Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Χαλκιδικής, κ.
Νικόδημος, εχάρισε εις την Μεγάλην Εκκλησίαν Ιεράν Εικόνα των Αγίων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βυζαντίου
ποιμένες καὶ περίδοξοι πρόεδροι, ὤφθητε σοφοὶ Ἱεράρχαι διαφόροις ἐν
ἔτεσι· διὸ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑμῶν τὴν πολιτείαν εὐφημεῖ· δι’ αὐτῆς
γὰρ φωστῆρες περιφανεῖς, πυρσεύετε τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι
ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν
Ὀρθόδοξον.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορείαν
τὴν ἔνθεον, Ἱεραρχῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς Πατριάρχας
σοφούς, καὶ θείους ἐκφάντορας· οὗτοι γὰρ δεδεγμένοι, τὴν τοῦ Πνεύματος
αἴγλην, ὤφθησαν Ἐκκλησίας, ἀληθεῖς ποιμενάρχαι, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ,
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ
Βυζαντίου τοὺς ἁγίους ποιμένας, ὡς Ἱεράρχας τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καὶ
ἀρετῶν δοχεῖα πολυτίμητα, πάντες εὐφημήσωμεν, ἐν μιᾷ συμφωνίᾳ, πρὸς
αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ ἐπηρείας ρύσασθε ἡμᾶς,
Ἀρχιεράρχαι Χριστοῦ ἐνθεώτατοι.
Μεγαλυνάριον
Κωνσταντινουπόλεως
τοὺς σοφούς, καὶ κλεινοὺς Ποιμένας, εὐφημήσωμεν, οἱ πιστοί, τοὺς ἐν
διαφόροις, ἐκλάμψαντας τοῖς χρόνοις, ὡς Ἐκκλησίας στύλους καὶ
ἑδραιώματα.
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Διονύσιος, Ἀνδρέας, Παῦλος, Χριστίνα, Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος οἱ Μάρτυρες
επτοὶ Ἀθληταί, ὑπὲρ σεπτῆς Τριάδος,
Ὑπὲρ τὸ ζῆν εἵλοντο θανεῖν ἐμφρόνως.
Ὀγδοάς, Ἀθλοφόρων ἐκ γαίης εἰς πόλιν ἤρθη.
Eις τον Πέτρον.
Bληθείς ο Πέτρος των τροχαντήρων μέσον,
Ζωής παρήκε τους τροχούς της αστάτου.
Eις τον Παύλον, Διονύσιον, και Aνδρέαν.
Tρεις συντρίβουσι πίστεως στερρούς λίθους,
Παύλον Διονύσιον Aνδρέαν λίθοις
Eις τον Hράκλειον.
Eίς άθλος Hράκλειε σος προς το ξίφος,
Άθλους καλύπτει τους όλους Hρακλέους.
Eις τον Παυλίνον και Bενέδιμον.
Oρών με Bενέδιμε τον σον Παυλίνον,
Tμηθέντα συντμήθητι φησί Παυλίνος.
Eις την Xριστίναν.
Xριστώ παρέστης ηγλαϊσμένη όλη,
Aίμασι τοις σοις παρθενική Xριστίνα.
Oγδοάς αθλοφόρων εκ γαίης εις πόλον ήρθη.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος, Διονυσία, Ἀνδρέας, Παῦλος, Χριστίνα, Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος, μαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ὁ Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λάμψακο καί, ὅταν τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀβύδου, Δέκιο, γιὰ νὰ θυσιάσει στὴν Ἀφροδίτη, ἐκεῖνος ἀντίθετα, ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸν Χριστό.
Τότε βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ τελικὰ παραδόθηκε στὸν δήμιο.
Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀνδρέας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Μεσοποταμία καὶ συνυπηρετοῦσαν στὸ στρατὸ τοῦ Δεκίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Δάκνο. Ὅταν ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἀθήνα, πληροφορήθηκαν γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη, κατηχήθηκαν καὶ βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, καταγγέλθηκαν, συνελήφθηκαν μὲ τὸν Διονύσιο καὶ τὴν παρθένο Χριστίνα καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Κύριο. Ἒτσι ὑπέστησαν τὸν διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατο, ἐνῷ ἡ Ἁγία Χριστίνα ἀποκεφαλίσθηκε.
Οἱ Ἅγιοι Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ἀγωνίζονταν σκληρὰ κατὰ τὴν πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ τῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν τὴν χριστιανικὴ πίστη. Μετὰ ἀπὸ καταγγελία συνελήφθησαν, βασανίσθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρία. Ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν καὶ τελικὰ ἀποκεφαλίσθηκαν δίδοντας τὴν δική τους μαρτυρία Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν ἀθλοφόρων τὸν ὀκτάριθμον δῆμον, μαρτυρικοῖς ἐγκωμιάσωμεν ὕμνοις, Παυλῖνον Διονύσιον καὶ Πέτρον ὁμοῦ, Ἀνδρέαν καὶ Βενέδιμον, τὸν θεόφρονα Παῦλον, Ἡράκλειον τὸν ἔνδοξον, καὶ Χριστίναν τὴν θείαν· οὗτοι καὶ γὰρ πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, Χριστῷ τῷ θεῷ ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Διαφόρων πόλεων ἐξωρμημένοι, οὐρανίου πόλεως, πολῖται ὢφθητε σεπτοί, χορόν λαμπρόν συγκροτήσαντες, Μάρτυρες θεῖοι, Τριάδος ὑπέρμαχοι.
Μεγαλυνάριον.
Πίστει στρατευσάμενοι τῷ Χριστῷ, θεόπλοκος δῆμος, καὶ γενναῖος συνασπισμός, ὤφθητε ἐν ἄθλοις, ὀκτάριθμοι ὁπλῖται, ἐχθρῶν τὰς παρατάξεις, περιτρεψάμενοι.
Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Εὐφρασία, Θεοδότη, Ἰουλία, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκοῦσα καὶ Φαεινὴ οἱ Παρθενομάρτυρες
Εις την Ευφρασίαν
Eυφρασίαν πεσούσαν εις βυθού δίνας,
Eύφραινε Σώτερ σού παράστασις θρόνου.
Εις τας επτά
Λίμνη γυναικών επτάς εμβεβλημένη,
Xαίρει βίου ρέοντος εκβεβλημένη.
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀλεξανδρία ἢ Ἀλεξάνδρα, Εὐφρασία, Θεοδότη, Ἰουλία, Κλαυδία, Τεκοῦσα καὶ Φαεινὴ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἄθλησαν στὴν Ἄγκυρα τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἀσχολούμενες μὲ ἔργα ἐλέους καὶ φιλανθρωπίας καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν κατήχηση εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν, συνελήφθησαν καὶ φυλακίσθηκαν. Ἀνακρινόμενες ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, ἐπειδὴ δὲ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, παραδόθηκαν στοὺς στρατιῶτες πρὸς ἀτίμωση. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν δοκιμασία αὐτή, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ἁγνὲς καὶ ὑπέστησαν πλεῖστα ἄλλα βασανιστήρια, ρίχθηκαν τέλος στὴ λίμνη, ὅπου ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Eκ του διαρρέοντος εξέβη βίου,
Στέφανος ου στέφανος ου διαρρέει.
Ο Άγιος Στέφανος ήταν γιος του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνα και της Ευδοκίας και γεννήθηκε το 867 μ.Χ. Είχε κάνει μαθητής και σύγκελλος του μεγάλου Φωτίου, και μετά τη δεύτερη πατριαρχία αυτού κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο ενώ βασίλευε ο αδελφός του Λέων ο Σοφός (886 - 912 μ.Χ.) το έτος 886 μ.Χ.
Ο Πατριάρχης Στέφανος ο Α' ήταν άνδρας βαθειάς ευσέβειας. Όταν κάποτε αρρώστησε βαρεία και θεραπεύτηκε, αφού έκανε χρήση αγιάσματος της Ζωοδόχου Πηγής, ευγνωμονώντας δώρισε στο ναό της τα πολυτιμότατα άμφια του, με τα όποια, αφού κατάλληλα μετασκεύασε, περιέβαλλε την αγία τράπεζα του ναού εκείνου κατά την ήμερα της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού.
Τους συγγενικούς του βασιλικούς δεσμούς, χρησιμοποίησε όσο μπορούσε για τη βοήθεια των πτωχών. Πέθανε το Μάιο του 893 μ.Χ. σε ηλικία 26 ετών και ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Γεωργίου «εν τω Δευτέρω», την επιλεγόμενη του Συκιώτου. Πιθανόν θεωρείται, ότι επί της πατριαρχείας του εκδόθηκε το πρώτο Σύνταγμα των επισκόπων του Οικουμενικού Θρόνου.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ιουλιανός άθλον εύρε την βάτον,
Tιμών Θεού σάρκωσιν, ης τύπος βάτος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς τελειώθηκε, ἐνῷ βασανίσθηκε καὶ σύρθηκε μέσα στὰ ἀγκάθια.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης
Aνθρωποτρώκται δημίους λέγω λύκοι,
Θεοδώρου τρώγουσι τας σάρκας ξέσει.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος θεωρεῖται Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ἀλλὰ γεννήθηκε στὴν Παλαιστίνη. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἔγινε Ἐπίσκοπος Ρώμης ἐπὶ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β’, στὶς 24 Νοεμβρίου τοῦ 642 μ.Χ. Τάχθηκε εὐθὺς κατὰ τῆς «Ἐκθέσεως», αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Ἡράκλειος εἶχε ὁμολογήσει τὸ Μονοθελητισμὸ καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν.
Προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο ποὺ ἀναδείχθηκε τὸ 641 μ.Χ. καὶ ἐνῷ ὁ προκάτοχός του Πύρρος δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ κανονικῶς, νὰ γίνει ἡ κανονικὴ διαδικασία καὶ νὰ ἀποκηρύξει αὐτὸς τὴν «Ἔκθεση». Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε. Ὁ Θεόδωρος τότε τὸν κήρυξε ἔκπτωτο καὶ δέχθηκε εὐμενῶς στὴ Ρώμη τὸν Πύρρο, ὁ ὁποῖος ἀποκήρυξε ἐπίσημα τὸν Μονοθελητισμό. Ἀλλὰ ἡ ἀποκήρυξη τοῦ Πύρρου ἦταν φαινομενική.
Πράγματι, αὐτὸς τὴν ἀνακάλεσε, ὅταν ἔχασε κάθε ἐλπίδα ἐπανόδου του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Γι’ αὐτό, Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴ Ρώμη, τὸν καταδίκασε σὲ καθαίρεση. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πέθανε τὸ 649 μ.Χ., ἐνῷ κατ’ ἄλλους τελειώθηκε μαρτυρικά, ἀφοῦ γδάρθηκε ἀνηλεῶς. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ ἀργότερα τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (ροτόντα) τῆς Ρώμης.
Ἡ Ὁσία Ἀναστασὼ ἡ ἐν τοῖς Λευκαδίου
Aναστασώ ζη καν μύη κοινώ νόμω,
Aνάστασιν μένουσα κοινήν του γένους.
Ἡ Ὁσία Ἀναστασὼ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Τὸ Λευκάδιον ἢ Λαυκάτιον ἔκειτο κατὰ τὴν βιθυνικὴ παραλία, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἀκρίτα, πολὺ πιθανῶς κοντὰ στὴ Δακιβύζη.
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανὸς ὁ ἐν τοῖς Ἀρεοβίνθου
Mαρτινιανός εξέδυ εκ των κάτω,
Kαι εισέδυ νυν εις τα του πόλου πλάτη.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ἔζησε ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός, ὁ ὁποῖος ἀσκήτεψε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Ἀρεοβίνδου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἁγία Γαλακτία ἡ Μάρτυς
Η μνήμη της αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρόν Εύχολόγιον ή Άγιασματάριον» έκδοση «Αποστολικής Διακονίας» 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη της.
Οἱ Ἅγιοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοί Μάρτυρες οἱ ἀναιρεθέντες ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη
Ὅταν ὁ ἀρειανόφιλος αὐτοκράτορας Οὐάλης (364 – 378 μ.Χ.) διέμενε στὴ Νικομήδεια, ἐπιτροπὴ ἀπὸ ὀγδόντα ὀρθόδοξους κληρικούς, ἐπισκέφθηκε αὐτόν, γιὰ νὰ συνομιλήσει ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἀρείου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τοὺς ἔβαλαν σὲ πλοῖο, τὸ ὁποῖο κατέκαψαν κοντὰ στὴ Δακυβίζη.
Οἱ Ἅγιοι Δαβὶδ καὶ Ταριχάνι οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δαβὶδ καὶ Ταριχάνι ἦταν ἀδέλφια καὶ μαρτύρησαν τὸ 693 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πέρσου βασιλέως Ἀμπντούλ, διότι ἀρνήθηκαν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Μουσουλμανισμό.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδοτος ἦταν ἀνεψιὸς τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Τεκούσης καὶ μαρτύρησε στὴν Ἄγκυρα τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.).
Ἀφοῦ ἀνέσυρε κατὰ τὴ νύχτα τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων γυναικῶν, ἐνταφίασε αὐτὰ μὲ εὐλάβεια. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ τύραννος Θεότεκνος, συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τὸν ἀποκεφάλισε, τὰ δὲ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν παρέδωσε στὴν πυρρά.
Ὁ Ἅγιος Ποταμὼν ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ποταμὼν ἦταν Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας τῆς Αἰγύπτου καὶ ἔνθερμος ὑπερασπιστὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Τὸ 310 μ.Χ. συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε σὲ ὀρυχεῖα. Συμμετεῖχε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Σύνοδο τῆς Τύρου τὸ 335 μ.Χ. Μαρτύρησε τὸ 340 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἀρείου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱεραπόστολος
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ Ἱεραπόστολος τῶν Ἀλταΐων, γεννήθηκε τὸ 1792. Σπούδασε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴ Ρωσικὴ γλώσσα. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Τὸ 1821 ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Δίδαξε στὶς σχολὲς τοῦ Αἰκατερινοσλὰβ καὶ τῆς Κοστρόμα καὶ τὸ 1829 ἔφυγε, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ἱεραποστολικὰ στὴ Σιβηρία. Ἵδρυσε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τὸμσκ τὸ ἱεραποστολικὸ πνευματικὸ σεμινάριο καὶ ἐπεξέτεινε τὴν ἱεραποστολική του δράση μέχρι τὴν περιοχὴ τῶν Ἀλταΐων. Τὸ 1843 ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Μπολκχὼβ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ὀρέλ, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βενάντιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Βενάντιος ἄθλησε στὴν πόλη Καμερίνο, κοντὰ στὴν πόλη Ἀγκώνα τῆς Ἰταλίας τὸ 250 μ.Χ. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔκαψαν καὶ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ὁ Ἅγιος Φήλικας ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φήλικας ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σπολέτο τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε στὴν Κυνόπολη τῆς Αἰγύπτου τὸ 305 μ.Χ., ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ.
Σύναξη των Αγίων της Δημητριάδος
Η εορτή
καθιερώθηκε περι το 1970 μ.Χ. από τον Μακαριστό Μητροπολίτη Δημητριάδος
κυρό Ηλία και η πανήγυρις επανήρχισε και πάλι το 1994 μ.Χ., με την
ευλογία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου και έκτοτε
συνεχίζεται κατ’ έτος η τιμή προς του Αγίους που έζησαν, δίδαξαν,
ασκήθηκαν και μαρτύρησαν στην περιοχή της Δημητριάδος.
Πρόκειται για τον πρώτο Επίσκοπο Δημητριάδος Άγιο Βησσαρίωνα (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), τους Οσιομάρτυρες Δαμιανό τον εν Κισσάβω (βλέπε 14 Φεβρουαρίου) και Γεδεών τον εκ Καπούρνης (βλέπε 30 Δεκεμβρίου), τους Οσίους Συμεών τον Ανυπόδητο (βλέπε 19 Απριλίου), Γεράσιμο τον Νέο (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου), Λαυρέντιο (βλέπε 10 Μαΐου) και Διονύσιο, Κτήτορα της Ιεράς Μονής Σουρβιάς (βλέπε 23 Ιανουαρίου), τους Νεομάρτυρες Απόστολο τον Νέο (βλέπε 16 Αυγούστου), Τριαντάφυλλο τον εκ Ζαγοράς (βλέπε 8 Αυγούστου) και Σταμάτιο (βλέπε 16 Αυγούστου) και τις Οσίες Ζηναϊδα και Φιλονίλλα (βλέπε 11 Οκτωβρίου).
Ανακομιδή Ιερών λειψάνων του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη και Ομολογητή
Ο αρχαιότερος γνωστός Ερημίτης Άγιος της Κρήτης είναι ο Άγιος Κοσμάς ο Ομολογητής (βλέπε 2 Σεπτεμβρίου),
ο οποίος κοιμήθηκε το έτος 658 μ.Χ. Η βιογραφία του μας είναι γνωστή
από την παλαίτυπη σειρά «Acta Sanctorum», καθώς και από άλλες πηγές.
Όπως
αναφέρει η παραπάνω πηγή, ο Κρητικός Νότος δεν ήταν τόσο φημισμένος τα
χρόνια εκείνα για τον πλούτο, όσο για το πλήθος των ανδρών που ασκούνταν
στην πίστη του Χριστού.
Ο Άγιος Κοσμάς ανήκει στην κατηγορία των
ασκητών που αφιερώθηκαν στον Θεό με βαθιά άσκηση και τέλεια αποταγή εκ
του κόσμου, μέσα σε σπήλαιο που βρισκόταν στα νότια παράλια της Κρήτης.
Οι πνευματικοί του αγώνες έγιναν πολύ γνωστοί. Όπως συνάγεται από τον
βίο του έζησε με θεϊκή φλόγα και ασκήθηκε με μεγάλο πόθο ψυχής,
αντιμαχόμενος το κοσμικό φρόνημα.
Ο εν λόγω Άγιος στο σπήλαιο
όπου αθλήθηκε πνευματικά αποκτώντας μεγάλες αρετές, στο ίδιο σπήλαιο
ενταφιάσθηκε με αφάνεια. Οι γειτονικοί κάτοικοι της ερημιάς μέσα στην
οποία έζησε δημιούργησαν λατρεία για αυτόν και επειδή ήταν δύσκολη η
πρόσβαση στον Τόπο του σπηλαίου του, μετέφεραν το σκήνωμά του σε πόλη,
στολίζοντάς το με ιδιαίτερο τρόπο.
Παρατήρησαν όμως ότι όσο
χρονικό διάστημα, περίπου για τρία χρόνια και έξι μήνες, το σώμα του
Αγίου Κοσμά του Ερημίτη, βρισκόταν στην πόλη αυτή, μακριά από τον τόπο
της άσκησής του, επικράτησαν ξηρασίες, χάθηκαν τεράστιες σοδειές σιτηρών
και σταμάτησε ο ουρανός να δίδει βροχή. Την κατάσταση αυτή οι άνθρωποι
την αιτιολόγησαν εξ αιτίας της μεταφοράς του λειψάνου του ερημίτη στον
κόσμο, γι’ αυτό και αποφάσισαν να επιστρέψουν το λείψανό του στο σπήλαιο
της άσκησής του. Τότε σταμάτησε η ξηρασία, έπεσε άφθονη βροχή και η γη
χόρτασε από νερό. Στο σπήλαιο αυτό το σώμα του Αγίου έμεινε μέσα σε
ταφικό μνημείο, τιμώμενο από όλους με περισσή ευλάβεια.
Το έτος
1058 μ.Χ., Βενετσιάνοι έμποροι ήλθαν με πλοίο στα νότια παράλια της
Κρήτης, πέρασαν τα δύσβατα μέρη που οδηγούσαν στον τόπο της σπηλιάς που
ήταν θαμμένος ο Άγιος το 658 μ.Χ., έκλεψαν το σώμα του και το μετέφεραν
στη Βενετία, στο γνωστό Νησί του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος. Σχετικές
πληροφορίες υπάρχουν στο βιβλίο «DELLE INSCRIZIONI VENEZIANE». Το
άφθαρτο σκήνωμα του Αγίου παρέμενε στη Βενετία, στον παραπάνω
αναφερόμενο Ναό, μέσα σε μια λάρνακα.
Περί το 2000 μ.Χ., το
Μοναστήρι της Παναγίας του Κουδουμά, της Ιεράς Μητρόπολεως Γορτύνης και
Αρκαδίας, άρχισε να μελετά και να ασχολείται με τον Άγιο Κοσμά τον
Ερημίτη. Το Μοναστήρι αυτό σε ένδειξη σεβασμού προς τον Άγιο Κοσμά,
ανακαίνισε ένα από τα σπήλαια της Ιεράς Μονής, αφιέρωσε Ιερό Ναό στο
όνομά του, και κάθε χρόνο γιορτάζει τη μνήμη του, που είναι στις 2
Σεπτεμβρίου, στο συγκεκριμένο σπήλαιο.
Στο διάβα του χρόνου, η
Ιερά Μονή Κουδουμά ήρθε, κατά την εκκλησιαστική τάξη, σε επαφή με το
παραπάνω Μοναστήρι στη Βενετία, παρακαλώντας να δοθεί τεμάχιο του ιερού
λειψάνου του Αγίου.
Μετά από επισκέψεις των πατέρων της Ιεράς
Μονής Κουδουμά μαζί με ειδικούς ερευνητές και μετά από μια μακρά ιστορία
συνεννοήσεων, στην τελευταία επίσκεψη της Αντιπροσωπίας της Ιεράς Μονής
του Κουδουμά στη Βενετία, αφού προηγήθηκαν μελέτες, εγκρίσεις των
Ιταλικών αρχαιολογικών υπηρεσιών, με άδεια του Ρωμαιοκαθολικού
Πατριαρχείου Βενετίας, στις 16 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ., έγινε η τελευταία
φάση της αποσφράγισης του ιερού λειψάνου του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη.
Τελικά,
δόθηκε στη Ιερά Μονή Κουδουμά από τους Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς της
Μονής Αγίου Γεωργίου του Μείζονος της Βενετίας και το Ρωμαιοκαθολικό
Πατριαρχείο Βενετίας, ικανό μέρος από τα ιερά λείψανα του Αγίου Κοσμά
του Ερημίτη, μέρος από το ύφασμα που κάλυπτε τον Άγιο, τέσσερα μεγάλα
τμήματα από τη ζωγραφική επιφάνεια της εικονομαχικής λάρνακας του 8ου
αιώνα μ.Χ. που κάλυπτε τον Άγιο καθώς και οι αρχαίες κλειδαριές της, για
να φιλοξενηθούν για πάντα στο Μοναστήρι του Κουδουμά. Η λάρνακα
ξανακλείσθηκε και σφραγίσθηκε με βουλοκέρι.
Στις 17 Οκτωβρίου
2018 μ.Χ. η αποστολή της Ιεράς Μονής Κουδουμά αναχώρησε με πλοίο από τη
Βενετία, τα εν λόγω ιερά λείψανα έφθασαν στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης
και Αρκαδίας, στις 20 Οκτωβρίου 2018 μ.Χ. και από εκεί κατέφθασαν στο
Μοναστήρι του Κουδουμά όπου έγινε η υποδοχή τους και ακολούθησε ιερά
αγρυπνία.
Η Εκκλησία Κρήτης χαιρετίζει με βαθιά πνευματική
αγαλλίαση, την έλευση του Αγίου Κοσμά του Ερημίτη στον τόπο της άσκησής
του, τη Μεγαλόνησο Κρήτη. Η επανακομιδή τμήματος του ιερού λειψάνου Του
στην Κρήτη αποτελεί, από πλευράς αρχαιότητας, το δεύτερο σπουδαιότερο
γεγονός επιστροφής τιμίου λειψάνου, στη Μεγαλόνησο Κρήτη, μετά την
επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου, Πρώτου Επισκόπου
της Αποστολικής Εκκλησίας Κρήτης.
Ανάμνηση Θαύματος Αγίας Βαρβάρας στην Λευκάδα
Στην Λευκάδα, εκτός από την 4η Δεκεμβρίου
(οπότε τιμάται η μνήμη της Αγίας Βαρβάρας), μεγάλη πανήγυρη γίνεται και
την Γ' Κυριακή του Μαΐου. Τότε, οι Λευκαδίτες ευχαριστούν την Αγία
Βαρβάρα για τη διάσωση του νησιού από την φοβερή μάστιγα της ευλογιάς
στα 1922 μ.Χ. Τελείται μάλιστα και λιτανεία, που ξεκινάει από τον Ιερό
Ναό της Αγίας Παρασκευής και περιέρχεται τους δρόμους της πόλης.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν
τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον
ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε
τῆς Λευκάδος οἱ οἰκισταί, μέλψωμεν ἐν ὕμνοις , τήν Βαρβάραν τήν
θαυμαστήν, τήν ἡμῶν προστάτιν, παρέχουσαν ἰάσεις, τοῖς πόθῳ τῷ τεμένει
αὐτῆς προστρέχουσιν.
Πηγές:http://www.saint.gr/05/18/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/18/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου