Σὲ ὅλα πρῶτος καὶ μάλιστα στὸν μεγαλύτερο βαθμὸ ἀνεδείχθη, πράγματι, ὁ Ἰάκωβος, «Ἱεράρχης πρώτιστος, Ἀπόστολος μέγιστος, σοφὸς ὑποφήτης (ἑρμηνευτὴς τοῦ θείου θελήματος) καὶ μάρτυς τῆς ἀληθείας», ἕνας ἀληθινὰ καθολικὸς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκφραστὴς καὶ τῶν τριῶν ἐπιμέρους διακονιῶν της, τῆς πνευματικῆς, τῆς μορφωτικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς διακονίας.
Ὅπως, ἐξ ἄλλου, ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας, ὁ Ἰάκωβος «πρῶτος Ἐπίσκοπος ἐν Ἱεροσολύμοις ἐγένετο παρ’ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου χειροτονηθείς, καὶ πρῶτος τὴν θείαν λειτουργίαν ἔγραψε καὶ ἐξέθετο παρ’ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ταύτην διδαχθείς». Ἔχοντας, λοιπόν, λάβει αὐτὴν τὴν διπλῆ τιμὴ ἀπὸ τὸν Κύριο πῶς νὰ μὴν ἀναδειχθῆ πραγματικὰ πρῶτος σὲ ὅλα, ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὸ τὸ μαρτύριο πρὸς χάριν τοῦ Κυρίου Του;
Ὅσο γιὰ τὸν ὅρο «Ἀδελφόθεος» ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ, ὅταν μοίρασε τὴν περιουσία του στὰ ὑπόλοιπα παιδιά του καὶ θέλησε νὰ ἀφήσῃ μερίδιο καὶ στὸν Υἱὸ τῆς ἁγίας Παρθένου, οἱ ὑπόλοιποι δὲν τὸ δέχθηκαν﮲ μόνον ὁ Ἰάκωβος τὸν δέχθηκε ὡς συγκληρονόμο του, καλούμενος, ἔτσι, ὄχι μόνον Ἀδελφόθεος ἀλλὰ καὶ Δίκαιος. Ἀκόμη καὶ ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους, καὶ μάλιστα στοὺς πολεμίους τοῦ κηρύγματός του, εἶχε τὴν προσωνυμία «Δίκαιος» (στὰ ἑβραϊκὰ «Ὠβλίας»).
Ὅταν, μάλιστα, οἱ τελευταῖοι προσπάθησαν νὰ τὸν παγιδεύσουν καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸ πτερύγιο τοῦ ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων, ζητῶντας του νὰ πείσῃ τὸν λαὸ νὰ μὴν πλανᾶται καὶ ἀκολουθῇ Ἰησοῦν τὸν Σταυρωθέντα, αὐτὸς ὄχι μόνον δὲν ἐπείσθη ἀλλὰ καὶ διετράνωσε τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ πιστέψουν στὴν μαρτυρία του καὶ οἱ ὑποκριτὲς ἐχθροί του νὰ ἀναφωνήσουν: «Ὡς καὶ ὁ Δίκαιος ἐπλανήθη». Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων ἔχαιρε ἰδιαιτέρου σεβασμοῦ ὁ Ἰάκωβος, γι’ αὐτὸ τοῦ ἔδωσαν τὴν προεδρεία στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (49 μ.Χ.), ὅπου ἐκεῖνος, καθ’ ὅλα συνετός, προέκρινε οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὶ νὰ μὴν περιτέμνωνται ἀλλὰ νὰ ἀκολουθοῦν ἠθικὸ καὶ ἐναρμονισμένο στὴν νέα πίστη βίο.
Ὁ Κύριος δέ, «προβλέπων πόρρωθεν τὴν πολιτείαν» τοῦ Ἰακώβου, τὸν κατέστησε μὲ τὴν σειρά Του ἀδελφὸ στὴν πίστη, ποιμενάρχη καὶ μύστη τῶν ἀπορρήτων, ἀπόστολο καὶ κήρυκα τοῦ λόγου του καὶ τελειωτὴ τῆς πίστεως «αἵματι τοῦ μαρτυρίου». Ὡς γνωστόν, ὁ Ἰάκωβος «ἐρρίφη ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων» ἐκ τοῦ πτερυγίου τοῦ Ἱεροῦ, ἐνῶ ἐκήρυττε «τὸν Θεὸν Λόγον, τὸν Δημιουργὸν τοῦ παντός». Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀπέθανε ἀμέσως, τὸν ἀποτελείωσαν οἱ βασανιστές του, κτυπῶντας τον μὲ κόπανο! Ὅμως «εἰ καὶ ἐν τῷ ξύλῳ ἡ κάρα τοῦ Ἀποστόλου συντέτριπται, ἀλλ’ ἐν τῷ Κυρίῳ, τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, προσήνεκται (ἔχει προσφερθῆ), λυθεὶς τῶν προσκαίρων, ἵνα αἰωνίως ἀγάλλεται».
Ἀξίζει, πράγματι, νὰ μελετήσῃ κάποιος τὴν Καθολικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου, ποὺ εἶναι μεστὴ ὄχι μόνον πνευματικῶν ἀλλὰ καὶ κοινωνικῶν μηνυμάτων. Τότε θὰ ἀντιληφθῆ καλύτερα, γιατὶ πολεμήθηκε ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, παλαιότερα, καὶ γιατὶ συνεχίζει νὰ πολεμῆται, μέχρι σήμερα, ἀπὸ συγχρόνους ἐχθρούς. Τόσο οἱ θεομάχοι Ἰουδαῖοι ὅσο καὶ οἱ σύγχρονοι θεομπαῖχτες ἐνοχλοῦνται, διότι ὁ Ἰάκωβος δὲν κηρύσσει ἁπλῶς «Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α’ Κορ., β’ 2), ἀλλὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ἀγάπη καὶ γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη.
Κατ’ ἀρχὰς ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου ἀνήκει στὴν χορεία τῶν «καθολικῶν ἐπιστολῶν», οἱ ὁποῖες δὲν ἀπευθύνονται σὲ συγκεκριμένη μόνον ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, ἀλλὰ γενικῶς στοὺς Ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς, ποὺ ζοῦσαν ἀνάμεσα στὰ ἔθνη﮲ ἔτσι τὸ περιεχόμενό της εἶναι ἐξίσου ταιριαστὸ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἐγκατεσπαρμένους στὸν σύγχρονο κόσμο τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπους.
Γι’ αὐτό, μάλιστα, ἡ ἐπιστολὴ ἔχει κατ’ ἐξοχὴν παραινετικὸ ὕφος καὶ γίνεται χρήση ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοῦ β’ πληθυντικοῦ προσώπου, ποὺ ἐκφράζει ἀμεσότητα καὶ προσδίδει ζωντάνια στὸν λόγο. Ἐμπλουτίζει, παράλληλα, τὶς θέσεις του ὁ Ἰάκωβος χρησιμοποιῶντας πλῆθος παραδειγμάτων. Εἶναι, ἐξ ἄλλου, γραμμένη ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ στὴν «κοινὴ» ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀπολύτως κατανοητὴ στὸν μέσο ἀναγνώστη.
Στὴν ἀρχὴ γίνεται λόγος γιὰ τοὺς πειρασμούς, ποὺ δοκιμάζουν τὴν πίστη μας, καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ μάλιστα τῆς τελείας, ἀφοῦ «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ., ι’ 22). Συμβουλεύει, μάλιστα, ὁ Ἰάκωβος: «μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Κυρίου πειράζομαι﮲ ὁ δὲ Θεὸς ἀπείραστος ἐστὶ κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα.», καὶ συνεχίζει: «ἕκαστος πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος﮲ εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα (ὅταν ὁλοκληρωθῆ) ἀποκύει θάνατον.» Ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ ποτὲ καὶ τίποτε κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ προέλθῃ: «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον … ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων».
Στὴν ἐπιστολή, ἐξ ἄλλου, τοῦ Ἰακώβου δίνεται ἕνας μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς θρησκείας, μὲ κοινωνικὸ περισσότερο παρὰ μὲ θρησκευτικὸ περιεχόμενο: «θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῶ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χῆρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου (τῆς ἁμαρτίας)». Ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες –πέντε- φορὲς ποὺ ἀναφέρεται ἡ λέξη «θρησκεία» ἢ «θρῆσκος» στὴν Καινὴ Διαθήκη, οἱ τρεῖς ἀπαντῶνται στὸν Ἰάκωβο, καὶ μάλιστα μὲ κοινωνικό, ὅπως εἴδαμε, καὶ ὄχι στενὰ ἠθικὸ καὶ μάλιστα ἠθικολογικὸ περιεχόμενο. Εἶναι καὶ αὐτὸ μιὰ τρανὴ ἀπόδειξη ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι «θρησκεία» ἢ μιὰ ἀκόμη ἰδεολογία, ἀλλὰ βίωση ἐν τῷ κόσμῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολούθως συνετὸς ἐν Χριστῷ βίος καὶ δίκαιη καὶ ἀγαπητικὴ ἐν Χριστῷ πολιτεία, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ἀπόκτηση τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ πολιτείας.
Νὰ γιατὶ ὁ Ἰάκωβος, ἀπολύτως ἔμπειρος τῆς ὑγιοῦς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, ἐπιμένει ὅτι «ὥσπερ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστί», ἐπισημαίνοντας μὲ νόημα γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς «τυπικούς», πλὴν ὅμως ψυχροὺς Χριστιανούς: «ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφοὶ γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος;»
Ἀσφαλῶς, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα σημεῖα ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ πλούσιο θεολογικὸ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς του, ὅπως ἡ διδασκαλία του περὶ τῆς ἀληθινῆς σοφίας, περὶ τῶν βαθυτέρων αἰτίων τῆς κακοδαιμονίας μας, περὶ τῆς μεγάλης δυνάμεως τῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα τῆς συμπροσευχῆς, ποὺ δὲν δυνάμεθα, λόγῳ χώρου, νὰ ἀναπτύξωμε στὸ παρὸν ἄρθρο.
Τὸ κορυφαῖο, πάντως, δεῖγμα τοῦ κοινωνικοῦ χαρακτῆρα τῆς παραπάνω ἐπιστολῆς εἶναι ἡ ἀνθρωπιστικὴ διδασκαλία τοῦ Ἰακώβου. Στιγματίζει, ἔτσι, τοὺς πλουσίους γιὰ τὴν ἄδικη συμπεριφορά των σὲ βάρος τῶν πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων καὶ προεξοφλεῖ τὴν τελική των καταδίκη: «ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις». Στὸ σημεῖο αὐτό, μάλιστα, τὸ κήρυγμά του γίνεται καυστικό: «ὁ πλοῦτος ἡμῶν σέσηπε (ἔχει σαπίσει) καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν (φαγωμένα ἀπὸ τὸν σκόρο), καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ». Ἰδιαίτερα παραστατική, ὅσο καὶ τρομακτικὴ εἶναι, πραγματικά, ἡ εἰκόνα τοῦ μαρτυρίου τῶν ἀδίκων πλουσίων ἐκμεταλλευτῶν. Οἱ κραυγὲς τῶν ἀδικημένων ἐργατῶν, τὰ ἡμερομίσθια τῶν ὁποίων παρακρατήθηκαν, γιὰ νὰ θησαυρίσουν «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» οἱ πλούσιοι ἀφέντες καὶ δυνάστες «εἰσεληλύθασιν εἰς τὰ ὦτα Κυρίου», ὁ Ὁποῖος θὰ ἀποδώσῃ ἀνηλεῆ κρίση «παντὶ τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος».
Ἄραγε ὁ πολὺς Μάρξ, ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὴν «ὑπεραξία», νὰ εἶχε μελετήσει τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς ἐπιστολῆς; Οἱ ὑπέρμαχοι δὲ τῆς «κομμούνας» καὶ οἱ κάθε λογῆς «κοινωνιστές» («σοσιαλιστές»), ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ἀλλὰ δυσκολεύονται νὰ τὴν ἐφαρμόσουν καὶ οἱ ἴδιοι, νὰ γνωρίζουν ἄραγε ὅτι ἡ κοινωνική των διδασκαλία - ποὺ ἐλέγχεται, πάντως, γιὰ τὴν δικαιοσύνη της- εἶχε ἱστορικὸ προηγούμενο στὶς ἀληθινὰ φιλάδελφες κοινότητες τῶν πρώτων χριστιανῶν καὶ στὴν ἀληθινὰ κοινωνικὴ διδασκαλία τοῦ Ἰακώβου Ἀδελφοθέου; Ὁ τελευταῖος, μάλιστα, καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν γίνωνται ἐν γνώσει των ἐκμεταλλευτὲς ἄλλων ἀνθρώπων, φερόμενοι ἀλαζονικά, λόγῳ τοῦ πλούτου ἢ τῆς ἰσχύος των, ὑπενθυμίζοντας ὅτι «εἰδότι καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι ἁμαρτία αὐτῶ ἐστίν»﮲ συνεπῶς ἡ ἁμαρτία «ἀποκύει» τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ τὴν αἰώνια καταδίκη του.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσον ἀφορᾶ τοὺς «χριστιανοὺς» τῆς Δύσεως, ἀφ’ ἑνὸς μὲν οἱ Προτεστάντες ἀμφισβήτησαν ἐξ ἀρχῆς τὴν θεολογικὴ ἀξία τῆς ὡς ἄνω ἐπιστολῆς, ἐφ’ ὅσον ἡ κοινωνική της διδασκαλία δὲν συνάδει μὲ τὴν ἀτομοκρατική των ἰδεολογία, οἱ δὲ παπόφρονες τὴν ἀπορρίπτουν κατ’ οὐσίαν, μὲ τὴν ὑποκριτική των στάση καὶ τὴν ἐν γένει ὑπεροχική των συμπεριφορὰ σὲ βάρος τόσο τῶν ὀρθοδόξων ὅσο καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος καὶ ἰδεολογίας.
Ὅσοι, ὅμως, πιστεύομε στὸν Θεὸ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ., β’ 4), ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτωμε ἢ νὰ χρησιμοποιοῦμε ἐπιλεκτικὰ τὴν διδασκαλία Του, διότι δὲν μᾶς εἶναι ἀρεστὴ ἐξ αἰτίας καὶ τοῦ δικοῦ μας ὑποκριτικοῦ βίου, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ προσευχώμαστε συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως στὸν δικαιοκρίτη Κύριό μας νὰ μᾶς ἐνδυναμώνῃ, ὥστε νὰ γινώμαστε καὶ ἐμεῖς καθολικοὶ Ἅγιοι, πιστοὶ στὸν λόγο Του ἀλλὰ καὶ συνεπεῖς μέχρι τέλους στὰ ἔργα μας ἔναντι τοῦ Ἰδίου καὶ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως ἔπραξε ὁ Δίκαιος δοῦλος Του, Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος.
Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ ἐμεῖς τὴν πολυπόθητη σωτηρία μας καὶ θὰ ἀγαλλώμεθα μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀγαπημένους ἐν Κυρίῳ ἀδελφοὺς στὴν αἰωνία βασιλεία Του. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
σημ.: τὰ χωρία στὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει παραπομπὴ ἀνήκουν εἴτε στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου εἴτε στὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου