«Ὁ Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος θεωρεῖται ὁ «Πρῶτος Μακεδονομάχος»,ἀφοῦ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ διέσωσε τὴν Ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὴν βουλγαροσλαβικὴ ἀπειλή»
Μάνος Ν. Χατζηδάκης, Ἱστορικὸς Ἐρευνητής- Συγγραφέας
Ὁ αὐτοκράτωρ Βασίλειος Β΄, ὁ ἐπονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, γεννήθηκε τὸ 958 στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν πρωτότοκος γιὸς τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Ρωμανίας Ρωμανοῦ Β΄[1] καὶ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοφανοῦς[2]. Ὁ πατέρας του ἀπεβίωσε στὶς 15 Μαρτίου 963 καὶ ἐκεῖνος ἐστέφθη Συναυτοκράτωρ μαζὶ μὲ τὸν μικρότερο ἀδελφό του, τὸν Κωνσταντῖνο. Λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι ἦτο ἀκόμη ἀνήλικος, ἐπιτροπεύθηκε ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Φωκᾶ[3] καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου, ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Τσιμισκή[4].
Τὸ 976, σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Ρωμανίας, ἐπισκιαζόμενος, ὅμως, ἀπὸ τὸν εὐνοῦχο Βασίλειο Λακαπηνό[5], ὁ ὁποῖος ἀσκοῦσε –οὐσιαστικῶς– τὴν διοίκηση τῆς Αὐτοκρατορίας. Σύμφωνα μὲ τὸν Μιχαὴλ Ψελλό, ὁ νεαρὸς Αὐτοκράτωρ εἶχε ὡς νέος ἄσωτη ζωή, καθὼς «ἄλλο δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε παρὰ ὁ ἔρωτας καὶ τὰ συμπόσια»[6].
Ἡ ἀπόφαση τοῦ Λακαπηνοῦ νὰ μεταθέσῃ τὸν ἐπιφανῆ στρατηγὸ Βάρδα Σκληρὸ[7] ἀπὸ τὸ Θέμα[8] Ἀρμενιακῶν στὴν Μεσοποταμία, ἐστάθη ἀφορμὴ ἐξεγέρσεως τοῦ τελευταίου. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 976, τὰ στρατεύματα τῆς Ἀνατολῆς ἀνεκήρυξαν τὸν Βάρδα Σκληρὸ ὡς «Αὐτοκράτορα»[9]. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 978, ὁ Βάρδας Σκληρὸς ἔχοντας νικήσει ὅλους τους στρατηγοὺς ποὺ ἐστάλησαν ἐναντίον του, πλησίασε τὴν πρωτεύουσα[10]. Τότε, ὁ εὐνοῦχος Βασίλειος ἐστράφη στὸν Βάρδα Φωκά[11], στὸν ὁποῖο ἀνέθεσε τὴν συντριβὴ τῆς ἀνταρσίας[12]. Τὸν Μάϊο τοῦ 979, ὁ Φωκὰς ἐνίκησε ὁριστικῶς τὸν Σκληρό, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἄραβος Χαλίφη τῆς Βαγδάτης[13].
Μὲ τὴν ἐξέγερση τοῦ Σκληροῦ, βρῆκε εὐκαιρία ὁ ἡγεμὼν τῶν Βουλγάρων[14], Σαμουήλ[15], μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Δαυίδ[16], Μωυσῆ καὶ Ἀαρῶν[17], νὰ ἀναπτύξῃ βουλγαρικὸ κίνημα, μὲ κέντρο τὴν Πρέσπα, ἐλέγχοντας τὴν βορειοανατολικὴ Μυσία. Ὁ Λακαπηνός, ἐντέχνως, ἄφησε τὸν πρώην Βούλγαρο βασιλέα Βόγορι Β΄ καὶ τὸν εὐνοῦχο ἀδελφό του Ρομὰν[18] νὰ διαφύγουν, ὥστε νὰ διχάσουν τὸ βουλγαρικὸ κίνημα. Ὁ πρῶτος σκοτώθηκε, ἐνῶ τὸν δεύτερο τὸν προσεταιρίσθηκε ὁ Σαμουὴλ καὶ τὸν ἀνεκήρυξε «Τσάρο». Ὁ ἴδιος διετήρησε τὴν Ἀρχιστρατηγία καὶ ἐπετέθη διαδοχικῶς στὶς Σέρρες[19], στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν Θεσσαλία, στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ στὴν Πελοπόννησο.
Μετὰ τὴν καταστολὴ τῆς στάσεως τοῦ Σκληροῦ, ὁ Βασίλειος Λακαπηνός, αἰσθανόμενος τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα τοῦ Βασιλείου Β΄ ἐναντίον του, ἄρχισε νὰ συνωμοτῇ μὲ τὸν Βάρδα Φωκά[20]. Τὸ 985, ἡ συνωμοσία ἀπεκαλύφθη καὶ ὁ Βασίλειος Β΄, παίρνοντας τὴν ἐξουσία δικαιωματικῶς στὰ χέρια του, ἐξόρισε τὸν Λακαπηνὸ καὶ δήμευσε τὴν περιουσία του[21].
Τὸ 986, ὁ Σαμουὴλ κατέλαβε τὴν Λάρισα, τῆς ὁποίας αἰχμαλώτισε τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ καὶ μετέφερε τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου στὴν Πρέσπα[22]. Τὸ ἴδιο ἔτος, ὁ Βασίλειος Β΄, ἀποφασισμένος νὰ πολεμήσῃ τὸν Σαμουήλ, ἡγήθηκε ἐκστρατείας περίπου 30.000 ἀνδρῶν. Ἀφήνοντας τὸν Λέοντα Μελισσηνὸ μὲ φρουρὰ στὴν Φιλιππούπολη νὰ φυλάῃ τὰ νῶτα του, ἐστράφη πρὸς τὴν Τριαδίτσα[23] ἀλλὰ ἀπέτυχε νὰ τὴν ἀπελευθερώσῃ. Μάλιστα, ὁ στρατηγός του ὁ Κοντοστέφανος, ἐξυπηρετῶντας τοὺς σφετεριστὲς τοῦ θρόνου, εἶπε στὸν Βασίλειο ὅτι δῆθεν ὁ Λέων Μελισσηνὸς εἶχε λιποτακτήσῃ, παρασύροντάς τον, ἔτσι, σὲ παγίδα τῶν Βουλγάρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἡττηθῇ στὶς 16 Αὐγούστου 986. Ὁ Αὐτοκράτωρ σώθηκε, τὴν τελευταία στιγμή, χάρη στὴν βοήθεια τῶν πιστῶν στρατηγῶν του, Νικηφόρου Οὐρανοῦ καὶ Νικήτα Χρυσολωρᾶ. Ὁ Κοντοστέφανος τιμωρήθηκε γι᾿ αὐτή του τὴν προδοσία[24], ἀλλὰ ἡ Μακεδονία βρέθηκε πάλι στὸ ἔλεος τῶν Βουλγάρων.
Ὁ Βάρδας Σκληρὸς ἐπωφελούμενος ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἧττα καὶ ὄντας συνεννοημένος μὲ τοὺς Ἄραβες, ἀνηγορεύθη «Αὐτοκράτωρ» στὴ Μελιτηνή, μὲ τὴν στήριξη τῶν Ἀρμενικῶν πληθυσμῶν[25]. Ὁ Βασίλειος Β΄ ἔστειλε τὸν Στρατηγὸ Βάρδα Φωκά, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσῃ αὐτὴ τὴν στάση, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς αὐτοανεκηρύχθη «Αὐτοκράτωρ» στὴν Καισάρεια, στὶς 15 Αὐγούστου 987[26]. Σύμφωνα μὲ τὸν Στέφανο Ταρωνίτη, εἶχε, ἀρχικῶς, συμφωνήσει συμμαχία ἐναντίον τοῦ Βασιλείου Β΄ μὲ τὸν Σκληρό, τὸν ὁποῖο, ὅμως, ἐξηπάτησε καὶ συνέλαβε στὶς 14 Σεπτεμβρίου 987. Ἔπειτα, ὁ Βάρδας Φωκὰς μὲ τὸ πιστὸ σὲ αὐτὸν στράτευμά του, στρατοπέδευσε στὴν Χρυσούπολη[27], στὴν ἀσιατικὴ ἀκτὴ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἔστειλε καὶ ἄλλο στράτευμα στὴν Ἄβυδο[28], προκειμένου νὰ ἐπιτεθῇ ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα. Ὁ Βασίλειος, μὲ τὴν βοήθεια Σκανδιναβῶν καὶ Βαράγγων (Ρώσων) μισθοφόρων[29], συνέτριψε τοὺς κινηματίες στὴν Χρυσούπολη καὶ ἐστράφη πρὸς τὴν Ἄβυδο. Στὶς 13 Ἀπριλίου 988, οἱ δύο ἀντίπαλοι μονομάχησαν, ἀλλὰ ὁ Φωκὰς ἀπεβίωσε αἰφνιδίως καὶ ὁ στρατός του διελύθη.
Ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν παροχὴ τῆς βοήθειάς τους, ὁ ἡγεμὼν τῶν Ρώσων, Βλαδίμηρος Α' ζήτησε νὰ νυμφευθῇ τὴν πορφυρογέννητη ἀδελφὴ τοῦ Βασιλείου Ἄννα καὶ ὡς ἐγγύηση γι᾿ αὐτή του τὴν ἀπαίτηση, κατέλαβε τὴ Χερσώνα[30]. Ὁ Αὐτοκράτωρ ἐδέχθη νὰ πραγματοποιηθῇ ὁ γάμος, μὲ τὸν ὅρο ὅτι οἱ Ρῶσοι θὰ ἐξεχριστιανίζονταν, ὅπως καὶ ἔγινε[31]. Τὸ 989, ὁ Βάρδας Σκληρὸς στασίασε πάλι ἀνεπιτυχῶς, ἀλλὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ἴδιου χρόνου τοῦ ἐδόθη ἀμνηστεία καὶ ὁ τίτλος τοῦ «κουροπλάτου»[32] καὶ παρεδόθη. Μάλιστα, ὁ Βασίλειος τὸν ἐκράτησε ὡς σύμβουλό του.
Ἡ καταστολὴ ἀλλεπαλλήλων στάσεων τῶν στρατηγῶν Βάρδα Φωκᾶ καὶ Βάρδα Σκληροῦ, ἀπαλλαγῆς του ἀπὸ τὸν εὐνοῦχο Βασίλειο Λακαπηνό, ἀλλὰ καὶ ἡ νεανική -πρώτη καὶ τελευταία ἧττα τῆς ζωῆς του, κατόπιν προδοσίας, στὶς Πύλες τοῦ Τραϊανοῦ, ἑδραίωσαν τὴν ἐξουσία του, τὸν ὡρίμασαν[33] καὶ τὸν μεταμόρφωσαν σὲ ἕναν ἐξαίρετο πολιτικὸ ἀλλὰ καὶ ἰδιοφυῆ στρατιωτικό. Ἐξελίχθηκε, κατὰ τὸν Μιχαὴλ Ψελλό, σὲ ἄνθρωπο «λιτοδίαιτο καὶ ἐνεργητικὸ στὸ ἔπακρο», ὁ ὁποῖος «μὲ θέληση ἀδάμαστη δόθηκε στὸ καθῆκον[34]». Σύμφωνα μὲ τὸν Ostrogorsky, ὁ Βασίλειος «εἶχε χάσει πιὰ κάθε διάθεση γιὰ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, ποὺ εἶχε γευθῇ στὴν νεότητά του μὲ ἀχαλίνωτο πάθος... Ὅλη του ἡ φιλοδοξία στράφηκε στὴν αὔξηση τῆς δυνάμεως τοῦ κράτους καὶ στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς Αὐτοκρατορίας»[35].
Τὴν περίοδο 990 – 994, διεξάγοντας πόλεμο ἐναντίον τῶν Βουλγάρων, ἐφήρμοσε τὴν στρατηγικὴ τῆς ἐξουθενώσεως τοῦ ἐχθροῦ[36], μὲ ἀλλεπάλληλες αἰφνιδιαστικὲς ἐπιθέσεις καὶ ἀναδιπλώσεις στὰ ὀχυρά. Ἀπελευθέρωσε τὴν Βέρροια καὶ ὅλη τὴν νότιο Μακεδονία καὶ ἔτρεψε σὲ φυγὴ τὶς βουλγαρικὲς δυνάμεις. Τὸ 991, μάλιστα, σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐφόδους, συνελήφθη ὁ «τσάρος» τῶν Βουλγάρων Ρομάν, ὁ ὁποῖος ἐστάλη αἰχμάλωτος στὴ Βασιλεύουσα.
Τὸ 992, ὁ Βασίλειος, διαβλέποντας τὴν στρατηγικὴ ἀξία τοῦ ἀναπτυσσόμενου στόλου τῆς Βενετίας, φρόντισε νὰ τῆς παραχωρήσῃ εἰδικὰ ἐμπορικὰ προνόμια.
Τὸ 994, ὅμως, οἱ Φατιμῖδες τῆς Αἰγύπτου[37], παραβιάζοντας τὴν συνθήκη εἰρήνης ποὺ εἶχε ὑπογραφῇ τὸ 987, ἐπετέθησαν στὴν Αὐτοκρατορία καὶ πολιόρκησαν τὸ Χαλέπι[38]. Τότε, ὁ Βασίλειος συνεκέντρωσε κεραυνοβόλα στρατιά, μὲ ταχύτητα προελάσεως ποὺ ἐκάλυπτε 100 μίλια τὴν ἡμέρα καὶ κατέφθασε στὸ Χαλέπι μὲ 40.000 στρατό, μέσα σὲ 16 ἡμέρες. Ἡ ἐμφάνισή του αἰφνιδίασε τόσο τοὺς Φατιμῖδες, οἱ ὁποῖοι ἔλυσαν τὴν πολιορκία καὶ ἐτράπησαν σὲ φυγή. Ὁ Βασίλειος, μετὰ τὴν νίκη του, ἀφοῦ ἀνέκτησε τὴν Ἐμέσα[39] καὶ τὴν Ἀντάραδο καὶ ὅρισε ὡς Διοικητὴ τῆς Ἀντιόχειας τὸν Δαμιανὸ Δαλασσηνό, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Στὶς 1 Ἰανουαρίου 996, ὁ Βασίλειος, μὲ τὴν περίφημη «Νεαρά»[40] του «Περὶ τῶν δυνατῶν τῶν ἀπὸ πενήτων ἐπικτωμένων» κατήργησε τὴν 40ετῆ χρησικτησία καὶ ἐπανέφερε τὴν γῆ στοὺς μικροϊδιοκτῆτες[41]. Ἐπίσης, κατήργησε τὴν προνομιακὴ μεταχείριση τῶν ἀνωτάτων ἀξιωματούχων στὶς περιπτώσεις δολοφονιῶν καὶ ἀπηγόρευσε στοὺς Μητροπολῖτες νὰ ἐπεμβαίνουν σὲ ἀγροτικὲς κοινότητες τῆς Μητροπόλεώς τους καὶ νὰ ἰδιοποιοῦνται μονές, ποὺ εἶχαν ἱδρυθῇ ἀπὸ αὐτὲς καὶ τέλος, ρύθμισε ζητήματα πανηγύρεων[42]. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωάννη Καραγιαννόπουλο, κατὰ τὶς ἐκστρατεῖες του «εἶχε κάθε εὐκαιρία νὰ ἀντιληφθῇ τὸ μέγεθος τῆς δύναμης τῶν μεγαλογαιοκτημόνων, τῶν Φωκάδων, τῶν Μαλεϊνῶν, τῶν Σκληρῶν, αὐτῶν ποῦ ἐπιχείρησαν μὲ τὰ ὅπλα νὰ τοῦ διεκδικήσουν τὸ θρόνο, καὶ εἶχε κάθε δυνατότητα νὰ δεχθῇ τὰ παράπονα καὶ τὶς καταγγελίες τῶν ταπεινῶν μικροκαλλιεργητῶν, μὲ τὶς θυσίες τῶν ὁποίων πετύχαινε τὶς νῖκες του...»[43].
Παράλληλα, ὁ Σαμουήλ, ἐκμεταλλευόμενος τὴν ἀπουσία τοῦ Αὐτοκράτορος, κατέλαβε τὴν Βέρροια, πολιόρκησε τὴν Θεσσαλονίκη, ἐνῶ προήλασε μέχρι τὴν Πελοπόννησο τὸ 997[44]. Τὸ ἴδιο ἔτος μάλιστα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αἰχμαλώτου στὴν Κωνσταντινούπολη Ρομάν, αὐτονακηρύχθη «Τσάρος». Ὁ Βασίλειος ἀνέθεσε στὸν Δομέστικο τῶν Σχολῶν[45] Στρατηγὸ Νικηφόρο Οὐρανὸ νὰ ἐκστρατεύσῃ ἐναντίον του. Ὁ Στρατηγὸς Νικηφόρος Οὐρανὸς αἰφνιδίασε τὸν Σαμουὴλ καὶ τὸν νίκησε κατὰ κράτος στὴν μάχη τοῦ Σπερχειοῦ[46]. Ὁ Σαμουήλ, ὅμως, παρὰ τὴν ἧττα του, συνέχισε καὶ κατέκτησε τὸ Δυρράχιο καὶ τὶς πόλεις, τῆς περιοχῆς τῆς Νοτιοανατολικῆς Σερβίας, Ρασκία καὶ Διόκλεια[47].
Τὸ 998, ὁ νέος χαλίφης τῶν Φατιμιδῶν, AlHakim πολιόρκησε πάλι τὸ Χαλέπι. Ὁ διοικητὴς τῆς Ἀντιόχειας Δαμιανὸς Δαλασσηνὸς ἀπέκρουε ἐπιτυχῶς τὶς ἐπιθέσεις, ἀλλὰ σὲ μάχη στὴν Ἀπάμεια, σκοτώθηκε καὶ τὸ στράτευμά του διελύθη τὸν Ἰούλιο τοῦ 999. Ὁ Βασίλειος Β΄ πρότεινε στὸν Χαλίφη εἰρηνικὴ διευθέτηση μὲ πρεσβεία στὸ Κάϊρο καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ τελευταίου, προήλασε μέχρι τὴν Ἀπάμεια. Ἀπελευθέρωσε διαδοχικῶς τὴν Συριακὴ Λάρισα, τὴν Ἔμεσα, τὴν Καισάρεια τοῦ Φιλίππου, τὴν Ἄκρα καὶ τὴν Ἠλιούπολη (Μπααλμπέκ), τὴν ὁποία καὶ ἰσοπέδωσε. Στὶς 1 Ἰανουαρίου 1000, ἑόρτασε τὴν ἔλευση τῆς νέας χιλιετίας στὴν Ἀντιόχεια, τὴν ὁποία στὴν συνέχεια ἐνίσχυσε μὲ ὀχυρώσεις καὶ διόρισε ὡς Διοικητή της, τὸν στρατηγὸ Νικηφόρο Οὐρανό. Τὸ 1001, μετὰ ἀπὸ ὑποχώρηση τοῦ Χαλίφη, ὑπεγράφη δεκαετὴς συνθήκη, μὲ βάση τὴν ὁποία ἀναγνωρίζετο ἡ κυριαρχία τῆς Ρωμανίας στὰ Συριακὰ ἐδάφη.
Τὸ ἴδιο ἔτος, ὁ Βασίλειος, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὸ Βαλκανικὸ μέτωπο, ἐπετέθη στὸ κέντρο τῶν Βουλγάρων, σκοπεύοντας νὰ πλήξῃ τὶς ζωτικὲς ἐχθρικὲς ἐπαρχίες καὶ νὰ ἀποκόψῃ τὸν Σαμουὴλ ἀπὸ τὶς ἐνισχύσεις ποὺ περίμενε, ὅσο θὰ λεηλατοῦσε τὴν Δυτικὴ Μακεδονία. Ἀπελευθέρωσε ὅλες τὶς παραδουνάβιες περιοχές, τὶς ὁποῖες καὶ ὀχύρωσε.
Τὸ 1002, ὁ Βασίλειος ἐπανέφερε σὲ ἰσχὺ τὸν παλιὸ νόμο τοῦ Νικηφόρου Α', τὸν λεγόμενο «Ἀλληλέγγυον»[48], καὶ τὸν τροποποίησε, ὀρίζοντας ὅτι τὴν πληρωμὴ τῶν φόρων τῶν πτωχῶν μόνον ἀπὸ τοὺς μεγαλογαιοκτήμονες[49].
Τὸ 1003 – 1004, ἡ πόλη Βάρη τῆς Κάτω Ἰταλίας πολιορκήθηκε ἀπὸ Σαρακηνούς, ἀλλὰ ἐσώθη, χάρις στὴν ἐπέμβαση τοῦ Βενετικοῦ στόλου. Τότε, ὁ Βασίλειος, ἀξιοποιῶντας τὴν ὑψηλὴ στρατηγικὴ συμμαχιῶν στὴν Ἰταλία, προσέφερε τὴν ἀνιψιά του Μαρία Ἀργυροπουλίνα[50], ὡς νύφη στὸν γιό τοῦ Δόγη τῆς Βενετίας, Ἰωάννη. Ὁ γάμος ἐτελέσθη στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1004.
Τὸ 1004, ὁ Αὐτοκράτωρ Βασίλειος, μὲ γρήγορη προέλαση πρὸς νότο, ἀπελευθέρωσε τὰ Σκόπια[51]. Τὸ 1005, καί, ἐνῶ πολλοὶ Στρατηγοὶ καὶ Διοικητὲς τοῦ Σαμουὴλ ἤρχισαν νὰ ἐγκαταλείπουν τὸν ἀρχηγό τους, ὁ Βασίλειος ἀπελευθέρωσε τὸ Δυρράχιο. Μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἐμπείρου στρατηγοῦ του, Νικηφόρου Ξιφία[52], κύκλωσε τοὺς Βουλγάρους ἀπὸ τὰ νότια τοῦ Κλειδίου[53] καὶ μέσα ἀπὸ τὰ δύσβατα μονοπάτια, εὑρέθη στὰ νῶτα τοῦ Σαμουήλ, ἀπ᾿ ὅπου καὶ τοῦ ἐπετέθη στὶς 29 Ἰουλίου τοῦ 1014. Οἱ Βούλγαροι, πανικόβλητοι ἀπὸ τὴν αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεση, ἐτράπησαν σὲ φυγὴ καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς παρεδόθησαν. Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς εὑρέθησαν κοντὰ στὸν ἀρχηγό τους, πολέμησαν μέχρι ἐσχάτων, ἔτσι ὥστε ἐκεῖνος νὰ μπορέσῃ νὰ καταφύγει μὲ τὸν γιό του, τὸν Γαβριήλ – Ρωμανὸ ἢ Ραδομῆρο στὴν πόλη Πρίλαπο[54], βορείως τῆς Ἀχρίδας. Ὁ Βασίλειος, θέλοντας νὰ ἀπαλλαγῇ ὁριστικῶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, διέταξε νὰ τυφλωθοῦν καὶ οἱ 15.000 αἰχμάλωτοι Βούλγαροι στρατιῶτες καὶ σὲ κάθε ἑκατοντάδα νὰ ἀφήσουν ἕναν μονόφθαλμο, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγοῦσε τοὺς τυφλοὺς στρατιῶτες στὸν Σαμουήλ[55]. Ὅταν αὐτὴ ἡ φάλαγγα ἔφτασε στὸ Πρίλαπο, ὁ Βούλγαρος ἡγεμών, μόλις τοὺς ἀντίκρυσε, ἔπαθε ἀποπληξία καὶ σὲ δύο μέρες ἀπεβίωσε[56].
Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων κατὰ τῶν Βουλγάρων στὴν Μάχη τοῦ Κλειδίου καὶ ὁ θάνατος τοῦ Σαμουήλ. (Πηγή: eranistis.net)
Ὁ γιὸς τοῦ Σαμουήλ, ὁ Γαβριὴλ Ρωμανός, ποὺ τὸν διεδέχθη, ἔστειλε πρεσβεία στὸν Βασίλειο γιὰ διαπραγματεύσεις γιὰ εἰρήνη μεταξὺ τῶν δύο Ἐθνῶν. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ὁ νέος Τσάρος ἤθελε νὰ κερδίσῃ χρόνο γιὰ τὴν ἀνασύνταξη τῶν δυνάμεών του. Στὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Στρώμνιτσα, παγίδευσαν καὶ ἀπεδεκάτισαν στράτευμα τῆς Ρωμανίας, μαζὶ μὲ τὸν ἐπί κεφαλῆς του, Θεοφύλακτο Βοτανειάτη. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς πεισμάτωσε τὸ Βασίλειο, ὁ ὁποῖος συνέχισε τὴν ἀπελευθέρωση πόλεων τῆς Μακεδονίας, μὲ τελικὸ στόχο τὴν Ἀχρίδα καὶ τὴν Πρέσπα τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας.
Τὸ 1016, ὁ Γαβριὴλ Ρωμανὸς δολοφονήθηκε ἀπὸ τὸν ξάδελφό του, τὸν Ἰωάννη Βλαδισλάβο, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἡγεμὼν τῶν Βουλγάρων καὶ ἀκολούθησε τὴν ἴδια πολιτικὴ τοῦ προκατόχου του. Τὸ 1017 ὁ Βασίλειος ἀπελευθέρωσε τὶς πόλεις Μοναστήρι[57], Πρίλαπο, Μελένικο[58], Ἄστυβο[59], Μογλενὰ[60] καὶ Ἔδεσσα, συντρίβοντας κάθε βουλγαρικὴ ἀντίσταση στὸ πέρασμά του. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1018, ὁ Βλαδισλάβος ἐσκοτώθῃ σὲ μονομαχία μὲ τὸν ὑπερασπιστὴ τοῦ Δυρραχίου, Νικήτα Πηγωνίτη καί, κατόπιν, ὅλοι οἱ Βούλγαροι Βόγιαροι καὶ Στρατηγοὶ ἄρχισαν νὰ ἀποστέλλουν στὸν Αὐτοκράτορα ἀγγελιοφόρους, μὲ τοὺς ὁποίους τοῦ παρέδιδαν ὅλα τὰ κάστρα καὶ τὶς πόλεις. Μάλιστα, ἡ χήρα τοῦ Βλαδισλάβου, μὲ ἐπιστολή της, τοῦ παρέδωσε τὴν Βουλγαρικὴ ἡγεμονία, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ζωὴ τῶν παιδιῶν της.
Ὁ Αὐτοκράτωρ εἰσῆλθε νικηφόρος στὴν Ἀχρίδα, στὴν ὁποία ὅρισε διοικητὴ τὸν Στρατηγὸ Εὐστάθιο Δαφνομήλη. Παράλληλα, οἱ Στρατηγοὶ Ἀριανίτης καὶ Νικηφόρος Ξιφίας ἀπελευθέρωσαν τὴν Στρώμνιτσα καὶ τὴν Τριαδίτσα ἀντιστοίχως. Τὸ 1018 ὁ Βασίλειος ἀπέστειλε, ἐναντίον τῶν Νορμανδῶν καὶ τῶν Λομβαρδῶν, τὸν στρατηγὸ Βασίλειο Βοϊωάννη, ὁ ὁποῖος στὶς Κάννες Ἀπουλίας τοὺς συνέτριψε.
Μετὰ τὴν ὑποταγὴ τῶν Βουλγάρων, ὁ Βασίλειος Β΄ πῆγε στὴν Ἀθήνα καὶ τέλεσε δοξολογία μέσα στὸ Παρθενῶνα, ὁ ὁποῖος τότε λειτουργοῦσε ὡς Ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴν Παναγία τὴν Ἀθηνιώτισσα. Γιὰ τὴν ὁριστικὴ νίκη του, ἐναντίον τῶν Βουλγάρων, ἐπονομάστηκε ἔκτοτε Βουλγαροκτόνος[61].
Τὸ 1019, μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Σιρμίου καὶ τὴν ὑποταγὴ τῆς Σερβίας, ἐνετάχθη ξανὰ ὁλόκληρη ἡ χερσόνησος τοῦ Αἵμου στὴ Ρωμανία.
Τὸ 1020 ξέσπασαν ταραχὲς στὴν Ἀρμενία καὶ ὁ ἡγεμὼν τῆς ἐνδότερης Ἰβηρίας[62] καὶ τῆς Ἀβασγίας[63] Giorgi εἰσέβαλε καὶ κατέκτησε πόλεις καὶ φρούρια τοῦ Θέματος Ἰβηρίας. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο, ὁ Βασίλειος Β΄ προχώρησε σὲ δεύτερη ἐκστρατεία στὸν Καύκασο τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1021. Νίκησε σὲ ἐπανειλημμένες συγκρούσεις τὶς δυνάμεις τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ἰβηρίας Giorgi καί, ἐντὸς 3 μηνῶν, κατέλαβε ὅλη τὴν Ἀβασγία, ὑπέταξε τὴν Ἀρμενία καὶ τὸ ἀνεξάρτητο Βασπουρακὰν στὴν Ρωμανία. Ὁ Giorgi ἀναγκάσθηκε νὰ συνθηκολογήσῃ, ζητῶντας συγχώρηση ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα.
Τὴν ἴδια περίοδο, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Καυκάσιας ἐκστρατείας τοῦ Βασιλείου Β΄, οἱ στρατηγοὶ Νικηφόρος Ξιφίας καὶ Νικηφόρος Φωκάς Βαρυτράχηλος, θεωρῶντας ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ τοὺς ἀγνόησε καὶ ὑποστηριζόμενοι ἀπὸ τὸν Giorgi τῆς Ἰβηρίας, συνωμότησαν νὰ τὸν δολοφονήσουν. Ὁ Βασίλειος Β΄ μόλις ἐξεδηλώθη ἡ συνομωσία τους, ἔσπειρε τὴν διχόνοια μεταξύ τους μέσῳ ἐπιστολῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Νικηφόρος Ξιφίας νὰ δολοφονήσῃ τὸν Φωκὰ καὶ κατόπιν νὰ παραδοθῇ στὸν νέο δομέστικο τῶν Σχολῶν Θεοφύλακτο Δαλασσηνό.
Τὸ 1024, ὁ Βασίλειος Β΄ ἔκανε ἐπιδρομὴ στὸ Θέμα Δαλματίας.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔστρεψε τὸ ἐνδιαφέρον του στὶς Ἑλληνικὲς κτήσεις στὴ Σικελία[64], οἱ ὁποῖες εὑρίσκονταν ὑπὸ τὴ κυριαρχία τῶν Φράγκων. Δὲν πρόλαβε, ὅμως, νὰ ἐπιχειρήσῃ νὰ τὶς ἐλευθερώσει, καθὼς ἀπεβίωσε στὶς 15 Δεκεμβρίου 1025[65]. Ἐτάφη, ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε, δίχως πομπὲς καὶ ἐπισημότητες στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὴν περιοχὴ Ἕβδομον, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὸν τάφο του ἐχαράχθη ἐπιγραφή, ποὺ ἔλεγε «οὐ γὰρ τὶς εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμόν δόρυ... ὁτὲ στρατεύων ἀνδρικῶς πρὸς ἑσπέραν, ὁτὲ πρός αὐτούς τοὺς ὅρους τους τῆς ἕω, ἱστῶν τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία», ποὺ σήμαινε «Ποτὲ κανεὶς δὲν εἶδε νὰ ἠρεμῇ τὸ δικό μου δόρυ... ἄλλοτε ἐκστράτευα ἀνδρείως πρὸς βορρᾶ καὶ δύση καὶ ἄλλοτε πρὸς τὰ ὄρη τῆς ἀνατολῆς, στήνοντας παντοῦ στὴν γῆ χιλιάδες τρόπαια».
Χάρτης τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας τὸ 1025, κατὰ τὸ θάνατο τοῦ Βασιλείου Β΄. (Πηγή: cognoscoteam.gr)
Τὸν διεδέχθη στὸν θρόνο ὁ ἀδελφός του ὁ Κωνσταντῖνος Η', καθὼς αὐτὸς δὲν εἶχε νυμφευθῇ. Ὁ Κωνσταντῖνος Η', ὅμως, ποτὲ δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὸ Κράτος, δὲν εἶχε διάθεση γιὰ ἐκστρατεῖες καὶ γιὰ πολεμικὰ κατορθώματα, ἀλλὰ οὔτε καὶ γνώριζε ἀπὸ πολεμικὴ τέχνη. Ἀνέθεσε τὴν κρατικὴ διοίκηση στοὺς λογίους καὶ στοὺς διεφθαρμένους εὐνούχους[66]. Στὴν δημοσιονομικὴ πολιτικὴ κατέστρεψε τὸ ἔργο τοῦ ἀδελφοῦ του, καθὼς κατάργησε τὴν πενταετῆ ἀναστολὴ τῆς φορολογίας τῶν φτωχότερων τάξεων καὶ ἀπαίτησε τὴν ἀναδρομικὴ εἴσπραξη δυὸ δασμοφοριῶν, ποὺ ἔπληξε ὅλες τὶς τάξεις[67]. Παραλλήλως, θέσπισε νόμο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀναθεματίζετο ὅποιος στασίαζε, ἐνῶ τύφλωσε ἄτομα ποὺ θεωροῦσε ὁ ἴδιος ἐπικίνδυνα, ἀνεξαρτήτως ἂν ἦταν πράγματι ἔτσι[68].
Σᾶς παραθέτω ἕνα ποίημά μου ποὺ ἔγραψα γιὰ τὸν Αὐτοκράτορα Βασίλειο Β΄ Βουλγαροκτόνο:
Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος
Χαῖρε Βασίλειε σὺ Βουλγαροκτόνε,
τῆς δυναστείας τῶν Μακεδόνων γόνε,
σὺ τῆς Ἑλλάδος βλαστὲ δοξασμένε.
Χαῖρε αὐτοκράτωρ τιμημένε.
Χαῖρε Βασίλειε σὺ Βουλγαροκτόνε,
τῆς δυναστείας τῶν Μακεδόνων γόνε,
σὺ τῆς Ἑλλάδος βλαστὲ δοξασμένε.
Χαῖρε αὐτοκράτωρ τιμημένε.
***
Τὴν Ρωμανία πανίσχυρη κατέστησες,
αἰώνια προβλήματα ἔλυσες,
πανίσχυρο στρατὸ συνέταξες,
τὴν Ρωμανία νὰ λάμψει ἔκανες.
Τὴν Ρωμανία πανίσχυρη κατέστησες,
αἰώνια προβλήματα ἔλυσες,
πανίσχυρο στρατὸ συνέταξες,
τὴν Ρωμανία νὰ λάμψει ἔκανες.
***
Στάσεις ἐνάντιά σου πάταξες,
Ἴβηρες, Ἄραβες, Βουλγάρους σάρωσες,
μύριους βαρβάρους ἐπολέμησες,
ἄλλους ὑπέταξες, ἄλλους κατέλυσες.
***
Ἤπειρο, Θράκη, Μακεδονία ἐλευθέρωσες,
ἔνδοξες σελίδες ἱστορίας ἔγραψες,
σκλάβες πατρίδες ἔσωσες,
Ὀρθοδοξία στὴν Ρωσία διέδωσες.
***
Οἱ διάδοχοί σου ἀνάξιοι ἐδείχθησαν[69],
τὴν Ρωμανία σὲ παρακμὴ ὁδήγησαν,
τὸ μέγα σου ἔργο ἀκύρωσαν,
ἑκούσια ἢ ἀκούσια τὴν συρρίκνωσαν.
***
Σὺ δείξας, ὡς Μακεδονομάχος πρῶτος
(ὅτι) Μακεδονία ἐστὶ Ἑλλάδος θρόνος.
***
Χαῖρε, Βασίλειε, σὺ Βουλγαροκτόνε,
τῆς δυναστείας τῶν Μακεδόνων γόνε,
σὺ τῆς Ἑλλάδος βλαστὲ δοξασμένε.
Χαῖρε μεγάλε Αὐτοκράτωρ, τιμημένε.
Εὐαγγελία Κ. Λάππα
16 Αὐγούστου 2022
16 Αὐγούστου 2022
Πηγές:
1. Ostrogorski Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος
2. Vasiliev Α.Α., Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, Ἐκδόσεις Πάπυρος
3. Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη ἔκδοση
4. Ὁ πραγματικὸς Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος / https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/
5. Παγουλάτου Μενελάου, Ἡ ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ, Ἡ Δυναστεία τῶν Ἰσαύρων ἕως τὴν Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν (Μέρος Α'), Ἐκδόσεις ΤΑΛΩΣ Φ.
6. Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Βυζάντιο, τὰ χίλια χρόνια ποὺ θέλουν νὰ ξεχάσουμε, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2015
7. Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Ὁ Χρυσὸς Αἰῶνας τῆς Ρωμιοσύνης (960 – 1060), Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2021
8. Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022
9. Ψελλοῦ Μιχαήλ, Χρονογραφία
______________________________
1. Ὁ Ρωμανὸς ὁ Β΄ ἦταν γιὸς καὶ διάδοχος τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου καὶ ἀνέλαβε τὴ διακυβέρνηση τῆς Ρωμανίας τὸ 959. Ξόδευε τὶς ὧρες του σὲ γλέντια καὶ κραιπάλες, χωρὶς νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὰ θέματα τοῦ κράτους καὶ σύμφωνα μὲ τὸν Ζωναρά, λόγῳ τῆς συμπεριφορᾶς του αὐτῆς, ἂν καὶ ἦταν ἐνήλικας, τὸν χαρακτήριζαν «παιδαρέλι». Ἐπίσης, φαινόταν ὅτι παραμελοῦσε τὴν σύζυγο του, γεγονὸς ποὺ φαινόταν νὰ τὴν δυσαρεστοῦσε ἔντονα. (Πηγές: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022 καὶ Λινάρδου Κωνσταντίνου – Νικηφόρος Φωκὰς (919-969 μ. Χ.): ὁ ἀσκητὴς Αὐτοκράτωρ https://www.istorikathemata.com/2017/02/919-969.html)
2. Τὸ πραγματικό της ὄνομα ἦταν Ἀναστασὼ καὶ ἦταν κόρη τοῦ Κρατεροῦ, ἑνὸς φτωχοῦ ταβερνιάρη ἀπὸ τὴ Λακωνία. Τὸ ὄνομα Θεοφανὼ τὸ πῆρε ὅταν ἔγινε αὐτοκράτειρα. (Πηγές: Νικηφόρος Φωκάς [919-969 μ.Χ.]: Ὁ ἀσκητὴς Αὐτοκράτωρ http://www.istorikathemata.com/2017/02/919-969.html, Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022 καὶ https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/ Ὁ πραγματικὸς Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος)
3. Ο Ἅγιος Νικηφόρος Φωκὰς γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, ὡς γιὸς τοῦ Βάρδα Φωκᾶ τὸ 919. Τὸ 955, διορίσθηκε Δομέστικος τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο. Ἐπὶ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ τοῦ Β΄ ὁ Νικηφόρος Φωκὰς ἀνέλαβε τὴν προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία βρισκόταν ὑπὸ τὴν κατοχὴ τῶν Σαρακηνῶν ἀπὸ τὸ 827. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 960, τὸ μεγάλο στράτευμά του ἀποβιβάσθηκε καὶ ἀπέκλεισε τὸ νησί, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν δυσχέρεια τῆς ἔξωθεν ἐνίσχυσης τῶν Σαρακηνῶν. Στὴ συνέχεια, ἐπιχειρήθηκε ἡ ἐκπόρθηση τῶν πόλεων τῆς νήσου, ἰδιαίτερα τοῦ Χάνδακα (Ἡρακλείου), τοῦ ὁποίου τελικά, ἡ ἀπελευθέρωση ἐπετεύχθη τὴν ἄνοιξη τοῦ 961. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 962, ὁ Νικηφόρος Φωκάς, ὡς ἀρχιστράτηγος τῆς Ἀνατολῆς, ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ἀνάζορβο, Ταρσό, Δολίχη, Ἰεράπολη, Μοψουεστία καὶ Γερμανίκεια Καισαρείας (Μαράς). Τὸ 963, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ρωμανοῦ Β΄ τὰ πιστὰ στὸν Νικηφόρο Φωκὰ στρατεύματα ἐπαναστάτησαν καὶ τὸν ἀνακήρυξαν Αὐτοκράτορα. Στὶς 16 Αὐγούστου 963 ἔγινε ἡ στέψη του στὴν Ἁγία Σοφία, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Πολύευκτο. Ἀμέσως ἄρχισε ἀλλεπάλληλες ἐκστρατεῖες κατὰ τῶν Ἀράβων ἐνῶ διεξήγαγε συνοριακὲς ἐπιχειρήσεις στὸν βορρᾶ καὶ κατέλαβε βουλγαρικὰ φρούρια τῆς μεθορίου τὸ 967. Στὶς 11 Δεκεμβρίου 969, ὅμως, δολοφονήθηκε. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022.)
4. Ὁ Ἰωάννης Κουρκούας, ὁ λεγόμενος Τσιμισκής, ἦταν ἀνιψιὸς τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν ὅρισε Δομέστικο τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ διαφωνίες του μὲ τὸν Φωκὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ συνωμοσία μὲ ἄλλους στρατιωτικούς, ποὺ δολοφόνησαν στὶς 11 Δεκεμβρίου 969 τὸν Νικηφόρο καὶ ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς ἔγινε Αὐτοκράτωρ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του, συνέχισε τὶς ἐκστρατεῖες στὴν ἀνατολὴ στὰ βήματα τοῦ Φωκᾶ καὶ πέθανε ἀπὸ ἀσθένεια ἢ δηλητηρίαση λίγο μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 10 Ἰανουαρίου 976. Τὸ παρωνύμιό του «Τσιμισκὴς» σημαίνει στὰ ἀρμενικὰ «κοντούλης». (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022)
5. Ὁ Βασίλειος Λακαπηνὸς ἦταν νόθος γιὸς τοῦ Αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α' Λακαπηνοῦ ἀπὸ μιὰ δούλη καὶ εὐνουχίστηκε ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο γιὰ νὰ μὴν διεκδικήσῃ τὸ θρόνο. Ἀπέκτησε μεγάλη ἐπιρροὴ ἐπὶ Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννου Τσιμισκὴ καὶ γιὰ ἕνα διάστημα κηδεμόνευσε τοὺς ἀνήλικους διαδόχους τοῦ θρόνου Βασίλειο καὶ Κωνσταντῖνο. Πέθανε παράλυτος καὶ ἐξόριστος ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β΄ στὴν Κριμαία τὸ 996. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022)
6. Ψελλού Μιχαήλ, Χρονογραφία, σελ. 69
7. Ὁ Βάρδας Σκληρὸς κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Σκληρῶν, ἡ ὁποία ἦλκε τὴν καταγωγὴ της ἀπὸ τὸ Θέμα Σεβαστείας καὶ ἀνῆκε στὴν στρατιωτικὴ ἀριστοκρατία τῆς Ρωμανίας.
8. Τὰ Θέματα (διοικ. περιφέρειες) εἶχαν δημιουργηθεῖ τὸν 7ο αἰῶνα ἀπὸ τὸν Κώνστα Β΄ (641-668). Ὁ ἀριθμὸς τῶν Θεμάτων ἄλλαζε συχνά. Στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνα ὑπῆρχαν 26 Θέματα ἐκ τῶν ὁποίων 25 ἦταν στρατηγεσίες διοικούμενες ἀπὸ στρατηγό, ἐνῶ τὸ Θέμα Ὀψικίου εἶχε κυβερνήτη τὸν Κόμη Ὀψικίου. Θεματικὸς στρατηγὸς θεωρεῖτο (ἂν καὶ δὲν ἦταν ἀκριβῶς) καὶ ὁ "ἀπὸ ἐκ προσώπου". (Πηγή: Βυζαντινὰ Ἀξιώματα στὸ Κλητορολόγιον τοῦ Φιλοθέου (9ος αἰὼν) / https://byzantium.gr/axiomkletor.php)
9. OstrogorskiGeorg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Δεύτερος τόμος, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 181
10. ὅ. π.
11. Ὁ Βάρδας Φωκὰς ὁ νεότερος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιφανῆ Ἑλληνικὴ οἰκογένεια τῶν Φωκάδων καὶ ἦταν ἀνιψιὸς τοῦ Αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ. Τὸ 970, ἐξεγέρθηκε κατὰ τοῦ Ἰωάννη Α' Τσιμισκή, ἀλλὰ ἡ ἐξέγερση κατεστάλη ἀπὸ τὸν Βάρδα Σκληρό. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022)
12. OstrogorskiGeorg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Δεύτερος τόμος, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 181
13. ὅ. π., σελ. 182
14. Οἱ Βούλγαροι, λαὸς μογγολικῆς καταγωγῆς, ποὺ ἐγκαταστάθηκε ἀρχικῶς στὸν Βόλγα ποταμό, ποὺ διασχίζει τὴν Ρωσία. Στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα, μετακινήθηκαν στὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, ὅπου καὶ ἐκσλαβίσθηκαν. Ἡ ἀκριβὴς προέλευση τοῦ ὀνόματός τους, εἶναι ἀμφίβολη. Κατὰ μία ἐκδοχή, συνδέεται μὲ τὸν Βόλγα ποταμό, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν Κεραμόπουλο, τὸ ὄνομά τους βγαίνει ἀπὸ τὴν λέξη «βουργάροι» ποὺ σημαίνει ὀροφύλακες. (Πηγή: Νεότερο Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικοῦ τοῦ «Ἡλίου», τόμος 4, σελ. 752) Ὡς ἀντίδραση στὴν προσπάθεια ἐκχριστιανισμοῦ τους ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἶχαν ἀσπασθῇ τὸν Βογομιλισμό, αἵρεση μὲ μανιχαϊστικὲς καὶ δυϊστικὲς ἀπόψεις (Πηγή: Βούρτση Ροζάννας, Καθαροί, οἱ «αἱρετικοὶ» τῆς Γνώσης καὶ τῆς Ἁγνότητας στὸ Μυστικὲς Ἑταιρεῖες, Ἐκδόσεις Ἀρχέτυπο, 7η ἔκδοση, σελ. 26. Βλ. Γεωργαλᾶ Γεωργίου, Εἰς Βυζάντιον ὁδηγός, Σειρά: Βυζάντιον Ε', Ἐκδόσεις Ἐρωδιός, σελ. 104, 110 – 111). Ἐπίσης, ἔχοντας δημιουργήσει ἕνα δικό τους ὑποτελὲς ἔθνος-κράτος, ἐξεγείρονταν ἐναντίον τῆς Ρωμανίας, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἐξίσου τὴν ἀντίδρασή τους στὸν ἐξελληνισμό τους (Πηγή: Ὁ πραγματικὸς Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος / https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/).
15. Ὁ Σαμουὴλ ἦταν νεότερος γιὸς κάποιου Βούλγαρου Νικολάου, ποὺ ἦταν κόμης τοῦ Σρέντετς (Σόφιας), γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπεκλήθη «κομητόπουλος». Πιθανολογεῖται ὅτι μητέρα του ἦταν ἡ Ριψίμια κόρη τοῦ Βασιλέως τῆς Ἀρμενίας Ἀσὼτ Β΄. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σέλ. 429 καὶ Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, σέλ. 164)
16. Ὁ Δαυίδ, σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς Βαλάχους. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σελ. 429)
17. Ὁ Ἀαρὼν θανατώθηκε ἀργότερα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Σαμουήλ, πιθανὸν γιατί εἶχε ἔλθει σὲ συνεννόηση μὲ τὴν Κωανταντινούπολη.(Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σέλ. 429)
18. Τὸν εἶχε εὐνουχίσῃ ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς γιὰ νὰ μὴν ἀποκτήσῃ Βουλγάρους ἀπογόνους. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σελ. 429)
19. Ἐκεῖ σκοτώθηκε καὶ ὁ ἀδελφός του Σαμουήλ, Μωυσῆς. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σέλ. 429)
20. OstrogorskiGeorg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Δεύτερος τόμος, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σέλ. 182
21. ὅ. π., σελ. 183
22. ὅ. π., σελ. 185
23. Πρόκειται γιὰ τὴν σημερινὴ Σόφια, ἡ ὁποία ἐλέγετο καὶ Σερδικὴ καὶ Σρέντετς.
24. Προφανώς, ἤθελε ὁ Κοντοστέφανος νὰ σκοτωθῇ μέσα στὴν πανωλεθρία ἢ νὰ αἰχμαλωτισθῇ ὁ Αὐτοκράτωρ, γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ διεκδικητὲς τοῦ θρόνου νὰ πετύχουν τὸ σκοπό τους.
25. Ostrogorski Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σέλ. 187
26. ὅ. π.
27. Ἡ Χρυσούπολη, τὸ σημερινό Üsküdar ἢ Σκούταρι εἶναι μεγάλος καὶ πυκνοκατοικημένος δῆμος τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν ἀσιατικὴ πλευρὰ τοῦ Βοσπόρου. (Πηγή: Μάχη τῆς Χρυσουπόλεως / https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=b4_06)
28. Ἄβυδος: Βρίσκεται στὸ δεύτερο στενότερο σημεῖο τῶν Δαρδανελλίων, στὴν Βόρεια Μικρὰ Ἀσία. (Πηγή: Μάχη τῆς Ἀβύδου / https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c10_20)
29. Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη ἔκδοση, σελ. 165
30. OstrogorskiGeorg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τόμος δεύτερος, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σέλ. 187
31. ὅ. π., σελ. 186 – 187
32. Ὁ τίτλος τοῦ Κουροπαλάτου ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα τιμητικὰ ἀξιώματα τῆς Ρωμανίας ἀπὸ τὸν 6ο ἕως τὸν 11ο αἰῶνα. Προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ curapalatii (διαχείριση τοῦ Παλατίου). Τὸ 552, ὅμως, ὁ Ἰουστινιανὸς Α' ἔδωσε τὸ ἀξίωμα αὐτὸ στὸν ἀνεψιὸ καὶ διάδοχό του, Ἰουστῖνο. Ἔκτοτε τὸ ἀξίωμα μετετράπη σὲ τιμητικὸ τίτλο, τὸν ὑψηλότερο μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ Καίσαρος καὶ τοῦ Νωβελισσίμου (Εὐγενεστάτου). (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σελ. 324)
33. Ostrogorski Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 181
34. Ψελλού Μιχαήλ, Χρονογραφία, σελ. 69
35. Ostrogorski Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 187
36. Κατά τὴν στρατηγικὴ σκέψη τοῦ Θουκυδίδη, στὴν Στρατηγικὴ Ἐξουθένωσης (Exhaustion) ἡ καταστροφὴ τῶν ἀντιπάλων προθέσεων ἐπιτυγχάνεται μέσῳ μίας σταδιακῆς, καὶ συχνὰ ἔμμεσης φθορᾶς, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν παράταση τῆς διάρκειας τῆς δράσης. Μία παράταση, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν karlvonklausewitz στὸ βιβλίο τοῦ «Περὶ τοῦ Πολέμου», ἔχει ὡς ἀντικειμενικὸ στόχο, τὴν ἐξάντληση τοῦ ἀντιπάλου καὶ τὴν ἐπιδίωξη τῆς νίκης, εἴτε μέσῳ τῆς ἠθικῆς καὶ οἰκονομικῆς καταρρεύσεώς του, εἴτε τῆς ἱκανότητάς του γιὰ ἐφοδιαστική ὑποστήριξη τῶν δυνάμεών του. Ὅπως ἐπιγραμματικὰ τὸ θέτει ὁ SunTzu «ἡ μεγαλύτερη ἱκανότητα εἶναι τὸ νὰ συντρίβῃς τὴν ἀντίσταση τοῦ ἐχθροῦ χωρίς μάχη.» Ἡ συγκεκριμένη στρατηγικὴ ἀποτέλεσε ἕναν ἀπὸ τοὺς πυλῶνες τῆς ὑψηλῆς στρατηγικῆς τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείνη τουΠελοποννησιακοὺ πολέμου ποὺ διατέλεσαν ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Περικλῆ. (Πηγή: Σμαγὰ Δημητρίου Φ., Ἡ στρατηγικὴ σκέψη τοῦ Θουκυδίδη, Διπλωματικὴ Ἐργασία στὸ Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2014).
37. ἀραβική Δυναστεία τοῦ Χαλιφάτου.
38. Πρόκειται γιὰ τὴν ἑλληνιστικὴ Βέροια τῆς Συρίας. Ἡ πόλη ἦταν ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 944 ἡ ἕδρα ξεχωριστοῦ Ἐμιράτου ὑπὸ τὸν Saif ad Dawla.
39. Ἐμέσα: σημερινὴ Χὸμς τῆς Συρίας.
40. Νεαρά: Νομικὴ διάταξη ποὺ ἐξέδιδε ὁ εκάστοτεΑυτοκράτωρτής Ρωμανίας, εἴτε γιὰ νὰ συμπληρώσῃ ἢ νὰ τροποποιήσῃ τὸν νομοθετικὸ κώδικα εἴτε γιὰ νὰ ρυθμίσῃ μιὰ νέα σχέση. (Πηγή: Πύλη γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα – https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BD%CE%B5%CE%B1%CF%81%CE%AC)
41. Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη ἔκδοση, σέλ. 166.
42. ὅ. π.
43. Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη ἔκδοση, σέλ. 165
44. ὅ. π., σελ. 167
45. Δομέστικος τῶν Σχολῶν: Οἱ Σχολὲς ἦταν 7 μονάδες σωματοφυλακῆς τοῦ αὐτοκράτορα (ἐκ τοῦ ScholaePalatinae ποὺ ἀντικατέστησαν τοὺς Πραιτοριανοὺς) ἐπὶ Μέγ. Κωνσταντίνου. Τὸν 5ο αἰῶνα οἱ σχολάριοι ὑποβαθμίστηκαν σὲ διακοσμητικὸ ρόλο, ἀλλὰ τὸν 8ο αἰ. ἐπανιδρύθηκαν ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ 4 τάγματα τακτικοῦ στρατοῦ ποὺ στάθμευαν κοντὰ στὴν Πόλη. Διοικητὴς τοῦ τάγματος ἦταν ὁ ἐν λόγῳ ἀξιωματοῦχος ποὺ ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα ἐξελίχτηκε σὲ ἀρχηγὸ ὅλου τοῦ στρατοῦ καὶ ἀργότερα ὁ τίτλος του ἔγινε Μέγας Δομέστικος. (Πηγή: Βυζαντινὰ Ἀξιώματα καὶ Ἱεραρχία κατὰ τὸν 9ο καὶ 10ο αἰῶνα / https://byzantium.gr/axiombyz910.php)
46. Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη ἔκδοση, σελ. 165
47. Ostrogorski Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τόμος δεύτερος, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 191
48. Ὁ νόμος «Ἀλληλέγγυον» εἶχε θεσπισθῇ ἐπὶ Αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α' (802 – 811) καὶ ὅριζε τὴν στρατολόγηση τῶν ἀγροτῶν, μὲ συνεισφορὰ τῆς κοινότητος. Ὁ νόμος ὑποχρέωνε κυρίως τοὺς πλουσίους νὰ συμβάλουν στὴν πληρωμὴ τοῦ φόρου καὶ τῶν ἐξόδων τοῦ ἐξοπλισμοῦ τῶν πενέστερων ἀγροτῶν. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σελ. 319)
49. Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη ἔκδοση, σελ. 167
50. Ἦταν ἐγγονὴ τοῦ Ρωμανοῦ Β΄ καὶ καταγράφεται ὡς κόρη τοῦ εὐγενοῦς Ἀργυρόπουλου. Τὸ 1007, ἀπεβίωσε ἀπὸ ἐπιδημία πανώλης. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σελ. 444)
51. Ostrogorski Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τόμος δεύτερος, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 192
52. Ὁ Νικηφόρος Ξιφίας ἦταν γιὸς τοῦ Ἀλεξίου Ξιφία, ποὺ ὑπηρέτησε ὡς Κατεπάνω τῆς Ἰταλίας τὴν περίοδο 1006 – 1008 καὶ κατήγετο πιθανῶς ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ μικρασιατικὴ οἰκογένεια. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αὐτοκρατορικὸς Ἑλληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη καὶ Μέση Βυζαντινὴ Περίοδος: Ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἕως τὴν ἄνοδο τῶν Κομνηνῶν, Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2022, σελ. 446)
53. Ὀρεινό πέρασμα βορείως τοῦ ὅρους Κερκίνη (Μπέλες), σὲ μιὰ κοιλάδα ἑνὸς παραπόταμου τοῦ Στρυμόνα, ποὺ ὀνομαζόταν Στρώμνιτσα. Οἱ λατινόφωνοι Ἕλληνες (Βλάχοι) τῆς περιοχῆς τὸ ὀνόμαζαν Κίμβα Λόγγα ἐνῶ οἱ ἑλληνόφωνοι Κλειδίον. Σήμερα, κατέχεται ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ βρίσκεται κοντὰ στὰ σύνορα Ἑλλάδος – Σκοπίων. (Πηγή: Φώτιος Χρ. Σταυρίδης, Ὁ Χρυσὸς Αἰῶνας τῆς Ρωμιοσύνης (960 – 1060), Ἐκδόσεις Πελασγός, Ἀθήνα 2021)
54. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ πόλη Στύβερρα.
55. Ostrogorski Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τόμος δεύτερος, Ἐκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σέλ. 193
56. ὅ. π.
57. Ἡ πόλη Μοναστήρι ἱδρύθηκε ὡς Ἡράκλεια Λυγκηστὶς ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸν Β΄ τῆς Μακεδονίας, κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Διεκρίνετο γιὰ τὸν ἀκμαῖο Ἑλληνικὸ πληθυσμό της μέχρι τὸν 20ο αἰῶνα.
58. Τὸ Μελένικο ἦταν πόλη μὲ ἀκμαῖο Ἑλληνικὸ πληθυσμὸ μέχρι τὸν 20ο αἰῶνα.
59. Πρωτεύουσα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ φύλου τῶν Παιόνων καὶ κατόπιν τῆς ἐπικρατείας τοῦ Κράτους τοῦ Φιλίππου Β΄
60. Μογλενά: Τμῆμα τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Ἀλμωπίας.
61. Ἔχει ὑποστηριχθῇ ὅτι οἱ συγκρούσεις μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων ὑπῆρξε «ἐμφύλιος πόλεμος» μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι οἱ Βούλγαροι ἦταν ἐγκατεστημένοι στὰ ἐδάφη τῆς Ρωμανίας. Κατ᾿ ἀρχήν, ἐμφύλιος πόλεμος σημαίνει «ὁ μεταξὺ ἀτόμων τῆς αὐτῆς φυλῆς γινόμενος, διεξαγόμενος πόλεμος» (Λεξικὸ Δημητράκου, τόμος Ε΄, σελ. 2499), δηλαδὴ πόλεμος ἀνάμεσα στοὺς κόλπους ἑνὸς Ἔθνους. Οἱ Βούλγαροι ἀποτελοῦσαν ξεχωριστὸ ἔθνος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καί, παρὰ τὴν ἐγκατάστασή τους στὰ ἐδάφη τῆς Ρωμανίας, οὐδέποτε ἀφομοιώθηκαν μὲ αὐτούς. Ἀντιθέτως, ἐξηγείρονταν συχνὰ ἐναντίον τοῦ Αὐτοκράτορος, ἐπιδιώκοντας νὰ ἀνεξαρτητοποιηθοῦν. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ὅρος «ἐμφύλιος πόλεμος» εἶναι ἀδόκιμος.
62. Ἰβηρία: σημερινὴ Γεωργία. Μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Βασιλείου Β΄, ἡ Ἰβηρία εἶχε αὐτόνομο Βασιλέα ἀλλὰ ὑποτελῆ στὴν Ρωμανία. Τὸ 991, ἀπεβίωσε ὁ βασιλεὺς τῆς Δαυίδ, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε διάδοχο, κληροδότησε τὴν χώρα του διὰ διαθήκης στὸν Βασίλειο Β΄. Παγουλάτου Μενελάου, Ἡ ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ, Ἡ Δυναστεία τῶν Ἰσαύρων ἕως τὴν Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν (Μέρος Α'), Ἐκδόσεις ΤΑΛΩΣ Φ., σέλ. 129)
63. Ἀσβαγία: Πρόκειται γιὰ τὴν σημερινὴ Ἀμπχαζία.
64. Vasiliev Α.Α., Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, Ἐκδόσεις Πάπυρος, σέλ. 395
65. Καραγιαννόπουλου Ἰωάννη, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη ἔκδοση, σέλ. 169
66. ὅ. π., σελ. 171
67. ὅ. π., σελ. 172
68. ὅ. π., σελ. 171
69. Βέβαια ὑπῆρξαν καὶ ἐξαιρέσεις, ὅπως λ.χ. ὁ Ρωμανὸς ὁ Δ΄ ὁ Διογένης.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου