Είπε
ο Γέροντας: «Κατά την επίσκεψη της θείας χάριτος σκιρτά η καρδιά. Μια
φορά προσευχόμουν επί δεκατέσσερις ώρες συνέχεια και αντί να κουράζομαι
είχα μία αγαλλίαση, μία χαρά!
Σε μια στιγμή σκέφθηκα, αφού είμαι σε
τέτοια ηλικία, μου λείπουν και δύο πλευρά, να πάω να βάλω την ζώνη μου,
να δεθώ με σχοινί από το νταβάνι και αν είχα και δυό διχαλωτά ξύλα να
στηρίζωμαι στις μασχάλες, θα μπορούσα να συνεχίσω και να το δώσω όσο
πάει.
Αυτό ήταν! Μόλις έκανα τον λογισμό, σωριάστηκα κάτω και βγήκε τότε
όλη η κούραση. Ένα τέταρτο έμεινα ακίνητος κάτω. Σαν να μου έλεγε ο
Θεός ότι η χάρις μου είναι που σε κρατάει και όχι η ζώνη. Και να πης ότι
ο λογισμός ήταν αμαρτωλός ή είχε εγωισμό;