Μία φορὰ καὶ ἕναν καιρό, ἕνας βασιλιὰς σκέφτηκε ὅτι ἂν ἤξερε πάντοτε τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ ν᾿ ἀρχίζει κάτι, ἂν ἤξερε ποιοὶ εἶναι οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούει καὶ ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θάπρεπε ν᾿ ἀποφεύγει καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἂν ἤξερε πάντοτε ποιὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο πράγμα νὰ κάνει, δὲ θὰ ἀποτύχαινε σὲ ὅ,τι ἐπιχειροῦσε.
Καὶ ὅταν τοῦ ἦρθε αὐτὴ ἡ σκέψη, φρόντισε νὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸ βασίλειό του ὅτι θὰ ἔδινε σπουδαία ἀμοιβὴ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ μάθαινε ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ κάθε ἐνέργεια, ποιοὶ εἶναι οἱ πιὸ ἀναγκαῖοι ἄνθρωποι καὶ πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα νὰ κάνει.
Καὶ ἦλθαν σοφοὶ ἄνθρωποι στὸ βασιλιά, ἀλλὰ ὅλοι ἔδωσαν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα.