Νὰ πᾶνε τουλάχιστον οἱ ἄνθρωποι σὲ ἕναν Πνευματικό νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ φύγη ἡ δαιμονική ἐπίδραση, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ σκέφτωνται λιγάκι. Τώρα δὲν μποροῦν οὔτε νὰ σκεφθοῦν ἀπὸ τὴν δαιμονική ἐπίδραση. Ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση κόβει τὸ δικαίωμα τοῦ διαβόλου.
Πρίν λίγο καιρό[1], ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὅρος ἕνας μάγος καὶ ἔφραξε μὲ πασσαλάκια καὶ δίχτυα ὅλο τὸν δρόμο, ἐκεῖ σὲ μία περιοχή κοντά στὸ Καλύβι. Ἄν περνοῦσε ἀπὸ 'κει μέσα ἕνας ἀνεξομολόγητος, θὰ πάθαινε κακό. Δὲν θὰ ἤξερε ἀπὸ ποὺ τοῦ ἦρθε.
Μόλις τὰ εἶδα, κάνω τὸν σταυρό μου καὶ περνῶ ἀπὸ μέσα, τὸ διέλυσα. Μετά ὁ μάγος ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε ὅλα τὰ σχέδιά του καὶ ἔκαψε τὰ βιβλία του. σὲ ἕναν ποὺ εἶναι πιστός, ἐκκλησιάζεται, ἐξομολογεῖται, κοινωνάει, ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμιά δύναμη, καμμιά ἐξουσία. Κάνει μόνο λίγο «κάφ-καφ» σάν ἕνα σκυλί ποὺ δὲν ἔχει δόντια.