Στὴν ἄκρη μιᾶς μικρῆς λίμνης ξεδιψοῦσαν κάποια περιστέρια. Λίγο πιὸ πέρα, ἀναπηδοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ νερό, παίζοντας, λίγα βατράχια. Ξαφνικὰ κάποιος ἔριξε μιὰ μεγάλη πέτρα. Τὰ νερὰ ἀναταράχτηκαν. Τότε, τὰ μὲν περιστέρια ὑψώθηκαν στὸν οὐρανό, οἱ δὲ βάτραχοι ὅρμησαν καὶ βούτηξαν στὴ λάσπη, κοάζοντας, καὶ δὲν ξαναφάνηκαν. Ὁ μῦθος εἶναι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ οὐρανοφάντορος...
Συμβαίνει αὐτὸ ποὺ συμβαίνει, μὲ τὸν λεγόμενο κορονοϊό. Ἔπεσε μιὰ τρανὴ κοτρόνα στὴν λίμνη τῆς ἀφασίας καὶ τῆς περιρρέουσας εὐδαιμονίας. Ταράχτηκαν πολλοὶ καὶ πολύ. Ταράχτηκαν οἱ ἐκκλησιομάχοι τῆς ἀγραβάτωτης θολοκουλτούρας.
Ταράχτηκαν καὶ οἱ ἁβροδίαιτοι τζιτζιφιόγκοι τῶν τηλεοπτικῶν ἀναθυμιάσεων, οἱ βάτραχοι τῆς τιποτολογίας. Πῶς ἀντιδροῦν; Βούτηξαν στὴ λάσπη καὶ κοάζουν: φταίει ἡ Θεία Κοινωνία. Τὰ περιστέρια ὅμως, τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ μας, πετοῦν ψηλά, ὑψιπέτες ἀετοί.