Δεν
πρέπει όμως ν’ απελπιζόμαστε, όταν δεν είμαστε όπως πρέπει να είμαστε. Κακό
είναι βέβαια, άνθρωπε, που αμάρτησες.
Γιατί
όμως αδικείς το Θεό και από άγνοιά σου τον νομίζεις αδύνατο; Μήπως δεν μπορεί
να σώσει την ψυχή σου Εκείνος που έκανε για σένα αυτόν τον τόσο μεγάλο κόσμο
που βλέπεις; Κι αν πεις ότι «αυτό μάλλον καταδίκη μου είναι, όπως και η
συγκατάβασή Του», μετανόησε και δέχεται τη μετάνοιά σου, όπως του ασώτου και
της πόρνης.
Αν
ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από συνήθεια αμαρτάνεις σ’ εκείνα που δεν
θέλεις, έχε ταπείνωση σαν τον τελώνη και αυτό είναι αρκετό για τη σωτηρία σου.
Γιατί εκείνος που αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί, αλλά δεν απελπίζεται, εξ ανάγκης
βάζει τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση και δεν τολμά να κατακρίνει ή να
κατηγορήσει κανένα άνθρωπο.
Θαυμάζει μάλλον τη φιλανθρωπία του Θεού και νιώθει
ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη και άλλα πολλά καλά μπορεί να έχει. Και μ’ όλο
που είναι υποχείριο του διαβόλου προς την αμαρτία, ωστόσο πάλι από το φόβο του
Θεού παρακούει τον εχθρό που τον σπρώχνει στην απόγνωση, και γι’ αυτό είναι
κάπως με το Θεό, αν έχει ευγνωμοσύνη, ευχαριστία, υπομονή, φόβο Θεού, και αν
δεν κρίνει κανένα για να μην κριθεί, τα οποία είναι πάρα πολύ αναγκαία.