Κάποιος αδελφός νικήθηκε από το πάθος της πορνείας κι έκαμνε την αμαρτία καθημερινά. Αλλά και καθημερινά επίσης ζητούσε έλεος από τον Κύριο με δάκρυα και προσευχές. Ενεργώντας λοιπόν έτσι, τον ξεγελούσε η κακή συνήθεια κι έκαμνε την αμαρτία.
Έπειτα, πάλι μετά την αμαρτία, πήγαινε στην εκκλησία και βλέποντας την ιερή και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έπεφτε μπροστά της με πικρά δάκρυα κι έλεγε:
«Σπλαχνίσου με, Κύριε, και πάρε από πάνω μου αυτόν τον ύπουλο πειρασμό, γιατί με ταλαιπωρεί φοβερά και με τραυματίζει με τις πικρές ηδονές του. Δεν έχω πρόσωπο, Κύριε, ν’ αντικρύσω και να δω την αγία εικόνα Σου και την υπέρλαμπρη μορφή του προσώπου Σου, ώστε να γλυκαθεί και να ευφρανθεί η καρδιά μου!».
Αυτά έλεγε· κι όταν έβγαινε από την εκκλησία, έπεφτε πάλι στον βούρκο. Όμως και πάλι, δεν απελπιζόταν για τη σωτηρία του. Αλλά από την αμαρτία ξαναγύριζε πίσω στην εκκλησία κι έλεγε παρόμοια λόγια προς τον φιλάνθρωπο Κύριο και Θεό: «Εσένα, Κύριε, βάζω εγγυητή ότι, από ’δώ και πέρα, δεν θα ξανακάνω αυτήν την αμαρτία! Μόνο, αγαθέ, συγχώρησέ μου όσες αμαρτίες Σού έκανα από την αρχή μέχρι τώρα!».
Κι αφού έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι γύριζε στη βαριά αμαρτία του. Κι έβλεπε κανείς, από την μία τη γλυκύτατη φιλανθρωπία και την άπειρη αγαθότητα του Θεού να ανέχεται καθημερινά και να υπομένει τη βαριά παράβαση και την αδιόρθωτη αχαριστία αυτού του αδελφού. Και, από την άλλη, να θέλει από την πολλή Του ευσπλαχνία, ο Θεός, τη μετάνοιά του και την οριστική επιστροφή του. Γιατί αυτό δεν γινόταν για ένα, δύο ή τρία χρόνια, αλλά για δέκα, ίσως και περισσότερα.
Μια μέρα, λοιπόν, καθώς γίνονταν αυτά, αφού έκανε την αμαρτία ο αδελφός, πήγε τρέχοντας πάλι στην εκκλησία, θρηνώντας και στενάζοντας και κλαίγοντας και βιάζοντας την ευσπλαχνία του αγαθού Θεού, να τον λυπηθεί και να τον γλυτώσει από τον βούρκο της ασωτίας.
Καθώς, λοιπόν, ο αδελφός παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο Θεό, ο αρχέκακος διάβολος, η καταστροφή των ψυχών μας, είδε ότι τίποτε δεν κάνει, αλλά όσα αυτός έραβε με την αμαρτία, ο αδελφός τα ξήλωνε με τη μετάνοια. Με θράσος, λοιπόν, παρουσιάστηκε φανερά σ’ αυτόν τον αδελφό και, στρέφοντας το πρόσωπό του προς την σεβάσμια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κραύγαζε και έλεγε:
«Τι θα γίνει μ’ εμάς τους δύο, Ιησού Χριστέ;! Η άπειρη συμπάθειά Σου με νικά και με ρίχνει κάτω, όσο δέχεσαι αυτόν τον πόρνο και τον άσωτο! Αυτόν που κάθε μέρα Σού λέει ψέματα και δεν λογαριάζει την εξουσία Σου. Γιατί, λοιπόν, δεν τον καις αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Εσύ, που πρόκειται να δικάσεις τους μοιχούς και τους πόρνους (πρβλ. Εβρ. 13, 4) και να εξολοθρεύσεις όλους τους αμαρτωλούς της γης (πρβλ. Ψαλμ. 144, 20).
Τελικά, δεν είσαι Δίκαιος Κριτής! Αλλά όπου νομίσει η εξουσία Σου, κρίνεις άδικα και παραβλέπεις. Εμένα, για εκείνη τη μικρή παράβαση της υπερηφανείας μου, μ’ έριξες από τον ουρανό κάτω. Κι αυτός, εδώ πέρα, που είναι ψεύτης, πόρνος και άσωτος, επειδή έρχεται και προσπέφτει μπροστά Σου, του χαρίζεις ατάραχος την ευμένειά Σου.
Γιατί, λοιπόν, Σε λένε “Δίκαιο Κριτή”;! Όπως βλέπω, κι Εσύ (όπως κι όλοι, τελικά!) χαρίζεσαι σε πρόσωπα από την πολλή Σου αγαθότητα, παραβλέποντας το δίκαιο!». Κι όλ’ αυτά, ο διάβολος τά ’λεγε από την πολλή πίκρα και κακία του, βγάζοντας φλόγες και καπνό απ’ τα ρουθούνια του.
Αφού τα είπε αυτά ο διάβολος, σώπασε· κι αμέσως ακούστηκε μια φωνή, σαν να ’ρχότανε μέσ’ από το άγιο Βήμα, και να λέει: «Παμπόνηρε και ολέθριε δράκοντα! Δεν χόρτασε η κακία σου, που κατάπιες όλο τον κόσμο;! Αλλά κι αυτόν ακόμη που κατέφυγε στο άπειρο έλεος της ευσπλαχνίας Μου, πασχίζεις τώρα να τον αρπάξεις και να τον καταπιείς;! Μήπως έχεις να παρουσιάσεις αμαρτήματα τόσα, που να ζυγίζουν βαρύτερα από το πολύτιμο Αίμα που έχυσα Εγώ γι’ αυτόν πάνω στον Σταυρό;!
Μάθε ότι η Σταύρωση και ο Θάνατός Μου ήδη συγχώρεσαν τις αμαρτίες του. Κι εσύ, βέβαια, όταν αυτός πηγαίνει προς την αμαρτία, δεν τον διώχνεις· απεναντίας δε, τον δέχεσαι με χαρά! Και δεν τον αποστρέφεσαι, ούτε τον εμποδίζεις· γιατί ελπίζεις να τον κερδίσεις με το μέρος σου. Εγώ, λοιπόν, που είμαι τέτοιος σπλαχνικός και φιλάνθρωπος Θεός, που έδωσα εντολή στον κορυφαίο Μου απόστολο, τον Πέτρο, να συγχωρεί μέχρι κι εβδομήντα φορές το επτά (Ματθ. 18, 22), –άπειρες φορές, δηλαδή–, αυτόν που αμαρτάνει καθημερινά, άραγε, δεν θα τον συγχωρήσω και δεν θα τον σπλαχνιστώ;!
Ναι, σου λέω! Κι επειδή καταφεύγει συνέχεια σ’ Εμένα, δεν θα τον αποστραφώ ώσπου να τον πάρω δικό Μου. Γιατί για τους αμαρτωλούς σταυρώθηκα, Εγώ. Γι’ αυτούς, Εγώ, άπλωσα τα άχραντα χέρια Μου, έτσι ώστε όποιος θέλει πραγματικά να σωθεί, να καταφεύγει σ’ Εμένα και να σώζεται. Κανέναν δεν αποστρέφομαι, αλλά ούτε και διώχνω. Ακόμη και μύριες φορές την ημέρα ν’ αμαρτήσει κάποιος και μύριες φορές να ’ρθει σ’ Εμένα, δεν θα φύγει λυπημένος. Γιατί «δεν ήρθα Εγώ στη γη για να καλέσω σε μετάνοια τους ενάρετους και τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς» (Ματθ. 9, 13).
Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια, ο διάβολος έμεινε στη θέση του τρέμοντας, χωρίς να μπορεί να κουνηθεί και να φύγει. Κι ακούστηκε η φωνή του Δεσπότου Χριστού: «Άκουσε, απατεώνα! Σχετικά και μ’ αυτό που είπες, ότι δηλαδή δήθεν Εγώ είμαι άδικος. Εγώ, είμαι δίκαιος σε όλους. Και σ’ όποια κατάσταση βρω κάποιον, σύμφωνα μ’ αυτή τον κρίνω (πρβλ. Ιεζ. 33, 18–20).
Δες, λοιπόν· αυτόν τον βρήκα τώρα σε μετάνοια και σ’ επιστροφή, πεσμένο μπροστά στα πόδια Μου και νικητή σου. Θα τον πάρω λοιπόν και θα σώσω τη ψυχή του, μόνο και μόνο επειδή δεν απελπίστηκε για τη σωτηρία του. Κι εσύ, βλέποντας αυτήν την τιμή που του κάνω, να σουβλιστείς από τον φθόνο σου και να καταντροπιαστείς!».
Κι όπως ήταν ο αδελφός πεσμένος μπρούμυτα κάτω και θρηνούσε, παρέδωσε τη ψυχή του στον Χριστό· κι αμέσως, ήρθε οργή μεγάλη σαν φωτιά κι έπεσε πάνω στον σατανά και τον κατέκαιγε.
Απ’ αυτό, λοιπόν, το φοβερό και φρικτό γεγονός ας μάθουμε, αδελφοί, για την άμετρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού. Καθώς και το πόσο καλό και αγαθό Κύριο έχουμε. Και ποτέ να μην απελπιστούμε για τη σωτηρία μας ή να αμελήσουμε γι’ αυτήν.
ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ
«Ευεργετινός»,
τόμ. Α΄, υπόθεση Α΄·
(Ι) Εκδόσεις
«Το Περιβόλι της Παναγίας»,
σελ. 31–34, Θεσ/νίκη 2001
(ΙΙ) Έκδοσις Ματθαίου Λαγγή,
σελ. 34–40,
Αθήνα, Ιούλιος 1996.
«Πᾶνος»
Οι αμαρτίες μας όσες και να είναι, ομοιάζουν σαν ένα κάρβουνο αναμμένο. Που όταν το ρίξεις στον απέραντο ωκεανό κάνει ένα τσουφ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ απέραντος ωκεανός δεν παύει όμως να έχει και όρια.
Ενώ η Αγάπη του Θεού είναι απέραντη και απεριόριστη. Αρκεί να μετανοούμε ειλικρινά.
Ο ιερός Ψαλμωδός στον υπέροχο εικοστό δεύτερο (κβ΄)
Μία από τις ωραιότερες απεικονίσεις που χρησιμοποιεί είναι αυτή με την οποία παρουσιάζει το έλεος του Θεού ως ακούραστο δρομέα που καταδιώκει τον ανθρωπο, για να τον λυτρώσει και να τον σωσει: «Το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου» (στιχ. 6).
Το έλεός Σου, Κύριε, θα με καταδιώκει όλες τις ημέρες της ζωής μου, και η Χάρι Σου θα επιμένει να βρίσκει διάφορα μέσα, ώστε και αν ακόμη εγώ φεύγω από κοντά Σου, να με συλλαμβάνει στο δίχτυ της σωτηρίας.