Μετά το
2008, ήταν πάντα μέσα στην σκέψη μου, αναζητούσα τρόπους να μάθω νέα
του, να μιλήσω μαζί του. Με ανάπαυε η συνομιλία μαζί του, η πολύμορφη
θρησκευτική ανεξαρτησία του, το ατίθασο πνεύμα του, ο αυθεντικός
χριστιανικός ανθρωπισμός του, ο βαθύς του ορθόδοξος στοχασμός.
Έμοιαζε
πραγματικά, σαν αρχαίος έλληνας σοφιστής που έρχονταν από τα απώτατα
βάθη της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Που διατηρώντας την
ανεξαρτησία της σκέψης του ασπάσθηκε οικειοθελώς τον ορθόδοξο
μοναχισμό-όταν τον γνώρισε και τον βίωσε από κοντά-για να ολοκληρώσει
πνευματικά την προσωπικότητά του και ψυχικά τον χαρακτήρα του. Ένα
ορθολογικό πνεύμα μέσα σε μια ορθόδοξη πίστη και μοναστική εγρήγορση.
Αδιάφορος
για τα ανθρώπινα και το έδειχνε αυτό ορισμένες φορές με έναν προκλητικό
τρόπο, ενώ ταυτοχρόνως ζούσε και κινούνταν μέσα σε αυτά με μεγάλη άνεση
και ανθρώπινη επικοινωνιακή ευκολία. Απολάμβανε κάθε χαρά της ζωής που
συναντούσε στο δρόμο του-μέσα στα πλαίσια μιας ορθόδοξης αξιοπρέπειας,
ενώ παράλληλα, ζούσε έναν ασκητικό βίο. Σημαντική προσωπικότητα της
μοναστικής αθωνικής πολιτείας των τελευταίων δεκαετιών. Σε αυτό
ομογνωμούν όσοι έτυχε να τον γνωρίσουν και να τον ζήσουν από κοντά.
Ήταν
δημοκράτης με ένα μπουρίνι ελευθερίας που προέρχονταν από την εργασιακή
του εμπειρία σαν ναυτικός που υπήρξε για ένα χρονικό διάστημα πριν
ενδυθεί το σχήμα του μοναχού και εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στο Άγιον
Όρος. Δεν του ταίριαζε ο ρόλος του κουλτουριάρη, του διανοούμενου (όπως
ορισμένοι άλλοι της εποχής του μοναχοί ή ηγούμενοι με συγγραφικές
περγαμηνές και διαλέξεις), παρά του ότι συναναστρέφονταν με
διανοούμενους και συγγραφείς, ποιητές και ιστορικούς, ζωγράφους και
αγιογράφους.
Παρότι
διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια του και αφορούσε την εκκλησιαστική
γραμματεία, την ορθόδοξη παράδοση, την αγιογραφία, την ιστορία, αλλά και
ότι συγγραφικά καλαίσθητο εκδίδονταν και κυκλοφορούσε που προέρχονταν
από την θύραθεν παιδεία και προκαλούσε το ενδιαφέρον του.
Στο πρώτο
βιβλιοπωλείο που διατηρούσε (όταν τον πρωτογνώρισα σαν επισκέπτης και
προσκυνητής του Όρους)-σε αυτόν τον μικρό χώρο απέναντι στα πλάγια από
το Πρωτάτο, έβρισκε κανείς από θεολογικά περιοδικά και βίους αγίων έως
το λογοτεχνικό περιοδικό «Τομές», το φιλοσοφικό περιοδικό «Εποπτεία», το
περιοδικό «Διαβάζω», την «Λέξη» και άλλα.
Προκαλούσε
ευχάριστη έκπληξη στον επισκέπτη του Αγίου Όρους η γνωριμία μαζί του,
καθώς συναντούσες έναν μοναχό λιγάκι έως πολύ ατημέλητο, που το ράσο του
μύριζε κερί και λιβάνι, με ένα αντερί και ένα ζευγάρι παπούτσια, να σου
μιλά εξίσου σοβαρά για τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος και το βιβλίο του,
και ταυτόχρονα, να σου εκθέτει τις ατομικές του κρίσεις για μια έκθεση
ζωγραφικής που είχε παρακολουθήσει πρόσφατα σε αίθουσα τέχνης της
Θεσσαλονίκης.
Σου μιλούσε
με ζήλο για τον αγιογράφο και την τεχνική της δουλειάς του Εμμανουήλ
Πανσέληνου, ενός από τους σημαντικότερους αγιογράφους της Μακεδονικής
Σχολής και αμέσως μετά, σε ξάφνιαζε, ρωτώντας σε ποια ήταν η τελευταία
θεατρική παράσταση που παρακολούθησες στην Αθήνα και ποια η γνώμη σου
για αυτήν. Και ω! του αγιορείτικου θαύματος σου εξέθετε και την δική του
άποψη. Κάτι που σήμαινε, ότι γνώριζε τι καλλιτεχνικά συμβαίνει τόσο
στην πρωτεύουσα όσο και στην συμπρωτεύουσα.
Διέθετε
βαθειά ορθόδοξη πίστη και αγάπη για τον μοναχισμό, και ας μην την
πρόβαλλε με έπαρση όπως έπρατταν άλλοι, κρατώντας την ρομφαία του
δικαιοκριτή της πίστης και της ορθόδοξης καθαρότητας. Ήταν χαρακτήρας
ανοιχτός και φιλεύσπλαχνος. Η μεγάλη του πίστη, προέρχονταν από την
βιωματική του σχέση με την ορθόδοξη παράδοση και το εκκλησιαστικό ήθος.
Ποτέ δεν έκρυψε την ανθρώπινη αμαρτωλότητά του, πάντα όμως όπως έλεγε, η
Παναγία σαν προστάτιδα δύναμη θα κατανοήσει και θα συγχωρέσει την
χθόνια πλευρά του εαυτού του. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς
φιλότεχνους μοναχούς της Αθωνικής Πολιτείας. Οι ψυχολογικές του
παρατηρήσεις για πρόσωπα που τον επισκέπτονταν ή συναντούσε σαν
προσκυνητές του Όρους, φανέρωναν έναν οξύνον νου και ένα φιλοσοφημένο
άτομο ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής και προσωπικότητας.
Δεν
απέρριπτε τίποτα. Δέχονταν τα πάντα με πίστη και στωικότητα χριστιανική
και ορθόδοξη κατανόηση. Ευελπιστώντας στην μετάνοια του άλλου. Χωρίς
όμως να την εκβιάζει εκκλησιαστικά.
Είναι
δύσκολο να βιογραφήσεις έναν μοναχό, όπως υπήρξε ο γέρων Ιερόθεος, και
μάλιστα, έναν μοναχό που δεν απαρνήθηκε ότι θεωρείται φθαρτό και
αναζωογονεί την σύντομη και πρόσκαιρη ζωή μας. Η ανθρώπινη φύση και τα
ψυχικά και συνειδησιακά της σκαμπανεβάσματα του ήταν οικεία όπως οικεία
του ήταν η καθημερινή προσευχή και μυστική συνομιλία του με την
προστάτισσα του Αγίου Όρους την Παναγία το Άξιον Εστί.
Το ανεξάρτητο και
ελεύθερο πνεύμα του, η βαθειά του πίστη και ανεξικακία, η ακεραιότητα
του χαρακτήρα του σαν μοναχός, η χαροποιός διάθεσή του και η ευθυμία
του, σου πρόσφεραν τα εχέγγυα της επικοινωνίας μαζί του, σου έδιναν την
δυνατότητα να νιώθεις άνετα κοντά του, να αποζητάς τις συμβουλές και τις
κουβέντες του. Όμως εκείνο που ερέθιζε ίσως περισσότερο τους
επισκέπτες-φιλοξενούμενους της Σκήτης του, ήταν η μεγάλη του αγάπη για
ότι έχει σχέση με την καλλιτεχνία. Ελληνική και διεθνή.
Αγαπούσε
την ιστορία του αυτοκρατορικού βυζαντίου και του μεγαλείου του, γνώριζε
και είχε διαβάσει μελέτες που αναφέρονταν στις σχολές αγιογραφίες έτσι
όπως αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν μέσα στις κατά καιρούς περιόδους της
βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μιλούσε θετικά για τους βυζαντινούς ιστορικούς
και ιδιαίτερα για τον άγγλο σερ Στήβεν Ράνσιμαν χωρίς να αγνοεί και τον
Βασίλιεφ, που τότε, τον συναντούσες πάνω στα σκονισμένα ράφια του
βιβλιοπωλείου του. (τα βιβλία του). Διακόνησε για μεγάλο χρονικό
διάστημα μαζί με τον πατέρα Κύριλλο τον Ναό του Πρωτάτου.
Υπήρξε ο
καλύτερος και επαρκέστερος ξεναγός κάθε επισκέπτη του. Σου έδινε τις
απαραίτητες πληροφορίες πως θα βγάλεις το διαμονητήριο στην ιερά
επιστασία και παράλληλα, σου ανέλυε την ζωγραφική τεχνοτροπία του
Εμμανουήλ Πανσέληνου, ή σε προσκαλούσε να επισκεφτείς την ιερά μονή
Κουτλουμουσίου που απείχε μόλις 5 λεπτά από το Πρωτάτο και σε ξεναγούσε
όχι μόνο στον χώρο της, αλλά σου έδειχνε τις αγιογραφίες και τις
εξαίσιες τοιχογραφίες της. Αυτές με τις σκηνές της κολάσεως.
Αν σε
εύρισκε ενδιαφέρον σαν συνομιλητή και με ουσιαστικό ζήλο να γνωρίσεις
την μοναστική πολιτεία, σε προσκαλούσε στο Κελί του Αγίου Νικολάου του
Χαλκιά όπου διέμενε με την συνοδεία του να σε φιλοξενήσει. Εκατοντάδες
είναι τα άτομα που φιλοξενήθηκαν σε αυτό το ιερό Κελί. Από τον πειραιώτη
ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη μέχρι τον αριστερό πολιτικό ηγέτη Λεωνίδα
Κύρκο. Και από σκηνοθέτες και μεταφραστές μέχρι ηθοποιοί και συγγραφείς,
μοναχοί και ιερείς, ψάλτες και τραγουδοποιοί. Αλλά και πολλοί άσημοι
καθημερινοί έλληνες επισκέπτες φιλοξενήθηκαν «αρχοντικά» και αγιορείτικα
στο Κελί που διέμενε με την συνοδεία του.
Τις
απογευματινές ώρες που έκλεινε το βιβλιοπωλείο που διατηρούσε στις
Καρυές και ανηφόριζε για το Κελί του, σχεδόν πάντα, κάποιον επισκέπτη
κουβαλούσε μαζί του να τον φιλοξενήσει και να τον φιλέψει.
Αυτός ο
ξεχωριστός μοναχός ο γέροντας Ιερόθεος, κατά κόσμο Ιωάννης Σώμος,
γεννήθηκε στην Πρόνοια Ναυπλίου 31/12/1934 και κοιμήθηκε στο Περιβόλι
της Παναγίας που αγάπησε και διακόνησε ως το τέλος του επίγειου βίου
του, ημέρα Παρασκευή 24/4/2015.
Η εξόδιος
ακολουθία και η ταφή του έγινε την επομένη Σάββατο μεσημέρι στο Κελί του
Αγίου Νικολάου του Χαλκιά που υπάγεται στην διοικητική δικαιοδοσία της
ιεράς μονής Κουτλουμουσίου.
Ο
ταξιδευτής μοναχός με το ελεύθερο ορθόδοξο πνεύμα και την μεγάλη αγάπη
για την Τέχνη αλλά και τους ανθρώπους, είναι που ενέπνευσε παλαιότερα
την τραγουδοποιό και μπαλαντοποιό Αρλέτα να συνθέσει και να μελοποιήσει
τους στίχους του τραγουδιού της «Το μπαρ το ναυάγιο»:
«Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο
βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο
καθότανε στο διπλανό σκαμπό
και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό.
Του είπα παππούλη τι ζητάς εδώ
δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό
μου λέει, τέκνον κάνεις μέγα λάθος
εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος.
Κοίταξε γύρω τους στεγνούς και μεθυσμένους
και μου είπε εγώ αγαπάω τους κολασμένους
αν θες ν’ αγιάσεις πρέπει ν’ αμαρτήσεις
Ε, και αν προλάβεις, ας μετανοήσεις.
Προχθές αργά στο μπαρ το Ναυάγιο
Βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο
Καθότανε στο διπλανό σκαμπό
Και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό
Καθότανε στο διπλανό σκαμπό
Στο τέλος πλήρωσε και το λογαριασμό.»
Την
τελευταία φορά που επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς-με πήρε τηλέφωνο-ήταν αν
θυμάμαι καλά το 2012; Με ρώτησε πως τα περνάω και πότε θα ανέβω στο Όρος
τώρα που δεν είχα το «βάρος» της ευθύνης και της φροντίδας του
συγγενικού μου κατάκοιτου προσώπου. Μια και είχε φύγει από τον μάταιο
τούτο κόσμο. Του είπα ότι εργαζόμουν και ότι μόνο την καλοκαιρινή
περίοδο είχα την δυνατότητα να κάνω ένα ταξίδι μέχρι το Περιβόλι της
Παναγίας και να συναντηθούμε. Εκεί στον δικό του χώρο, που αγαπούσε και
λάτρευε, που διακονούσε με αυταπάρνηση και υπερηφάνεια. Στο βιβλιοπωλείο
που διατηρούσε στις Καρυές. Το φημισμένο βιβλιοπωλείο «ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ».
Ένα ξύλινο
δίπατο παλαιό σπίτι που νοίκιαζε στην πλατεία, πίσω από τον ιερό ναό του
Πρωτάτου, και που, άλλα αναζητούσες και άλλα έβρισκες, όπως
χαριτολογώντας του έλεγα, όταν με φιλοξενούσε στο κελί του. Και εκείνος,
άλλο που δεν ήθελε. Μου έδειχνε την σκούπα και μου έλεγε: «Έχω κάτι
επισκέψεις να κάνω. Αν θέλεις καθάρισε λιγάκι», «Βάλε σε τάξη λίγο τα
βιβλία, ξέρεις από αυτά. Σου έχω εμπιστοσύνη». Και εξαφανίζονταν. Άλλες
φορές πάλι, με έστελνε στο ταχυδρομείο να παραλάβω τα συστημένα. Ή
τρώγαμε μαζί στην μικρή ταβερνούλα που υπήρχε στις Καρυές για τους
επισκέπτες.
Το
βιβλιοπωλείο ήταν ανοιχτό περίπου μέχρι τις 5, καθημερινά και τις
Κυριακές. Εκτός των ωρών που είχε θεία λειτουργία ή πανήγυρη και
παρευρίσκονταν. Κανονικό ωράριο μαγαζιού και χωρίς «υπερωρίες».
Καθόταν
συνήθως στο γραφείο και διάβαζε, ξεφύλλιζε περιοδικά που του έστελναν
και του έκαναν εντύπωση. Συνήθως ήταν θεολογικού περιεχομένου αλλά δεν
αποκλείονταν και αυτά της θύραθεν γραμματείας. Αν είχε προσκυνητές-
επισκέπτες, που ανέβαιναν από το λιμάνι της Δάφνης στο Πρωτάτο για να
προσκυνήσουν, και να πάρουν το εξαήμερο διαμονητήριο, και διαισθάνονταν
ότι μπορούσε να ανοίξει ψυχωφελή συζήτηση μαζί τους, κουβέντιαζε μαζί
τους με τις ώρες διάφορα. Όταν κουράζονταν, αν έβρισκε ενδιαφέροντα τα
πρόσωπα, τους προσκαλούσε στο Κελί που έμενε με την συνοδεία του να τους
φιλοξενήσει.
Το Κελί που
διέμενε βρίσκονταν σε μια απόσταση περίπου είκοσι λεπτά από το μαγαζί.
Ήταν σε ύψωμα, λαχάνιαζες λιγάκι, ιδιαίτερα τους Καλοκαιρινούς μήνες.
Ορισμένες φορές μου έλεγε ότι: «αν αποκτήσει χρήματα, θα φτιάξει ένα
τελεφερίκ όταν θα γεράσει να κατεβαίνει στο μαγαζί, να μην κουράζεται»
Γελούσα και τον πείραζα. «Γιατί», μου έλεγε, «το ότι είμαστε μοναχοί δεν
σημαίνει ότι δεν έχουμε και τις ανάγκες μας». «Δεν ζούμε στην εποχή της
Θηβαΐδος». Το «Περιβόλι της Παναγίας είναι ένας ανθώνας της ορθοδοξίας
που μπορείς να βρεις τα πάντα». Η Παναγία Σκέπη και τον χώρο και τους
μοναχούς και τους επισκέπτες που το επισκέπτονται.
Αν για
παράδειγμα κατά λάθος χτυπούσες ή πονούσες, σου έλεγε, «επισκέψου τον
γιατρό, αλλά πάρε και ένα μπαμπακάκι και βούτηξέ το στο λάδι από το
καντήλι που είναι αναμμένο νυχθημερόν μπρος στο εικόνισμα της Παναγίας
το Άξιον Εστί, και μετά βάλτο στο σημείο του σώματός σου που πονάει. Θα
σε αναπαύσει».
Λάτρευε την
χερσόνησο του Άθω, ήταν αναπόσπαστο μέρος του χώρου της, κομμάτι της
εικόνας του τοπίου της. Είτε ανοιξιάτικο είτε χειμερινό. Γνώριζε κάθε
σπιθαμή του εδάφους της. Τα κρυφά μονοπάτια της, τα χορταριασμένα μικρά
καλντερίμια της που οδηγούσαν από το ένα μοναστήρι στο άλλο. Από την μία
Σκήτη στην άλλη. Τις μεγάλες διαδρομές τις έκανε συνήθως με τα πόδια.
Οχι μόνο γνώριζε κάθε σπιθαμή εδάφους της Αθωνικής Πολιτείας, αλλά,
κοινωνούσε με κάθε ζωντανό οργανισμό που υπήρχε στην επικράτειά της.
Θυμάμαι μια
φορά που καθώς ανέβαινα για το Κελί μόνος μου έβγαλα κάτι πέτρες που
μου φαινόταν εμπόδιο στο δρόμο. Όταν επέστρεψε, του το ανέφερα και μου
είπε: «Τι χαζομάρα έκανες! Τι σε εμπόδιζαν οι πέτρες. Βρίσκονταν εκεί
τόσον καιρό. Ούτε οι άνθρωποι ούτε τα άλογα εμποδίζονταν. Τις είχαν
συνηθίσει και τις προσπερνούσαν». Σέβονταν τον χώρο με όποιο τρόπο
μπορούσε και θεωρούσε ορθό προς το περιβάλλον. Τις φυσικές ομορφιές που
σου παράσχει το φυσικό τοπίο. Ένα τοπίο που εντείνει τον βαθμό της
πίστης των επισκεπτών του μια και νιώθουν ότι αυτά τα χώματα τα βάδισαν
εδώ και αιώνες και εξακολουθούν να τα βαδίζουν άγιοι και όσιοι της
ορθόδοξης εκκλησίας. Αποτελούν ιστορική συνέχεια και παράδοση αιώνων
ελληνικής ζωής και πνεύματος.
Ανηφορίζαμε
όταν έκλεινε το μαγαζί για το Κελί όπου κατοικούσε. Μου έδειχνε και μου
μιλούσε για το άλλο Κελί-που αντίκριζες στα δεξιά σου ψηλά-που μόναζε ο
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μοναχός από την Νάξο που συγκέντρωσε τα
ιερά κείμενα των πατέρων της ορθοδοξίας στην γνωστή μας πεντάτομη
«Φιλοκαλία». Αυτά τα ιερά κείμενα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης
που θεωρούνται η πεμπτουσία του ορθόδοξου στοχασμού. Αλλά και για το
βιβλίο του «Ο Αόρατος πόλεμος». Λίγο λαχανιασμένοι φτάναμε στο Κελί.
Εκεί, μας
περίμεναν πάντα με φιλόξενη διάθεση ο πατήρ Κύριλλος, ένας καλοκάγαθος
μικρασιάτης μοναχός, που μαζί με τον γέροντα Ιερόθεο, οικοδόμησαν-όπως
έλεγαν-πετραδάκι, πετραδάκι το Κελί της διαμονής τους. Όταν αποφάσισαν
μόνιμα να εγκατασταθούν στο Όρος και να αφοσιωθούν στην διακονία του
Περιβολιού της Παναγίας.
Ήταν ένα άγονο και κακοτράχαλο περιβάλλον
αρχικά όταν πρωτοήλθαν να μονάσουν, μετέτρεψαν όμως με τον προσωπικό
τους κόπο και σκληρή δουλειά, και πάνω από όλα την βαθειά τους πίστη και
εμπιστοσύνη, το μέρος αυτό σε μικρό «επίγειο παράδεισο» μέσα στον άλλον
παράδεισο του Άθω. Ο πατήρ Κύριλλος έκανε σχεδόν όλες τις εργασίες του
σπιτιού, που δεν ήταν και λίγες. Πάντα αεικίνητος. Φρόντιζε το μικρό
περιβολάκι τους, ασχολούνταν με εργόχειρα, έφτιαχνε λιβάνι,
μικροχειροτεχνήματα που ήταν απαραίτητα για την συντήρησή των ίδιων και
της συνοδείας τους. Δεν είχαν άλλους πόρους συντήρησης.
Όταν
σταμάτησαν να φροντίζουν και να επιστατούν την εκκλησία του Πρωτάτου,
που βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας του «Άξιον Εστί» τα όποια εισοδήματα
από το εκκλησιαστικό βιβλιοπωλείο που διατηρούσαν στις Καρυές και ότι
κατασκεύαζαν σαν διακόνημα με τα χέρια τους ήταν το μόνο τους έσοδο. Τα
υπόλοιπα μέλη της συνοδείας ασχολούνταν με άλλα διακονήματα.
Άλλοι
αγιογραφούσαν, άλλοι έφτιαχναν τα ξύλινα πλαίσια των εικόνων,
κομποσκοίνια, λιβάνι, μικρούς σταυρούς, άλλοι ζύμωναν ψωμί, μαγείρευαν,
έπλεναν, μαστόρευαν, ότι χρειάζεται με δύο λόγια ένα «σπίτι» για να
συντηρηθεί και να συντηρήσει τους δεκάδες πάντα φιλοξενούμενους που
έμεναν μερικές μέρες σε αυτό, μετά από πρόσκληση του γέροντα Ιερόθεου.
Και όπως χαρακτηριστικά έλεγε ένα πρόσωπο του στενού του περιβάλλοντος, «
ο Ιερόθεος, είναι σαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ένας εν ζωή μύθος.
Όλοι όσοι
έρχονται στις Καρυές θέλουν να τον γνωρίσουν από κοντά, να τον
επισκεφτούν και να συνομιλήσουν μαζί του». Μια και ο γέρων Ιερόθεος ήταν
αυτό που λέει ο θυμόσοφος λαός, «έξω καρδιά». Ανοιχτός στους πάντες και
πάντα ακούραστος. Και να ήθελες να τον αγνοήσεις δεν μπορούσες, ήταν
τόσο ισχυρό το ίχνος της ανθρώπινης παρουσίας του, που ήταν απαραίτητη
προϋπόθεση η γνωριμία μαζί του στην επίσκεψή σου στο Περιβόλι της
Παναγίας.
Ο γέροντας
Ιερόθεος, όταν τον ρωτούσες από πότε είναι στο Άγιο Όρος απαντούσε από
πάντα. Χρονικά, είχε έρθει σε αυτό από τα μέσα της δεκαετίας του 1960
που επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Όρος και έμεινε στην αρχή στην ιερά
μονή Σταυρονικήτα, όταν ακόμα η μονή ήταν ιδιόρρυθμη. Έκτοτε,
εγκαταστάθηκε στην χερσόνησο του Άθω και θεωρούσε το περιβόλι σπίτι του.
Η βαθειά του πίστη δεν τον έκανε μόνο να μην εγκαταλείψει ποτέ το Άγιο
Όρος για να μείνει σε μια άλλη μοναστηριακή μονή σε άλλη περιοχή της
Ελλάδας ή του εξωτερικού, αλλά, με ορμητήριο την πνευματική δύναμη που
αντλούσε από αυτό, να μην ξεκόψει την επικοινωνία του με την κοινωνία
και τον έξω κόσμο. Η κοινωνικότητά του ήταν απαράμιλλη.
Δεν ήταν ο τύπος
του μοναχού που θα σε κατακεραυνώσει επειδή δεν τήρησες τους κανόνες
που εκείνος τηρούσε. Σου έλεγε την γνώμη του, και εσύ, αν ήθελες, την
ακολουθούσες. Δεν έκρινε τους άλλους. Η ελευθερία του προσώπου του άλλου
ήταν σεβαστή όποιος και αν ήταν αυτός. Αρκεί να σεβόσουν τον χώρο και
την παράδοσή του. Σε παρότρυνε να επισκεφτείς και άλλες μονές, να
γνωρίσεις και άλλους μοναχούς και αν νιώθεις άνετα, ξαναγυρίζεις στο
κελί του και εκείνοςθα χαρεί να σε φιλοξενήσει. Με αποκαλούσε «ο
αγαπημένος τους ειδωλολάτρης». Ποτέ όμως δεν με έκανε να νιώσω άβολα.
Επισκέφτηκα
το Άγιο Όρος παλαιότερα πάνω από 10 φορές και έμεινα σε διάφορες μονές.
Πάντα όμως τον συναντούσα και έμενα στο κελί του. Όταν εκείνος
κατέβαινε στην Αθήνα για δικές του δουλειές-που συνήθως είχαν να κάνουν
με επισκέψεις του σε φιλικά του πρόσωπα ή συγγενικά-έρχονταν στο σπίτι, ή
έμενε εδώ. Με κατηγορούσε πολλές φορές για ηθικολόγο, ότι δεν δεχόμουν
τους ανθρώπους όπως είναι στην πραγματικότητα αλλά όπως τους είχα
φανταστεί μέσα στα διαβάσματά μου.
Μου έλεγε: «όταν σε αποκαλώ
ειδωλολάτρη εννοώ το εξής. Αφοσιώθηκες στα βιβλία και το διάβασμα και τα
έκανες μια άλλη μορφή πίστης». Ποτέ δεν είχαμε τσακωθεί, παρά μόνο, σε
θέματα βιβλίων. Επισκεφτήκαμε αρκετά πρόσωπα μαζί τόσο εδώ όσο και στην
Θεσσαλονίκη. Του άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα σε άτομα που ασχολούνται με
την κάθε είδους και μορφή καλλιτεχνία. Ήταν τόσο πιστός όσο και
φιλότεχνος.
Ο γέροντας
Ιερόθεος ήταν εξίσου ασκητικός όπως και «κοσμικός» γιατί ήταν ουσιαστικά
επικοινωνιακός. Τον ικανοποιούσε να βρίσκεται κοντά σε ανθρώπους, να
συνομιλεί μαζί τους, να έχει καλή παρέα, ενώ ταυτόχρονα ήταν και
ασκητικός, χωρίς να το διατυμπανίζει, χωρίς να το προβάλλει, δίχως να
στο κοινοποιεί και να σε κάνει να νιώθεις στενάχωρα, ξένος. Η φιλοξενία
ήταν η ζωή του. Κυκλοφορούσε πάντα με ένα ράσο.
Δεν είχε
δική του ατομική περιουσία, ήταν ακτήμονας, ότι χρήματα αποκτούσε από
τις διάφορες εργασιακές του δραστηριότητες και το βιβλιοπωλείο τα ξόδευε
για την συντήρηση του Κελιού και της συνοδείας, τα «σκορπούσε» σε
εκδόσεις ή επανεκδόσεις βιβλίων για την ιστορία του Αγίου Όρους. Εξέδωσε
για αρκετά χρόνια μόνος του-από το 1982 -το αγιορείτικο περιοδικό
«ΠΡΩΤΑΤΟ». Ένα περιοδικό που το φρόντιζε μόνος του, και δημοσίευε στις
σελίδες του για μεγάλο χρονικό διάστημα την ντόπια και διεθνή
βιβλιογραφία για το Άγιο Όρος.
Ότι άρθρο δημοσιεύονταν στο εσωτερικό και
το εξωτερικό και αφορούσε την Ιστορία του Αγίου Όρους και τους μοναχούς
του από την ίδρυσή του, το κατέγραφε. Είναι πλούσια η βιβλιογραφία που
αποδελτίωσε πέρα από τα διάφορα άρθρα που δημοσιεύονταν σε αυτό. Τα
τελευταία χρόνια την ευθύνη του περιοδικού την είχε ο γέροντας Μωϋσής
που υπήρξε και συγγραφέας θρησκευτικών μελετημάτων.
Με
προσωπικό κόπο και αμέριστη αγάπη, ο Ιερόθεος, κατόρθωσε και επανέκδωσε
το σημαντικό ογκώδες βιβλίο του Γεράσιμου Σμυρνάκη, «Το Άγιον Όρος», μια
ακριβή οικονομικά έκδοση. Δημιούργησε την σειρά εκδόσεων-μικρές αλλά
άρτιες και σοβαρές μελέτες- «Αγιορειτικά τετράδια». Μια σειρά αξιόλογων
και καλαίσθητων προτάσεων που αφορούσαν την διαχρονική πορεία του Όρους.
Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένους τίτλους που κυκλοφόρησαν για τις εκδόσεις
που ίδρυσε, «Πανσέληνος»:
α)
Ιουστίνου Σιμωνοπετρίτου ιερομονάχου: «Άξιον εστιν» η θαυματουργή εικόνα
του Πρωτάτου, 1982. Το βιβλίο ανατυπώθηκε αρκετές φορές κατόπιν.
β) Ιωάννου του Κομνηνού, Προσκυνητάριο του Αγίου Όρους του Άθωνος 1984.
γ) Ιωάννου Μ. Χατζηφώτη, Τα εργαστήρια και η αγορά των Καρυών στον 19ο αιώνα. 1985.
δ) Ηλ.
Αναγνωστάκη- Ιερομόναχος Ιουστίνος, Οι Θεσσαλονικείς όσιοι Συμεών και
Θεόδωρος. Πρώτοι κατοικήτορες του Άθω και της Πανελλάδος πολιούχοι.
1985.
Ε) Την
μικρή μελέτη του ιστορικού Νίκου Σβορώνου, Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, για την ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου. 1987. Το εξώφυλλο
είναι του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη.
Όλα εκδόθηκαν με την δική του αμέριστη φροντίδα και αγάπη από τις εκδόσεις «ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ» ΚΑΡΥΕΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
Όπως εύκολα
αναγνωρίζουμε, ο γέρων Ιερόθεος, υπήρξε ένας μοναχός που αφοσιώθηκε με
ιερό ζήλο στην διατήρηση της παράδοσης και της ιστορίας της Αθωνικής
Πολιτείας και ως εκδότης μας κληροδότησε σημαντικές μελέτες. Έδειξε την
αγάπη του όχι μόνο με τον ασκητικό βίο του και την αμέριστη φιλοξενία
του σε επισκέπτες και προσκυνητές του Όρους αλλά, και με την κυκλοφορία
συγγραφικών έργων που μας μιλούν για αυτήν την χιλιόχρονη, πνευματική
και θρησκευτική βασιλεία του.
Ήταν πάντοτε «άφραγκος» κατά το κοινώς
λεγόμενο, αλλά πάντα πλούσιος σε φιλοξενία και προσφορά. Σε έργα
ανάδειξης της ιστορικής δόξας της χερσονήσου του Άθω με ότι αυτή κουβαλά
πάνω της σε έμψυχο και πνευματικό μεγαλείο στο διάβα της ιστορίας της.
Μια ελπιδοφόρα ανάσα, ένας πνεύμονας πίστης μέσα στην καρδιά της
ελληνικής επικράτειας.
Οι 20 μονές του Αγίου Όρους, οι δεκάδες σκήτες
του, τα κελιά του, τα ερημητήριά του, όπου μονάζουν μοναχοί, είναι η
κιβωτός της ορθόδοξης πίστης. Είναι όπως λέγεται, το μεγάλο νοσοκομείο
όπου επισκέπτονται κάθε λογής άνθρωποι από όλα τα μέρη της υφηλίου να
βρουν την πνευματική και ψυχική ίαση. Που αναζητούν το κάτι διαφορετικό
του κόσμου τούτου.
Οι μοναχοί
του Αγίου Όρους, μεταφέρουν πάνω τους έναν ιστορικό πολιτισμό. Έναν
οικουμενικό πολιτισμό που προέρχεται από τις ένδοξες εποχές της
βυζαντινής αυτοκρατορίας και φτάνει μέχρι των ημερών μας. Είναι ένας
πολιτισμός ανθρωποκεντρικός, δημοκρατικός, πολυεστιακός, που υπερβαίνει
τα όρια μιας κρατικής οντότητας ή ενός έθνους και σκέπει τους απανταχού
ορθόδοξους και χριστιανούς. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία
είναι η Οικουμενικότητα και το βαθύ ανθρωπιστικό της πνεύμα. Πέρα και
πάνω από αγκυλώσεις πίστης ή απιστίας.
Η πνευματική ελπιδοφορία που
κομίζει το Όρος υπερβαίνει την αγιότητα και την αμαρτωλότητα της
ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι μια πίστη και μια εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του
κεντρικού ιδεότυπου του Χριστιανισμού που είναι ο Χριστός, στην Σκέπη
της Πλατυτέρας και στον εσωτερικό αγώνα των χιλιάδων μοναχών που βάδισαν
ματώνοντας τα χώματά του αναζητώντας την σωτηρία της ψυχής τους και την
γαλήνη.
Ο γέρων
Ιερόθεος που σε δύο μήνες συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την εκδημία
του, θα μείνει στην μνήμη όσων τον γνώρισαν, σαν ένας μοναχός που τίμησε
το ράσο του και την ανθρωπιστική φυσιογνωμία του έλληνα. Ενός έλληνα
που γνωρίζει να προσφέρεται στον άλλον καθώς νιώθει το βάρος της ευθύνης
της εκκλησιαστικής παράδοσης των προγόνων του.
Γιατί η αυθεντικότητα
του ορθόδοξου μοναχισμού, δεν βρίσκεται σε κανονιστικά εξουσιαστικά
παιχνίδια επίγειων απαγορεύσεων πίστης και ανθρώπινης αυθεντίας, αλλά,
στην αποδοχή του άλλου ως εικόνα του Θεού που εν υπάρχει μέσα σε κάθε
ζωή μέσα στην φύση.
Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 1 Μαρτίου 2019.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου