Της Αναλήψεως
Ἐκ δεξιᾶς κάθισας πατρικῆς Λόγε,
Μύσταις παρασχὼν πίστιν ἀσφαλεστέραν.
«Ὁ
Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῶ κόσμω, οἱ
οὐρανοὶ ἡτοίμασαν τὸν θρόνον αὐτοῦ, νεφέλαι τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, Ἄγγελοι
θαυμάζουσιν, ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν, ὁ Πατὴρ ἐκδέχεται, ὃν ἐν
κόλποις ἔχει συναϊδιον, Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον κελεύει πᾶσι τοὶς Ἀγγέλοις
αὐτοῦ, Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν, Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χείρας. ὅτι
ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἣν τὸ πρότερον».
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πράξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον.
Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Κύριος τους μαθητές του «εξήγαγε έξω έως τη Βηθανία», στο όρος των Έλαιών όπου συνήθως προσηύχετο. «Και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24,50) και «ευλογώντας τους, εχωρίσθηκε απ' αυτούς και εφέρετο πρός τα πάνω, στον ουρανό» μέχρι που τον έχασαν από τα μάτια τους. Και μετά αφού Τον προσκύνησαν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη και έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό.
Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20).
Αυτή η ευλογία είναι πια η αρχή της Πεντηκοστής. Ο Κύριος ανέρχεται για να μας στείλει το παράκλητο Πνεύμα, όπως λέγει το τροπάριο της εορτής: «Ανυψώθηκες στη δόξα, Χριστέ Θεέ μας, αφού χαροποίησες τους μαθητές σου με την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος και βεβαιώθηκαν από την ευλογία σου».
Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ανελήφθη εν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. Άφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρωπίνων προσώπων, που θέλουν να σωθούν. Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Θεός Παράκλητος, «το Πνεύμα της αλήθείας» (Ιωάν. 15,26), ο Οποίος επεδήμησε κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20).
«36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. 38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. 40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. 44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. 45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, 47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. 48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ' ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. 50 Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. 51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ' αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. 52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, 53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν».
«1 Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 5 ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; 7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 11 οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ'ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὸν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλὴμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν.».
«Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την ανάσταση και ανάληψή του στους πιστούς; Επήγασε από θλίψη.
Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία; Επιφάνηκε σε μας από θάνατο.
Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα; Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία. Όπως λέγει ο απόστολος γι' αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι' αυτό κι' ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).
Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε τη προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ' αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α' Πέτρ. 2:21).
Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ' εμάς και μας συναναστράφηκε, ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ' αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.
Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ' αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)
Γιατί λοιπόν στάθηκε στο μέσο τους κι' έπειτα τους συνόδευσε; «Τους εξήγαγε, λέγει, έξω έως τη Βηθανία», αλλά «και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24:50). Το έκαμε για να επιδείξει τον εαυτό του ολόκληρο σώο και αβλαβή, για να παρουσιάσει τα πόδια υγιή και βαδίζοντα σταθερά, αυτά που υπέστησαν τα τρυπήματα των καρφιών, τα ομοίως επί του σταυρού καρφωμένα χέρια, την ίδια τη λογχισμένη πλευρά, αν έφεραν πάνω τους, τους τύπους των πληγών, προς διαπίστωση του σωτηριώδους πάθους.
Εγώ δε νομίζω ότι δια του «στάθηκε στο μέσο των μαθητών» δεικνύεται και το ότι αυτοί στηρίχθηκαν στη πίστη προς αυτόν, με αυτή τη φανέρωση και ευλογία του. Γιατί δεν στάθηκε μόνο στο μέσο όλων αυτών, αλλά και στο μέσο της καρδιάς του καθενός, γιατί από εκείνη την ώρα οι απόστολοι του Κυρίου έγιναν σταθεροί και αμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπόν στο μέσο τους και τους λέγει, «ειρήνη σε σας», τούτη τη γλυκιά και σημαντική και συνηθισμένη του προσφώνηση. Την διπλή ειρήνη, προς το Θεό που είναι γέννημα της ευσέβειας και αυτή που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Και καθώς τους είδε φοβισμένους και ταραγμένους από την ανέλπιστη και παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ότι βλέπουν πνεύμα - φάντασμα, αυτός τους ανέφερε πάλι τους διαλογισμούς της καρδιάς των, και αφού έδειξε ότι είναι αυτός ο ίδιος, πρότεινε τη διαβεβαίωση δια της εξετάσεως και ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, όχι γιατί είχε ανάγκη τροφής, αλλά για επιβεβαίωση της αναστάσεώς του.
Έφαγε δε μέρος ψητού ψαριού και μέλι από κηρύθρα, που είναι και αυτά σύμβολα του μυστηρίου του. Δηλαδή ο Λόγος του Θεού ένωσε στον εαυτό του καθ' υπόσταση τη φύση μας, που σαν ιχθύς κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου, και την καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της Θεότητός του. Με κηρύθρα δε μελισσιού μοιάζει η φύση μας γιατί κατέχει το λογικό θησαυρό τοποθετημένο στο σώμα σαν μέλι στη κηρύθρα. Τρώγει από αυτά ευχαρίστως γιατί καθιστά φαγητό του τη σωτηρία του καθενός από τους μετέχοντας της φύσεως. Δεν τρώει ολόκληρο, αλλά μέρος «από κηρύθρα μέλι» επειδή δεν πίστευσαν όλοι και δεν το παίρνει μόνος του, αλλά προσφέρεται από τους μαθητές, γιατί του φέρνουν μόνο τους πιστεύοντες σ' αυτόν, χωρίζοντάς τους από τους απίστους.
Κατόπιν τους υπενθύμισε τους λόγους του πριν το πάθος, που όλοι πραγματοποιήθηκαν. Τους υποσχέθηκε να τους στείλει το άγιο Πνεύμα, τους είπε να καθίσουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά. Μετά τη συζήτηση ο Κύριος τους έβγαλε από το σπίτι και τους οδήγησε έως τη Βηθανία και αφού τους ευλόγησε, όπως αναφέραμε, αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε προς τον ουρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σαν όχημα και ανήλθε ενδόξως στους ουρανούς, στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός, καθιστώντας ομόθρονο το φύραμά μας.
Καθώς οι Απόστολοι δεν σταματούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό, με τη φροντίδα των αγγέλων πληροφορούνται ότι έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό και «θα τον ιδούν όλες οι φυλές της γης, να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». (Ματθ. 24: 30). Τότε οι μαθητές αφού προσκύνησαν από το Όρος των Ελαιών, από όπου αναλήφθηκε ο Κύριος, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι, αινώντας και ευλογώντας το Θεό και αναμένοντες την επιδημία του θείου Πνεύματος.
Όπως λοιπόν εκείνος έζησε και απεβίωσε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε, έτσι κι' εμείς ζούμε και πεθαίνουμε και θα αναστηθούμε όλοι. Την ανάληψη όμως δεν θα πετύχουμε όλοι, αλλά μόνο εκείνοι για τους οποίους ζωή είναι ο Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος, όσοι προ του θανάτου σταύρωσαν την αμαρτία δια της μετανοίας, μόνο αυτοί θα αναληφθούν μετά την κοινή ανάσταση σε νεφέλες προς συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. (Α' Θεσ. 4:17).
Ας έρθουμε στο υπερώο μας, στο νου μας προσευχόμενοι, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας για να πετύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και να προσκυνήσουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τὴ ἐπαγγελία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πράξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον.
Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Κύριος τους μαθητές του «εξήγαγε έξω έως τη Βηθανία», στο όρος των Έλαιών όπου συνήθως προσηύχετο. «Και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24,50) και «ευλογώντας τους, εχωρίσθηκε απ' αυτούς και εφέρετο πρός τα πάνω, στον ουρανό» μέχρι που τον έχασαν από τα μάτια τους. Και μετά αφού Τον προσκύνησαν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη και έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό.
Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20).
Αυτή η ευλογία είναι πια η αρχή της Πεντηκοστής. Ο Κύριος ανέρχεται για να μας στείλει το παράκλητο Πνεύμα, όπως λέγει το τροπάριο της εορτής: «Ανυψώθηκες στη δόξα, Χριστέ Θεέ μας, αφού χαροποίησες τους μαθητές σου με την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος και βεβαιώθηκαν από την ευλογία σου».
Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ανελήφθη εν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. Άφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρωπίνων προσώπων, που θέλουν να σωθούν. Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Θεός Παράκλητος, «το Πνεύμα της αλήθείας» (Ιωάν. 15,26), ο Οποίος επεδήμησε κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20).
Ευαγγελική περικοπή (Λουκά 24: 36-53)
«36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. 38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. 40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. 44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. 45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, 47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. 48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ' ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. 50 Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. 51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ' αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. 52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, 53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν».
Αποστολικόν Ανάγνωσμα (Πραξ. 1: 1-12)
«1 Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι' ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 5 ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; 7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 11 οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ'ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὸν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλὴμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν.».
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
«Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την ανάσταση και ανάληψή του στους πιστούς; Επήγασε από θλίψη.
Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία; Επιφάνηκε σε μας από θάνατο.
Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα; Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία. Όπως λέγει ο απόστολος γι' αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι' αυτό κι' ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).
Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε τη προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ' αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α' Πέτρ. 2:21).
Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ' εμάς και μας συναναστράφηκε, ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ' αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.
Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ' αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)
Γιατί λοιπόν στάθηκε στο μέσο τους κι' έπειτα τους συνόδευσε; «Τους εξήγαγε, λέγει, έξω έως τη Βηθανία», αλλά «και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24:50). Το έκαμε για να επιδείξει τον εαυτό του ολόκληρο σώο και αβλαβή, για να παρουσιάσει τα πόδια υγιή και βαδίζοντα σταθερά, αυτά που υπέστησαν τα τρυπήματα των καρφιών, τα ομοίως επί του σταυρού καρφωμένα χέρια, την ίδια τη λογχισμένη πλευρά, αν έφεραν πάνω τους, τους τύπους των πληγών, προς διαπίστωση του σωτηριώδους πάθους.
Εγώ δε νομίζω ότι δια του «στάθηκε στο μέσο των μαθητών» δεικνύεται και το ότι αυτοί στηρίχθηκαν στη πίστη προς αυτόν, με αυτή τη φανέρωση και ευλογία του. Γιατί δεν στάθηκε μόνο στο μέσο όλων αυτών, αλλά και στο μέσο της καρδιάς του καθενός, γιατί από εκείνη την ώρα οι απόστολοι του Κυρίου έγιναν σταθεροί και αμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπόν στο μέσο τους και τους λέγει, «ειρήνη σε σας», τούτη τη γλυκιά και σημαντική και συνηθισμένη του προσφώνηση. Την διπλή ειρήνη, προς το Θεό που είναι γέννημα της ευσέβειας και αυτή που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Και καθώς τους είδε φοβισμένους και ταραγμένους από την ανέλπιστη και παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ότι βλέπουν πνεύμα - φάντασμα, αυτός τους ανέφερε πάλι τους διαλογισμούς της καρδιάς των, και αφού έδειξε ότι είναι αυτός ο ίδιος, πρότεινε τη διαβεβαίωση δια της εξετάσεως και ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, όχι γιατί είχε ανάγκη τροφής, αλλά για επιβεβαίωση της αναστάσεώς του.
Έφαγε δε μέρος ψητού ψαριού και μέλι από κηρύθρα, που είναι και αυτά σύμβολα του μυστηρίου του. Δηλαδή ο Λόγος του Θεού ένωσε στον εαυτό του καθ' υπόσταση τη φύση μας, που σαν ιχθύς κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου, και την καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της Θεότητός του. Με κηρύθρα δε μελισσιού μοιάζει η φύση μας γιατί κατέχει το λογικό θησαυρό τοποθετημένο στο σώμα σαν μέλι στη κηρύθρα. Τρώγει από αυτά ευχαρίστως γιατί καθιστά φαγητό του τη σωτηρία του καθενός από τους μετέχοντας της φύσεως. Δεν τρώει ολόκληρο, αλλά μέρος «από κηρύθρα μέλι» επειδή δεν πίστευσαν όλοι και δεν το παίρνει μόνος του, αλλά προσφέρεται από τους μαθητές, γιατί του φέρνουν μόνο τους πιστεύοντες σ' αυτόν, χωρίζοντάς τους από τους απίστους.
Κατόπιν τους υπενθύμισε τους λόγους του πριν το πάθος, που όλοι πραγματοποιήθηκαν. Τους υποσχέθηκε να τους στείλει το άγιο Πνεύμα, τους είπε να καθίσουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά. Μετά τη συζήτηση ο Κύριος τους έβγαλε από το σπίτι και τους οδήγησε έως τη Βηθανία και αφού τους ευλόγησε, όπως αναφέραμε, αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε προς τον ουρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σαν όχημα και ανήλθε ενδόξως στους ουρανούς, στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός, καθιστώντας ομόθρονο το φύραμά μας.
Καθώς οι Απόστολοι δεν σταματούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό, με τη φροντίδα των αγγέλων πληροφορούνται ότι έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό και «θα τον ιδούν όλες οι φυλές της γης, να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». (Ματθ. 24: 30). Τότε οι μαθητές αφού προσκύνησαν από το Όρος των Ελαιών, από όπου αναλήφθηκε ο Κύριος, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι, αινώντας και ευλογώντας το Θεό και αναμένοντες την επιδημία του θείου Πνεύματος.
Όπως λοιπόν εκείνος έζησε και απεβίωσε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε, έτσι κι' εμείς ζούμε και πεθαίνουμε και θα αναστηθούμε όλοι. Την ανάληψη όμως δεν θα πετύχουμε όλοι, αλλά μόνο εκείνοι για τους οποίους ζωή είναι ο Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος, όσοι προ του θανάτου σταύρωσαν την αμαρτία δια της μετανοίας, μόνο αυτοί θα αναληφθούν μετά την κοινή ανάσταση σε νεφέλες προς συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. (Α' Θεσ. 4:17).
Ας έρθουμε στο υπερώο μας, στο νου μας προσευχόμενοι, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας για να πετύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και να προσκυνήσουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τὴ ἐπαγγελία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.
Άγιος Ευτυχής Επίσκοπος Μελιτηνής
Ὡς εὐτυχῶς σὺ εὐτύχησας τρισμάκαρ!
Θείας τετευχώς, Εὐτυχές, κληρουχίας,
Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Εὐτυχέα ἔνθεν ἄειραν.
Είναι άγνωστο από που καταγόταν και πότε άθλησε ο Άγιος Ιερομάρτυς Ευτύχιος. Αναδείχθηκε σε Επίσκοπο Μελιτηνής, όμως λόγω της Χριστιανικής δράσεώς του συνελήφθη, αρνήθηκε δε να θυσιάσει στα είδωλα, και μετά από πολλά βασανιστήρια ρίχθηκε στο νερό, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Ο Σωφρόνιος Εύστρατιάδης στο Αγιολόγιο του, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα γράφεται Ευτυχής και μάλιστα επίσκοπος Μελιτηνής και ότι το σωστό είναι Ευτύχιος μάρτυς και όχι επίσκοπος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Εὐτύχιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.
Ἡ Ἁγία Ἑλικωνίς ἡ Μάρτυς
Ἑλικωνὶς τμηθεῖσα τὴν κάραν ξίφει
Οὐχ Ἑλικῶνα, ἀλλ' Ἐδὲμ τρυφὴν ἔχει.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἑλικωνίς γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ χρονικὲς συντεταγμένες τοῦ βίου της, σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριό της, τοποθετοῦνται κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.) καὶ Φιλίππου. Μαρτύρησε στὴν Κόρινθο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Περινίου, ὅπου προτίμησε νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο, παρὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Οἱ τύρρανοί της στὴν ἀρχὴ τῆν φυλάκισαν· τὸ μαρτύριό της ἄρχισε ὅταν τῆς ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ζυγὸ βοδιῶν καὶ τὴν ἄφησαν νὰ ποδοπατεῖται· λύθηκε ὅμως θαυματουργικά.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἔριξαν σὲ πίσσα καὶ ἄσφαλτο, ἀπ’ ὅπου ὅμως καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια οἱ δήμιοί της θέλησαν νὰ τὴν προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς, γι’ αὐτὸ τὴς ξύρισαν τὴν κεφαλὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά· ὅμως αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἔπαθε τίποτε, ἀλλὰ ἀπεναντίας, μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, κατόρθωσε νὰ καταρίψει τὰ ξόανα τῆς Ἀθηνᾶς, τοῦ Διός καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ποὺ βρίσκονταν στὸ ναό. Στὴ συνέχεια τῆς ἔτεμαν τοὺς μαστοὺς καὶ τὴν φυλάκισαν.
Ὅταν ὁ Ἀνθύπατος Ἰουστίνος διαδέχθηκε τὸν ἡγεμόνα Περίνιο στὴν Κόρινθο, διέταξε νὰ ὁδηγηθεῖ μπροστά του ἡ Ἑλικωνίς, ἡ ὁποία συνέχιζε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νὰ ριφθεῖ στὴν κάμινο, ὅπου ὅμως ἡ φλόγα δὲν τὴν ἄγγιξε. Ἑβδομήντα στρατιῶτες τὴν βασάνισαν· ξάπλωσαν τὴν Ἁγία πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι, ἀλλὰ οἱ Ἄγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τῆς συμπαραστέκονταν καὶ θεράπευαν τὶς σάρκες της, ποὺ καίγονταν. Οὔτε ὅμως καὶ τὰ θηρία τὴν ἀκούμπησαν, ἂν καὶ κατέφαγαν ἑκατὸν εἴκοσι ὑπηρέτες. Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ θανάτωση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία «διὰ ξίφους τμηθεῖσα, πρὸς Κύριον στεφανοφόρος ἀνῆλθε».
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Παύλου τὸ ῥῆμα καὶ μεταστὰς Ἀνδρέας
Ἡμεῖς γε μωροὶ διὰ Χριστὸν κεκράγει.
Ὀγδοάτῃ εἰκάδι Ἀνδρέας ἔκθανε πυκινόφρων.
Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου συντάχθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Νικηφόρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), ἐπὶ βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκυθία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία εἶχε πουληθεῖ ὡς δούλος σὲ κάποιον πρωτοσπαθάριο καὶ στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς, ὀνομαζόμενο Θεόγνωστο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ εὐσεβή, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν μικρὸ Ἀνδρέα, ὥστε τὸν μεταχειρίστηκε ὡς υἱό του, φροντίζοντας γιὰ τὴν ἐπιμελὴ καὶ θεοσεβὴ μόρφωση αὐτοῦ.
Τὸν Ἀνδρέα εἵλκυαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἰδιαίτερα οἱ Βίοι καὶ τὰ Μαρτύρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Τέτοιος δὲ ὑπῆρξε ὁ ζῆλος του πρὸς αὐτά, ὥστε ἀποκλήθηκε «σαλὸς» (μωρός), διότι ὁ ζῆλος του αὐτὸς τὸν ὠθοῦσε πολλὲς φορὲς στὸ νὰ ὑπομένει ἐμπαιγμούς, ταπεινώσεις καὶ βαριὲς ὕβρεις καὶ νὰ προβαίνει σὲ διαβήματα ποὺ κρίνονται ὡς ἀνισόρροπα καὶ ἐκκεντρικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑπέμενε τοὺς ἐξευτελισμούς, παρηγορούμενος ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς πετύχαινε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εὐθεία ὁδὸ παραστρατημένες ὑπάρξεις.
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθοποιία του. Ὄχι μόνο μοιραζόταν τὰ ὑπάρχοντά του μὲ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ προσέφερε ὅ,τι εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἔμενε νηστικὸς καὶ γυμνός. Σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν παρατηροῦσαν γιὰ τὶς ὑπερβολικὲς ἀγαθοεργίες του, ὑπενθύμιζε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος, σὲ μία ὁλονύκτια Ἀκολουθία στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν εἶδε τὴ Θεοτόκο στὸν οὐρανὸ προσευχόμενη καὶ σκέπουσα τὸ λαὸ μὲ τὸ τίμιο ὠμοφόριό της († 1 καὶ † 28 Ὀκτωβρίου).
Κάποια ἡμέρα συνέβη κάτι παράδοξο στὸ θεράποντα τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν συνήθειά του, γιὰ νὰ μὴν γνωρίζει κανεὶς τὴν ἐργασία του στοὺς προθάλαμους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφὰ πρὸς τὸ ναὸ τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στὴν ἀριστερὰ στοὰ τῆς ἀγορᾶς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔτυχε, τότε, κάποιο παιδὶ νὰ διέρχεται τὴ λεωφόρο, ἐκτελώντας διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος πήγαινε πρὸς τὸ ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· τὸ παιδὶ τάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τὸν πρόφθασε, χωρὶς ὁ Ὅσιος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ.
Ὅταν ἔφθασε πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ ὁ Ἀνδρέας, Θεοῦ θέλοντος, ἐξέτεινε τὴ δεξιά του χείρα καὶ ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ τὶς πύλες, αὐτὲς εὐθὺς ὑποχώρησαν. Εἰσῆλθε στὸ ναὸ καὶ ἄρχισε τὶς προσευχές, μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος τὸν παρακολουθοῦσε. Τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τὸν Ὅσιο, γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν σαλός. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἀνοίγει αὐτομάτως τὶς πύλες τοῦ ναοῦ, ἔφριξε καὶ κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο· ἔλεγε, λοιπόν, στὸν ἑαυτό του: «Ποιὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ οἱ κατὰ ἀλήθειαν μωροὶ σαλὸ ὀνομάζουν! Πόσο μεγάλος ἅγιος εἶναι, καὶ ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι ἀγνοοῦμε! Πόσους κρυφοὺς δούλους ἔχει ὁ Θεὸς καὶ οὐδεὶς γνωρίζει τὰ περὶ αὐτῶν!».
Αὐτὰ λογιζόταν τὸ παιδὶ καὶ πλησίασε, γιὰ νὰ μάθει τί κάνει ὁ Ἅγιος ἐντὸς τοῦ ναοῦ· βλέπει, λοιπόν, αὐτὸν πρὸ τοῦ ἄμβωνος νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα καὶ νὰ προσεύχεται. Κατεπλάγη ἀπὸ τὸ παράδοξο τοῦτο θέαμα καὶ ἀναχώρησε, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἔφυγε. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ ναό, ἀσφάλισε πάλι τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία τοῦ παιδιοῦ καὶ λυπήθηκε, ἐπειδὴ κάποιος οἰκέτης ἔγινε θεατὴς τῶν συμβάντων· ἀνέμενε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ, γιὰ νὰ τοῦ παραγγείλει νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου. Συνάντησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε: «Φύλαξε, τέκνον, ὅλα ὅσα εἶδες στὸν τόπο τοῦτο καὶ θὰ ἔχεις τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ».
Μία ἡμέρα, πρὸς τὸ τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπευφημοῦσε τὸν Δεσπότη Χριστὸ μετὰ βαΐων καὶ ὕμνων. Βλέπει, τότε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάποιον γέροντα, ὡραῖο κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, νὰ εἰσέρχεται στὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πλῆθος λαοῦ τὸν ἀκολουθοῦσε, μὲ βάϊα καὶ σταυρούς, οἱ ὁποίοι ἔλαμπαν ὡς ἀστραπή· μελωδοῦσαν μέλος τερπνό, ἡδὺ καὶ σωτήριο. Ὁ ἕνας στὸν ἄλλο παραχωροῦσε τὸ προβάδισμα καὶ ὅλοι κατευθύνονταν πρὸς τὸν ἄμβωνα. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος κατεῖχε κινύρα καὶ ἔκρουε τὶς χορδὲς συνοδεύοντας τοὺς ψάλτες. Ὁ μακάριος ἐτέρπετο ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ψαλμωδία· σκίρτησε καὶ εἶπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».
Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους σοφοὺς ἔλεγαν: «Πῶς, σαλέ; Ἀναφέρεται στὸ στίχο αὐτὸ τοῦ ψαλμοῦ ἡ Παναγία; Τὶ εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγεις;». Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς τους γέλασαν καὶ ἀναχώρησαν. Ὁ μακάριος τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἐπειδὴ εἶδε τὸν Δαβὶδ μὲ ἄλλους Προφῆτες νὰ ἔχουν ἔλθει ἐκεῖ.
Ἔτσι θεοφιλῶς ἔζησε ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς Ἅγιος Ἀνδρέας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑξήντα ἕξι ἐτῶν. Εὐθὺς εὐωδίασαν μύρα καὶ θυμιάματα στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἄφησε τὸ πνεῦμα του ὁ Ἅγιος. Μία γυναίκα φτωχὴ, ἡ ὁποία διέμενε πλησίον ὀσφράνθηκε τὴν ἡδύπνοο καὶ ἀσύγκριτη εὐωδία. Τὴν ἀκολούθησε, λοιπόν, αὐτὴ καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ἔκειτο ὁ Ἅγιος. Βρῆκε τὸν μακάριο νεκρό· ἤδη δὲ ἀνέβλυζε μύρο ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἔτρεξε, λοιπόν, καὶ ἀνήγγειλε τὸ θαῦμα, ἐπικαλούμενη μὲ ὅρκο ὡς μάρτυρα τὸν Θεό. Πολλοὶ συγκεντρώθηκαν τότε, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου. Τοὺς προκαλοῦσε κατάπληξη, ὅμως, ἡ εὐοσμία τοῦ μύρου καὶ τῶν θυμιαμάτων. Ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ κρίματα ἑκάστου καὶ τὰ ἀπόκρυφα κατορθώματα τοῦ Ἁγίου, μετέθεσε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου.
Προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρὸ τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του
«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε.
Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας
Ο Άγιος Νικήτας, ο Ομολογητής, είναι άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Το όνομά του αναφέρεται στους τέσσερις Λαυριωτικούς Κώδικες Δ 39, Θ 87, Δ 36 και Ω 147, με Ακολουθία αυτού.
Από την Ακολουθία του μαθαίνουμε ότι ο Άγιος Νικήτας ήταν Επίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξύ των ετών 726 και 775 μ.Χ. και έζησε κατά τους χρόνους της εικονομαχίας. Αναδείχθηκε Ομολογητής για τους υπέρ των ιερών εικόνων αγώνες του, μαζί με άλλους δύο άγνωστους ομολογητές, και μάλιστα συγγενείς του, τον Νικήτα και τον Ιγνάτιο. Ενδέχεται μάλιστα να παραιτήθηκε από τον επισκοπικό θρόνο της Χαλκηδόνος και να αποσύρθηκε σε κάποια μονή της Παλαιστίνης, για να επιδοθεί αποκλειστικά σε ασκητικούς αγώνες.
Ο Άγιος Νικήτας κοιμήθηκε με ειρήνη.
Στα βορειοδυτικά του νησιού της Λευκάδας υπάρχει ένα πασίγνωστο θέρετρο, ο Αη-Νικήτας που οφείλει το όνομα του στον Άγιο Νικήτα, Αρχιεπίσκοπο Χαλκηδόνος. Σύμφωνα με την παράδοση, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου, παλιότερα υπήρχαν βράχια. Εκεί βρέθηκε κατά τρόπο θαυμαστό μια εικόνα που παριστούσε κάποιον Άγιο, επίσκοπο όπως έδειχνε η αμφίεσή του, και έφερε την επιγραφή «Άγιος Νικήτας». Όταν πήγαν την εικόνα στον Μητροπολίτη του νησιού, εκείνος δεν ήξερε για ποιόν Άγιο επρόκειτο. Ο μόνος Άγιος Νικήτας που γνώριζε από τα αγιολόγια ήταν μάρτυρας και όχι επίσκοπος. Ήρθε λοιπόν σε επικοινωνία με μονές του Αγίου Όρους, όπου βρίσκονται λεπτομερέστεροι κατάλογοι με τα ονόματα των Αγίων, και από εκεί έμαθε ότι επρόκειτο για τον Άγιο Νικήτα, Αρχιεπίσκοπο Χαλκηδόνος.
Μεγαλυνάριον
Τό Λευκάδος νήσου κλέος λαμπρόν, καί τῆς Ἐκκλησίας, τήν κρηπίδα καί ὀφθαλμόν, καί τῆς ἐπωνύμου αὐτοῦ κώμης σωτῆρα, Νικήταν Ἱεράρχην πάντες ὑμνήσωμεν.
Οἱ Ἅγιοι Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης οἱ Μάρτυρες
Eν τη καμίνω Σεδράχ Διοσκορίδης,
Mισάχ δε Παύλος, Aυδεναγώ δε Kρήσκης.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ κατάγονταν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης, οἱ ὁποίοι ἄθλησαν τὸ 244 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.). Βρισκόμενοι στὴ Ρώμη καὶ κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μετέστρεφαν καὶ βάπτιζαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, ρίχθηκαν στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐξακολουθοῦσαν μεταξὺ τῶν συγκρατουμένων τους τὸ θεοφιλὲς ἔργο τους, πολλοὺς τῶν ὁποίων ἔφεραν πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Ἡ ἡγεμόνας πληροφορήθηκε αὐτὸ καὶ διέταξε, ἀφοῦ μαστιγωθοῦν σκληρά, νὰ ριχθοῦν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι, ὅπου ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Άγιος Μήτρος (ή Δημήτριος)
Ο Άγιος Μήτρος (ή Δημήτριος), καταγόταν από ευσεβή και ενάρετη οικογένεια της Πελοποννήσου. Εξισλαμίσθηκε όμως σε νεαρή ηλικία μαζί με άλλους νέους της περιοχής του, πιθανώς μετά την κατάπνιξη της επανάστασης της Πελοποννήσου, το 1769 μ.Χ. Το χριστιανικό του όνομα ήταν Δημήτριος, όταν δε έγινε Μωαμεθανός ονομάστηκε Μουσταφάς.
Προικισμένος με ευφυΐα και σοφία, αλλά και άλλα χαρίσματα, δραστήριος και δημιουργικός αναδείχθηκε γρήγορα μεταξύ των επιφανών Τούρκων της Πελοποννήσου και κατέλαβε το αξίωμα του Έπαρχου (ιμπροχώραγα), απέκτησε δε πολλά χρήματα και δούλους. Τίποτε όμως απ' όλα αυτά δεν ικανοποιούσε την ευγενή ψυχή του. Ο Μουσταφά κατατρωγόταν από τον πόθο να επιστρέψει στην πίστη των πατέρων του γι' αυτό και η δόξα και ο πλούτος δεν άγγιξαν ούτε αλλοίωσαν το χαρακτήρα του. Έλαβε λοιπόν την απόφαση να επιστρέψει στο Χριστιανισμό και προσήλθε σε κάποιο πνευματικό στην Τρίπολη, όπου με δάκρυα εξομολογήθηκε, έλαβε τη συμβουλή του και την ευλογία του, και ζούσε κρυφά χριστιανικά.
Η χριστιανική του όμως ζωή, δεν άργησε να γίνει αντιληπτή από τούς Τούρκους, οι οποίοι τον κατήγγειλαν στον πασά της Τρίπολης. Ο Δημήτριος τότε συνελήφθη στο Μιστρά και οδηγήθηκε δέσμιος στο πασά της Τρίπολης, όπου με θάρρος ομολόγησε την πίστη του και την διακαή επιθυμία του να μαρτυρήσει για την πίστη του. Παρά τις συμβουλές και τις υποσχέσεις του πασά, την υπόμνηση, τι χρωστά στους Τούρκους για τα αξιώματα πού του χάρισαν, ο μάρτυρας παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Αμέσως τον φυλάκισαν και υστερα από λίγες ημέρες τον αποκεφάλισαν στις 28 Μαΐου 1794 μ.Χ., Κυριακή της Πεντηκοστής, στην Τρίπολη, προσθέτοντας στο «περικείμενον νέφος των μαρτύρων», ένα ακόμη περίσεμνο μάρτυρα. Το λείψανο του Αγίου παρέλαβαν οι χριστιανοί και το έθαψαν στον ναό του Αγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στην Τρίπολη. Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Κορινθίας Μακάριος.
Άγιος Αρσένιος Επίσκοπος Βεροίας
Ποιμὴν ὤν Ἀρσένιος Βεῤῥοίας μέγας,
Προθύμως τέθνηκεν ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου.
Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αρσένιος Βεροίας έζησε τον 14ο προς 15ο αιώνα μ.Χ. Στην πολιορκία της πόλης της Βέροιας συνελήφθει να λειτουργεί στην Παλαιά Μητρόπολη, που σώζεται ακόμη και σήμερα, και σφαγιάσθηκε ή απαγχονίστηκε.
Η μνήμη του στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας έπεσε σε λήθη, έως ότου ο ιστορικός της Βέροιας Χιονίδης Γεώργιος βρήκε στα Μετέωρα μια φυλλάδα με ακολουθία προς αυτόν. Πιο μπροστά τιμώνταν μεν ο Άγιος με άγνωστο όνομα ή κατά συγκατάβαση με το όνομα Καλλίνικος, από επιθυμία του Μητροπολίτου Βεροίας κ. Καλλινίκου Χαραλαμπάκη. Το σπουδαίο που αναφέρεται στην ακολουθία του Αγίου Αρσενίου είναι ότι τάφηκε στο ναό του Μεγαλομάρτυρος και εικάζεται πως το άγιο λείψανό του βρίσκεται στο ναό του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου της περιοχής του νέου Μητροπολιτικού ναού.
Η μνήμη του τιμάται στο Μητροπολιτικό ναό Βεροίας στις 28 Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖος πρόεδρος, Βεῤροίας ὤφθης, καὶ ἑδραίωμα, τοῦ σοῦ ποιμνίου, Ἱερομάρτυς θεόφρον Ἀρσένιε, ὡς ὑπὲρ ταύτης οὖν χαίρων ἠγώνισαι, πάσης αὐτῆς διαφύλαττε θλίψεως, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν αἰτούμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Ὁ τῆς Βεῤῥοίας εὐκλεὴς ποιμενάρχης, ὡς τοῦ Σωτῆρος μιμητὴς καὶ θεράπων, ὑπὲρ τῆς ποίμνης τὴν ζωὴν προτέθεικεν, ὁ σοφὸς Ἀρσένιος, ἐναθλήσας νομίμως· ὅθεν καὶ δεδόξασται, δόξῃ τῇ οὐρανίῳ, καὶ ἱκετεύει πάντοτε Χριστόν, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Βεῤῥοίας θεῖος ποιμήν, ὁ ὑπὲρ τῆς ποίμνης, ἐναθλήσας καρτερικῶς· χαίροις Ἰεράρχα, καὶ Μάρτυς τοῦ Σωτῆρος, Μακεδονίας κλέος, Πάτερ Ἀρσένιε.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἔζησε τὸν 13ο αἰώνα καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του γιὰ εἴκοσι ἕξι χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1288. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του κάποιοι πιστοὶ εἶδαν τὸ τίμιο λείψανό του νὰ σηκώνεται καὶ νὰ τοὺς εὐλογεῖ. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν εὐλόγησε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτελοῦνται στὸν τάφο του.
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος τῆς Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Τὸ 1453 ἦταν Ἐπίσκοπος Κολόμνας καὶ στὶς 29 Ἰουνίου 1479 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1489.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμον Στέφανος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος Πενκιόβσι, κοντὰ στὴν Σόφια, καὶ λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων κατέφυγε στὴ Βαλαχία, κοντὰ στὸ βοεβόδα Ραντούλ. Στὴ συνέχεια ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς περιοχῆς Ρουσκούκ, ἴσως σὲ αὐτὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Πατριάρχης Τυρνόβου Ἅγιος Ἰωακείμ († 18 Ἰανουαρίου), καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἡ Παρθενομάρτυς
Ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυς Φιλοθέα, γεννήθηκε στὸ Μολύβοτο τῆς Παμφυλίας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς της, πατρίκιος Ἰωάννης καὶ Εἰρήνη, τῆς ἔδωσαν Χριστιανικὴ ἀνατροφή. Στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων σημείωσε μεγάλη πρόοδο καὶ εἶχε ἀποστηθίσει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἐπιδόθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἄσκηση. Ὅταν ἔγινε δέκα τεσσάρων ἐτῶν ὑποχρεώθηκε, χωρὶς τὴν θέλησή της, νὰ νυμφευθεῖ κάποιον δεκαεπταετὴ ποὺ ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος. Κατόρθωσε ὅμως νὰ πείσει τὸ σύζυγό της νὰ διατηρήσουν τὴν ἀγνότητά τους καὶ μέσα στὸ γάμο, μιμούμενοι τὸ παράδειγμα τοῦ Ὁσίου Ἀμμούν († 4 Ὀκτωβρίου) καὶ τῆς συζύγου του.
Ἡ Φιλοθέα ἔχασε νωρὶς τοὺς γονεῖς της, τὴ μητέρα της σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καὶ τὸν πατέρα της λίγο καιρὸ μετὰ τὸν γάμο της. Ὁ σύζυγός της χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς πέθανε μετὰ ἀπὸ ἔξι ἔτη ἔγγαμου βίου. Ἡ Φιλοθέα, ἀφοῦ ἀπελευθέρωσε τοὺς δούλους τῆς οἰκογένειας καὶ διαμοίρασε τὰ πλούτη σὲ φτωχοὺς, ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, μαζὶ μὲ μία δούλη της ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Μολύβοτο.
Καθημερινές της ἐνασχολήσεις ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς θεοφιλοῦς βιοτῆς της διαδόθηκε στὶς γύρω περιοχές. Ἡ Ὁσία ἀνέλαβε ἀκόμη καὶ τὸ ἔργο τῆς στηρίξεως τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς κατατροπώσεως τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅταν ἐπανῆλθαν στὸ προσκήνιο ἡ εἰδωλολατρία καὶ οἱ διωγμοί. Ὁ Θεός τῆς δώρισε τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα.
Ἡ Ὁσία, τέσσερις ἡμέρες πρὸ τῆς κοιμήσεώς της, κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες της. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτῆς ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς Ἁγία Σοφία.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη στὸ Τύρνοβο, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Β’ Βουλγαρικοῦ Κράτους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ βασιλέως Ἰωαννικίου ἢ Καλοϊωάννου (1197 – 1207), ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύθηκε τὴ δεινὴ θέση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν Δ’ Σταυροφορία καὶ κατέλαβε ἀρκετὰ ἐδάφη της. Τὰ ἱερὰ λείψανα τὰ συνόδευσε τιμητικὸ στρατιωτικὸ ἄγημα καὶ τὰ ὑποδέχθηκε ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου. Στὴν πορεία ἔγιναν πολλὲς θαυματουργικὲς θεραπεῖες ἀσθενῶν. Θεραπεύθηκε καὶ ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγήματος ἀξιωματικὸς Θεόδωρος. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοποθετήθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς καλουμένης Τέμνισκας, μέσα στὸ Τύρνοβο.
Μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου (1393) ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους, οἱ Βούλγαροι τοῦ Βιδυνίου ἐνδιαφέρθηκαν νὰ μεταφέρουν τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας Φιλοθέας ἀπὸ τὸ Τύρνοβο στὴν πρωτεύουσα τοῦ κρατιδίου τους, ἀφοῦ στὴ βασιλεύουσα πόλη, τὸ Τύρνοβο, δὲν ὑπῆρχε οὔτε πολιτικὴ οὔτε πνευματικὴ ἡγεσία τῶν Βουλγάρων. Ὁ τελευταῖος Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας Εὐθύμιος, εἶχε ὑποχρεωθεῖ νὰ πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας. Τὸ γεγονός τῆς μετακομιδῆς ἔλαβε χώρα δύο ἔτη μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου, δηλαδὴ τὸ 1395. Ἡ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων ἔγινε μὲ πανηγυρικὸ τρόπο καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη κατέστη προστάτιδα καὶ μεσίτρια τῶν Βουλγάρων πιστῶν τοῦ βασιλείου τοῦ Βιδυνίου.
Τὸ 1396 ὑπῆρξε μοιραῖο καὶ γιὰ τὸ Βιδύνιο. Οἱ Ὀθωμανοὶ Τοῦρκοι κατόρθωσαν νὰ καταλύσουν καὶ τὸ τελευταῖο αὐτὸ βασίλειο τῶν Βουλγάρων καὶ νὰ κυριαρχήσουν σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Βουλγαρίας. Μέσα στὴ δίνη καὶ τὸ χαλασμὸ τῆς ἁλώσεως χάθηκαν καὶ τὰ ἴχνη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ὁσίας Φιλοθέας γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τὰ ἀνακαλύπτουμε μὲ βεβαιότητα στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν πόλη Ἄρτζες τῆς Οὑγγροβλαχίας.
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος Ἐπίσκοπος Μιλάνου
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος καταγόταν ἀπὸ τὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καὶ παρακολούθησε ὡς Πρεσβύτερος, τὶς ἐργασίες τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ.
Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Μιλάνου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 480 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ο Άγιος Αλέξανδρος, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, έζησε τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ. και συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, για να καταδικάσει τις αιρετικές δοξασίες του Αρείου και διεδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο «ἀπολαύων ἰδιαιτέρας τιμῆς καὶ κύρους ὡς ἡγέτης, ἐκπρόσωπος τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ ᾿Ανατολικοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ».
Σύμφωνα με τον Γελάσιο Κυζίκου, ο Άγιος Αλέξανδρος υπογράφει στη Σύνοδο της Νικαίας ως «Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διὰ τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελούντων, ταῖς κατὰ Μακεδονίαν πρώτην καὶ δευτέραν σὺν τῇ Ἑλλάδι, τὴν τε Εὐρώπην πᾶσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καὶ ταῖς κατὰ τὸ Ἰλλυρικὸν ἅπασαις, Θεσσαλίαν τε καὶ Ἀχαΐαν»(PG 85, 1312A).
Στο έργο του Μεγάλου Αθανασίου, «Απολογητικός κατά Αρειανών», συμπεριλαμβάνονται δύο επιστολές που ανήκουν στον Επίσκοπο Αλέξανδρο, όπως πιστοποιεί ο ίδιος ο Μέγας Αθανάσιος («ἵνα μὴ ταῖς παρὰ τῶν πολλῶν γραφείσαις ἐπιστολαῖς χρήσομαι, ἀρκεῖ μόνον τὴν ᾿Αλεξάνδρου τοῦ ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης παραθέσθαι»).
Πρόκειται α) για μία επιστολή που απέστειλε στον Μέγα Αθανάσιο το 322 μ.Χ. («Κυρίῳ ἀγαπητῷ υἱῷ καὶ ὁμοψύχῳ συλλειτουργῷ Ἀθανασίῳ Ἀλεξανδρείας»), στην οποία εκφράζει τη χαρά του, διότι οι κατηγορίες ότι ο Μέγας Αθανάσιος υπήρξε ο ηθικός αυτουργός για τη δολοφονία του μελιτιανού Επισκόπου Αρσενίου αποδείχθηκαν ψευδείς,
και β) για μια επιστολή προς τον αυτοκρατορικό επίτροπο κόμητα Διονύσιο («Ταῦτα δεξάμενος Ἀλέξανδρος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίῳ τῷ κόμητι ταῦτα»), στην οποία καταγγέλλει τις σκευωρίες των αιρετικών Επισκόπων που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου (335 μ.Χ.) κατά του Μεγάλου Αθανασίου.
Στο ίδιο έργο του ο Μέγας Αθανάσιος ψέγει τους Αρειανούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να εμφανίσουν τον Αλέξανδρο ως συναυτουργό σε εγκληματικές ενέργειες που είχαν διαπράξει ομόφρονές τους: «Ταῦτα καὶ ᾿Αλέξανδρος ἐν νῷ λαβὼν ὁ τῆς Θεσσαλονίκης ἐπίσκοπος, γράφει πρὸς τοὺς ἐκεῖ μείναντας τὴν σκευωρίαν ἐλέγχων, καὶ τὴν ἐπιβουλὴν μαρτυρόμενος ὃν κἂν συναριθμῶσιν ἑαυτοῖς, καὶ τῆς ἐπιβουλῆς μετρῶσιν ἕνα, οὐδὲν ἄλλο ἢ κατ᾿ ἐκεῖνον τὴν βίαν δεικνύουσι».
Τη συμμετοχή του Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκης στη σύνοδο της Τύρου, αλλά και στα εγκαίνια του ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα στις 17 Σεπτεμβρίου 335 μ.Χ., επιβεβαιώνει έμμεσα και ο Ευσέβιος Καισαρείας στο Βίο του Μ. Κωνσταντίνου (4, 23): «Μακεδόνες τὸν παρ᾿ αὐτοῖς μητροπόλεως παρέπεμπον».
Σχετικά με την οικουμενικών διαστάσεων δραστηριότητα του επισκόπου Αλεξάνδρου, πρέπει να σημειωθεί και η άποψη ορισμένων ερευνητών ότι η επιστολή του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, την οποία συμπεριέλαβε ο Θεοδώρητος Κύρου στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, και στην οποία στιγματίζεται η αίρεση του Αρειανισμού, απευθύνεται στο Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης και όχι στον Αλέξανδρο Κωνσταντινουπόλεως.
Τέλος, δύο ιδιαίτερα σημαντικές από αγιολογικής πλευράς πληροφορίες σχετίζονται με την επισκοπική δράση του Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη: στη Διήγηση του ηγουμένου της μονής Ακαπνίου, Ιγνατίου, για το περίφημο ψηφιδωτό του Σωτήρος Χριστού στη μονή Λατόμου, εξιστορείται διεξοδικώς η κατήχηση και η βάπτιση της Θεοδώρας, κόρης του Μαξιμιανού από τον επίσκοπο της πόλεως Αλέξανδρο («Ετελεῖτο δὲ τότε ἄρα τῷ ἀρχιερεῖ τῶν πιστῶν ᾿Αλέξανδρος δὲ οὗτος ἦν ὁ ἱερός- θυσία ἡ ἀναίμακτος»).
Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από το συναξάριο της αγίας μάρτυρος Ματρώνης της εν Θεσσαλονίκη (τιμάται 27 Μαρτίου), που περιλαμβάνεται στο Κωνσταντινουπολιτικό Συναξάριο, αλλά και σε άλλα βυζαντινά συναξάρια. Μετά το τέλος των διωγμών, ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), μετέφερε το μαρτυρικό της λείψανο μέσα στην πόλη και «ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τὴν μακαρίαν καὶ ἀοίδιμον ὁσίως καὶ εὐσεβῶς».
Ο Άγιος Αλέξανδρος, αφού έζησε κατά Θεόν και αγωνίσθηκε σθεναρά για την Ορθόδοξη πίστη, κοιμήθηκε με ειρήνη.
Οσία Έλενα του Ντιβέεβο
Η Έλενα Βασίλιεβνα Μαντούροβα, με την ευλογία του Αγίου Σεραφείμ (βλέπε 2 Ιανουαρίου) συνέχισε την παράδοση της Μοναχής Αλεξάνδρας (βλέπε 13 Ιουνίου).
Όταν ήταν μικρή «είχε εύθυμο χαρακτήρα, αγάπη για τα εγκόσμια και την έλκυαν οι διασκεδάσεις». Ενώ ήταν έτοιμη να παντρευτεί απέρριψε χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο τον γαμπρό.
Μετά απ' αυτό είδε ένα όραμα όπου ένα τεράστιο φίδι προσπαθούσε να την καταπιεί, αλλά την έσωσε η Παναγία. Τότε η Έλενα Βασίλιεβνα υποσχέθηκε να πάει στο μοναστήρι. Απαρνήθηκε εντελώς τα εγκόσμια, άρχισε να διαβάζει τα έργα των Αγίων Πατέρων, να προσεύχεται και να εργάζεται. Τρία χρόνια την προετοίμαζε ο Άγιος Σεραφείμ για να γίνει μέλος της μοναστικής αδελφότητας. Αυτό συνέβη το 1825 μ.Χ. Ο άγιος προφήτεψε τον δρόμο που θα ακολουθήσει και την προέτρεψε να μιμηθεί τη ζωή της Αγίας Αλεξάνδρας. Ζούσε εν προσευχή και σιωπή.
Η επίγεια ζωή της έλαβε τέλος κατά θαυμαστό τρόπο. Κάνοντας υπακοή στον Άγιο Σεραφείμ πέθανε στη θέση του αδελφού της Μιχάι Βασίλιεβιτς Μαντούροβ. Πριν την κοίμηση της αξιώθηκε να δει σε όραμα τον Κύριο σαν να ήταν φωτιά μαζί με την Παναγία, η οποία της έδειξε την τότε την προηγούμενη και την μέλλουσα αδελφότητα του Ντιβέεβο. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 28 Μαΐου 1832 μ.Χ. Ο Άγιος Σεραφείμ «έλαβε» την «πληροφορία» ότι η μοναχή Έλενα βρίσκονταν κοντά στο θρόνο της Αγίας Τριάδος και ότι βρίσκονταν στον ουράνιο χορό των παρθένων της Βασιλείας των Ουρανών. Το λείψανό της παρέμεινε άφθορο.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Γκαλίτς τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἐμφανίσθηκε τὸ 1350, στὸν Ὅσιο Ἀβράμιο τοῦ Γκαλίτς. Ὅταν ὁ Ὅσιος στεκόταν προσευχόμενος στὶς ἀκτὲς τῆς λίμνης Γκαλίτς, κοντὰ στὸ βουνό, εἶδε ξαφνικὰ μέσα στὸ πυκνὸ δάσος ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τὸν καλοῦσε νὰ ἀνέλθει στὸ ὄρος καὶ νὰ εὕρει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Μητέρας Του.
Πράγματι ὁ Ὅσιος ἀνῆλθε στὸ ὄρος, ὅπου βρῆκε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸν Χριστὸ στὴν τρυφερὴ ἀγκάλη της. Μὲ συγκίνηση καὶ εὐλάβεια ὁ Ὅσιος παρέλαβε τὴν εἰκόνα καὶ φρόντισε νὰ ἀνεγερθεῖ στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο τόπο τῆς εὑρέσεως ἕνας μικρὸς ναὸς.
Ὅπως ἀναφέρεται στὰ Χρονικά, ὁ πρίγκιπας Δημήτριος Θεοδώροβιτς ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ Ὅσιος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο διέσχισε τὴν λίμνη τοῦ Γκαλίτς καὶ μετέφερε τὴν εἰκόνα στὴν πόλη. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα τελέσθηκαν πολλά θαύματα καὶ ὁ πρίγκιπας βοήθησε τὸν Ὅσιο στὴν ἀνέγερση μονῆς πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γκαλίτς στὶς 15 Αὐγούστου.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κυρίας τῆς Εἰρήνης, ἐν Ρωσία
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «νοητοῦ τείχους», ἐν Ρωσία
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Σύναξη της Παναγίας της Χρυσοπηγής στην Σίφνο
Στο δρόμο που οδηγεί στον Πλατύ Γιαλό ξεπροβάλλει ο ιερός βράχος της Χρυσοπηγής. Πρόκειται για ένα από τα πιο ωραία και πιο φημισμένα τοπία της Σίφνου: μια μικρή γέφυρα συνδέει τη νησίδα με την υπόλοιπη Σίφνο ενώ επάνω στο βράχο δεσπόζει η Μονή η οποία είναι του 16ου μ.Χ. αιώνα.
Στο εσωτερικό της Μονής φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Χρυσοπηγής.
Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, τα χρόνια των Κουρσάρων στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χρυσοπηγής, ζούσαν καλόγριες οι οποίες συντηρούσαν την μονή και ζούσαν στα κελιά της. Σε μια επιδρομή στο νησί, και ενώ οι περισσότερες από τις καλόγριες της πρόλαβαν να φύγουν μακριά από τους επιδρομείς, μια εξ΄ αυτών έμεινε πίσω στην μονή. Καταδιωκόμενη από τους Κουρσάρους, η καλόγρια παρακάλεσε την Παναγιά την Χρυσοπηγή να την σώσει. Ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα, η Παναγιά χώρισε τον όρμο στα δύο δημιουργώντας ένα σχίσμα, ρίχνοντας τους επιδρομείς στην θάλασσα. Το σχίσμα αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Χρυσοπηγής όπου μια λωρίδα θάλασσας χωρίζει τον όρμο από τη στεριά.
Η Παναγία Χρυσοπηγή έχει ανακηρυχθεί προστάτιδα του νησιού από το 1964 μ.Χ. και στη Παναγία αποδίδονται πάνω από 35 θαύματα.
Η κύρια εκκλησία είναι μια βασιλική με κυλινδρικό θόλο και εσωτερικούς τοίχους που σχηματίζουν μια ημικυκλική αψίδα. Το δάπεδο είναι μαρμαρόστρωτο και φέρει μια επιγραφή με τη χρονολογία 1818 μ.Χ. Διαθέτει επίσης ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Κανονικά εορτάζει την Πέμπτη μέρα μετά το Πάσχα, όμως στη Σίφνο η Παναγιά η Χρυσοπηγή τιμάται πανηγυρικά την ημέρα της Ανάληψης του Κυρίου, δηλαδή 40 μέρες ύστερα από το Πάσχα.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Την θείαν εικόνα σου ως θησαυρόν αληθή η Σίφνος κατέχουσα αγαλλιάται εν σοι, Παρθένε Πανάχραντε. Ταύτην γαρ ελυτρώσω, λοιμικής πάλαι νόσου, νυν δε ημιν βλυστάνεις, ως Πηγή Ζωοδόχος, της σης Θεογεννήτορ, ευνοίας τας χάριτας.
Σύναξη της Παναγίας της Χρυσοπηγής στην Σίφνο
Στο δρόμο που οδηγεί στον Πλατύ Γιαλό ξεπροβάλλει ο ιερός βράχος της Χρυσοπηγής. Πρόκειται για ένα από τα πιο ωραία και πιο φημισμένα τοπία της Σίφνου: μια μικρή γέφυρα συνδέει τη νησίδα με την υπόλοιπη Σίφνο ενώ επάνω στο βράχο δεσπόζει η Μονή η οποία είναι του 16ου μ.Χ. αιώνα.
Στο εσωτερικό της Μονής φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Χρυσοπηγής.
Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, τα χρόνια των Κουρσάρων στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χρυσοπηγής, ζούσαν καλόγριες οι οποίες συντηρούσαν την μονή και ζούσαν στα κελιά της. Σε μια επιδρομή στο νησί, και ενώ οι περισσότερες από τις καλόγριες της πρόλαβαν να φύγουν μακριά από τους επιδρομείς, μια εξ΄ αυτών έμεινε πίσω στην μονή. Καταδιωκόμενη από τους Κουρσάρους, η καλόγρια παρακάλεσε την Παναγιά την Χρυσοπηγή να την σώσει. Ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα, η Παναγιά χώρισε τον όρμο στα δύο δημιουργώντας ένα σχίσμα, ρίχνοντας τους επιδρομείς στην θάλασσα. Το σχίσμα αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Χρυσοπηγής όπου μια λωρίδα θάλασσας χωρίζει τον όρμο από τη στεριά.
Η Παναγία Χρυσοπηγή έχει ανακηρυχθεί προστάτιδα του νησιού από το 1964 μ.Χ. και στη Παναγία αποδίδονται πάνω από 35 θαύματα.
Η κύρια εκκλησία είναι μια βασιλική με κυλινδρικό θόλο και εσωτερικούς τοίχους που σχηματίζουν μια ημικυκλική αψίδα. Το δάπεδο είναι μαρμαρόστρωτο και φέρει μια επιγραφή με τη χρονολογία 1818 μ.Χ. Διαθέτει επίσης ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Κανονικά εορτάζει την Πέμπτη μέρα μετά το Πάσχα, όμως στη Σίφνο η Παναγιά η Χρυσοπηγή τιμάται πανηγυρικά την ημέρα της Ανάληψης του Κυρίου, δηλαδή 40 μέρες ύστερα από το Πάσχα.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Την θείαν εικόνα σου ως θησαυρόν αληθή η Σίφνος κατέχουσα αγαλλιάται εν σοι, Παρθένε Πανάχραντε. Ταύτην γαρ ελυτρώσω, λοιμικής πάλαι νόσου, νυν δε ημιν βλυστάνεις, ως Πηγή Ζωοδόχος, της σης Θεογεννήτορ, ευνοίας τας χάριτας.
Σύναξη της Παναγίας της Αρβανίτισσας στην Χίο
Η Παναγία η Αρβανίτισσα είχε επικρατήσει να εορτάζετε την ημέρα της
Αναλήψεως. Ύστερα όμως από τις προσπάθειες του π. Νεκταρίου, καθιερώθηκε
να εορτάζει την πρώτη Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων.
Διαβάστε για την Παναγία την Αρβανίτισσα εδώ.
Διαβάστε για την Παναγία την Αρβανίτισσα εδώ.
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος Ἐπίσκοπος Παβίας
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Παβίας τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 480 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Χέρων ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χέρων καταγόταν ἀπὸ Χριστιανικὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης καὶ ἔζησε στὴ Γαλλία κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Φονεύθηκε, ὅμως, ἀπὸ ληστὲς κοντὰ στὴν πόλη Καρτρέ, ὅπου σήμερα στὸ ἀββαεῖο ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, βρίσκονται τὰ ἱερὰ λείψανά του.
Ὁ Ἅγιος Ἰούστος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης
Ὁ Ἅγιος Ἰούστος ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται ὡς ὁ πρῶτος καταγεγραμμένος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης τῆς Ἰσπανικῆς Καταλανίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ τὸ 527 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Ἐπίσκοπος Παρισίων
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτὸν τῆς Γαλλίας τὸ 496 μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ († 22 Αὐγούστου) καὶ το 556 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Παρισίων. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «πατέρας καὶ προστάτης τῶν πτωχῶν». Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 576 μ.Χ.
Πηγές:http://www.saint.gr/05/28/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/28/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου