Μπορεῖ νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος γιὰ τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐν Ἑλλάδι πραγματικότητα: Ποιὸ εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα, τὸ ὁποῖο διαμορφώνει καὶ καθιστὰ τὴν Ἐκκλησία ξεχωριστὸ σῶμα μέσα στήν κοινωνία ποὺ ζοῦμε, ὥστε νὰ ἐντυπώνεται κατὰ τὴν παραβολὴ ὡς εἰκόνα «λύχνου ἐπὶ τὴν λυχνίαν» καὶ νὰ προσελκύει μὲ αὐτὴν τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνήσυχου καὶ καλοπροαίρετου ἀνθρώπου καὶ χάριτι Θεοῦ νὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀγκαλιά της; Κοινωνία καὶ Ἐκκλησία: ποιὰ ἡ διαφορὰ αἰσθητῶς, ἐμπειρικῶς, πρακτικῶς καὶ ὄχι θεωρητικῶς, θεολογικῶς ἢ φιλοσοφικῶς.
Μὲ λίγη προσοχὴ καὶ καλὴ ἀνησυχία, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἰσπράξει κανεὶς τὸ μήνυμα ποὺ προσφέρει ἡ εἰκόνα, ἀνθρωπίνως τοὐλάχιστον, αἴσθημα ἀπαισιοδοξίας, μὲ προοπτικὲς μὴ ἀναστρέψιμες. Βλέποντας δὲ τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία σιωπῶσα μέν, ἐκφραζομένη δὲ πάντοτε «διά τοῦ» ἢ «διά τῶν» εἰδικῶν καὶ εἰδικῶς ἐντεταλμένων προσώπων, τουτέστιν παραμένουσα παροπλισμένη καὶ φιμωμένη, ἀδυνατεῖ ἡ ψυχὴ νὰ συναρμόσει, νὰ διαμορφώσει μέσα της ὡς εἰκόνα καὶ νὰ ἀπολαύσει βιωματικὰ καὶ πρακτικὰ τὴν εὐαγγελικὴ παραγγελία τῆς «συναλιζομένης» ἐν Χριστῷ ζώσης Ἐκκλησίας.