Ἡ Πατερικὴ διάκρισις μεταξὺ οὐσίας ἐνεργείας, καθὼς καὶ μεταξὺ τῶν τριῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ, βασίζεται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ διάκρισις μεταξὺ Θεοῦ, Ἀγγέλου καὶ Πνεύματος ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ διάκρισις μεταξὺ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν Ἐνσάρκωσι. Ἔχοντες οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες τὴν ἴδια ἐμπειρία μὲ τοὺς Προφῆτες, διεπίστωσαν τὸ Φῶς ἐν Φωτὶ διὰ τοῦ Φωτός.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Πατέρας δὲν εἶναι ἐνσαρκωμένος οὔτε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐνσαρκωμένο. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως διαπιστώνεται ὅτι ἐνσαρκωμένο εἶναι μόνον τὸ ἕνα Φῶς, ὁ Λόγος. Ὁπότε ὑπάρχει μία ἕνωσις μεταξὺ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀκτίστου, ἡ ὁποία δὲν συμπεριλαμβάνει καὶ τὰ τρία Φῶτα, ἀλλὰ μόνο τὸ ἕνα Φῶς.
Στοὺς Πατέρες τὸ ἐν Φωτὶ δὲν εἶναι ἐνσαρκωμένο. Ἐνσαρκωμένο εἶναι μόνο τὸ διὰ τοῦ Φωτός. Μετὰ τὴν Ἐνσάρκωσι τὸ διὰ τοῦ Φωτὸς γίνεται διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐν τῷ Φωτὶ (τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), διὰ τοῦ Φωτὸς (τοῦ Χριστοῦ) βλέπομε τὴν πηγὴ τοῦ Φωτὸς (τὸν Πατέρα). Ἐδῶ τὸ «διὰ τοῦ Φωτὸς» συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸ «ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει τοῦ Χριστοῦ». Διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διὰ του σαρκωμένου Λόγου βλέπομε τὸν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἐκείνη ποὺ δίνει τὴν σωστὴ ἑρμηνεία γιὰ τὰ ἀναφερόμενα στὴν Ἁγία Γραφή.
Δὲν ἀποκλείονται βέβαια καὶ ἄλλες ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Διότι ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἑρμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ εἶναι οἱ ἑρμηνεῖες τῶν αἱρετικῶν. Π.χ. τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Εὐνομιανῶν, τῶν Μοναρχιανῶν, τῶν Δυναμικῶν καὶ Τροπικῶν, τῶν Νεστοριανῶν κλπ. Γιατί ὅμως ὅλες αὐτές, οἱ ἄλλες ἑρμηνεῖες νὰ μὴν εἶναι σωστὲς καὶ νὰ εἶναι σωστὴ μόνο ἡ Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία; Γιατί π.χ. νὰ εἶμαι ὑποχρεωμένος ἀπὸ ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως νὰ φθάσω νὰ ἀποδεχθῶ τὸ συμπέρασμα ὅτι μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι ἔκαναν σωστὴ ἑρμηνεία καὶ δὲν ἔκανε σωστὴ ἑρμηνεία καὶ ἕνας αἱρετικός;
Ἐδῶ φυσικὰ δὲν ἔχει καμμία θέσι ἡ Θεολογία τῶν μοντέρνων Ὀρθοδόξων, ποὺ λένε: Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελοῦν τὰ μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔχουν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καθὼς καὶ τὴν κανονικὴ χειροτονία καί, ὅταν συνέρχωνται ἐν Συνόδῳ, σὲ μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀποφαίνονται ἀλαθήτως κλπ. Καὶ δὲν ἔχει ἐδῶ καμμία θέσι μία τέτοια Θεολογία, διότι δὲν φωτίζει κάποιον ἐπίσκοπο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔτσι ἁπλῶς, ἐπειδὴ ἔχει κανονικὴ χειροτονία ἢ ἐπειδὴ συνέρχεται σὲ Σύνοδο, ἔστω καὶ Οἰκουμενικὴ ἢ ἐπειδὴ ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία ἢ ἐπειδὴ γίνεται κοινὴ προσευχὴ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη τῆς Συνόδου. Χρειάζονται καὶ ἄλλες οὐσιαστικὲς προϋποθέσεις, δηλαδὴ τὸ νὰ εὑρίσκεται ἤδη ὁ ἐπίσκοπος σὲ κατάστασι φωτισμοῦ.
Μετὰ ἔρχονται οἱ Παπικοὶ καὶ λένε τὰ δικά τους, ὅτι δηλαδὴ ὅταν ὁ Πάπας ἀποφασίση κάτι, αὐτὸ εἶναι ἀλάθητο! Σὰν νὰ ὑπάρχη δηλαδὴ μία διαιτησία μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ὥστε νὰ ἀποφασίζη ἡ Ἐκκλησία μέσῳ κάποιας διαιτησίας γιὰ τὸ ποιὸς θεολόγος ἔχει δίκιο ἢ γιὰ τὸ ποιὰ Θεολογία εἶναι σωστή! Αὐτὸ ὅμως εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἔτσι ἀνιχνεύεται ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας;