– Ὅτι δὲν δικαιολογεῖται κατὰ κάποιον τρόπο ἡ δικαιολογία.
– Ὅταν, Γέροντα, δικαιολογοῦμαι, ἐκ τῶν ὑστέρων σκέφτομαι ὅτι ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι ἴδιον τοῦ μοναχοῦ.
– Ὄχι ἁπλῶς δὲν εἶναι ἴδιον τοῦ μοναχοῦ ἡ δικαιολογία, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Πρέπει νὰ καταλάβω ὅτι, ὅταν δικαιολογοῦμαι, βρίσκομαι σὲ λανθασμένη κατάσταση. Κόβω τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ στεροῦμαι τὴν θεία Χάρη, γιατὶ ἡ θεία Χάρις δὲν ἔρχεται σὲ λανθασμένη κατάσταση. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος δικαιολογεῖ τὰ ἀδικαιολόγητα, ἀπομονώνεται ἀπὸ τὸν Θεό.