Κάποτε, ο Γέροντας Ιάκωβος καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι και εμείς ολόγυρα στην αυλή, άλλος κατάχαμα, άλλος σε σκαμνί, ήταν καλοκαίρι· αισθανόμασταν μεγάλη αγάπη και μεταξύ μας, αλλά και οικειότητα με σεβασμό στο πρόσωπο του Γέροντα. Ο Γέροντας με τον ιδιαίτερο χαριτωμένο λόγο του, αφηγούνταν θαύματα και εμφανίσεις του οσίου Δαβίδ και του αγίου Ιωάννου του Ρώσσου…
Ξαφνικά γυρίζει πίσω του, που ήταν κάποιο παιδί, και απευθυνόμενος προς το μέρος του, του λέγει: «Με συγχωρείς, τέκνον μου, δεν είναι διαβολικά αυτά που σας λέγω…».
Στο τέλος μου είπε το παιδί που είχε ξαφνιαστή ότι ακριβώς εκείνη την ώρα, έκανε την σκέψη ότι κάποια πλάνη έχει ο Γέροντας, διότι δεν είναι δυνατόν να περιγράφη τόσο απλά τις εμφανίσεις των Αγίων. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε δει ούτε την έκφραση του προσώπου του παιδιού, γιατί ήταν ακριβώς πίσω του, αλλά Χάριτι Θεού αισθάνθηκε τις αμφιβολίες του και έσπευσε να το διορθώση.