Οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς ἀπολαμβάνουν ἰδιαιτέρας τιμῆς στὴν Ἐκκλησία, διότι, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀποτέλεσαν τὰ ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ τὴν καταγραφὴ τῆς θείας ἀποκάλυψης, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς καὶ ἀπόστολος Ματθαῖος.
Ἦταν ἑβραῖος στὴν καταγωγὴ καὶ γιὸς τοῦ Ἀλφαίου (ὄχι τοῦ πατέρα τοῦ Ἰακώβου). Τὸ ὄνομά του σημαίνει «δῶρο Θεοῦ», δηλαδὴ Θεοδώρητος. Ὅμως στοὺς Εὐαγγελιστὲς Μᾶρκο (12,14) καὶ Λουκᾶ (5,27) ἀναφέρεται μὲ τὸ ὄνομα Λευὶ ἢ Λεβυΐς, καθότι οἱ Ἑβραῖοι συνήθιζαν νὰ ἔχουν περισσότερα τοῦ ἑνὸς ὀνόματα. Τὸ ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα Ματθαῖος στὸ δικό του Εὐαγγέλιο, σημαίνει, σύμφωνα μὲ κάποιους μελετητές, τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Λευί, ἀλλὰ ὅταν συνάντησε τὸ Χριστὸ καὶ Τὸν ἀκολούθησε, ἄλλαξε ὁ ἴδιος τὸ ὄνομά του σὲ Ματθαῖος (= δῶρο Θεοῦ), ὡς δεῖγμα εὐγνωμοσύνης στὸ Θεὸ καὶ ἔκτοτε διατήρησε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ αὐτὸ τὸ ὄνομα.