Ἡ τέταρτη Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη στὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἕνα δυστυχισμένος ἄνθρωπος κείτονταν παράλυτος καὶ ἀπόλυτα ἐγκαταλελειμμένος σὲ μιὰ ἀπὸ τίς πέντε στοὲς τῆς φημισμένης δεξαμενῆς Βηθεσδᾶ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπὶ τριάντα ὀχτὼ χρόνια. Περίμενε ὑπομονετικὰ τὴ θαυματουργική του ἴαση, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἐκεῖ «κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν» (Ἰωάν. 5,3).
Ἕνας ἄγγελος ἐξ ουρανοῦ κατέβαινε κατὰ καιροὺς καὶ ἐτάραζε τὸ ὕδωρ καὶ ὅποιος προλάβαινε καὶ κατέβαινε πρῶτος στὴ δεξαμενὴ γινόταν καλά. Τὸ θαῦμα ἐτοῦτο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῇ μόνο ὡς μεσσιανικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ γεγονός. Ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος κατέβαινε στὴν δεξαμενὴ καὶ μετέβαλε στιγμιαῖα τὸ νερὸ θαυματουργό, προεικόνιζε τὸν «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο» (Ἠσ. 9,5), τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος θὰ ἐρχόταν νὰ προσφέρει, ὄχι περιοδικὴ καὶ στιγμιαία θεραπεία τῶν σωματικῶν νοσημάτων, ἀλλὰ μοναδική, καθολικὴ καὶ μόνιμη σωτηρία σώματος καὶ ψυχῆς. Ἦρθε στὸν κόσμο νὰ ἄρῃ τὸ κακὸ καὶ νὰ θεραπεύσῃ τίς ὀλέθριες συνέπειές του, στὴν ὅλη ψυχοσωματική μας ὕπαρξη.