ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ τέταρτη Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη στὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλύτου ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἕνα δυστυχισμένος ἄνθρωπος κείτονταν παράλυτος καὶ ἀπόλυτα ἐγκαταλελειμμένος σὲ μιὰ ἀπὸ τίς πέντε στοὲς τῆς φημισμένης δεξαμενῆς Βηθεσδᾶ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπὶ τριάντα ὀχτὼ χρόνια. Περίμενε ὑπομονετικὰ τὴ θαυματουργική του ἴαση, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς, ἀφοῦ ἐκεῖ «κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν» (Ἰωάν. 5,3).
Ἕνας ἄγγελος ἐξ ουρανοῦ κατέβαινε κατὰ καιροὺς καὶ ἐτάραζε τὸ ὕδωρ καὶ ὅποιος προλάβαινε καὶ κατέβαινε πρῶτος στὴ δεξαμενὴ γινόταν καλά. Τὸ θαῦμα ἐτοῦτο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῇ μόνο ὡς μεσσιανικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ γεγονός. Ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος κατέβαινε στὴν δεξαμενὴ καὶ μετέβαλε στιγμιαῖα τὸ νερὸ θαυματουργό, προεικόνιζε τὸν «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο» (Ἠσ. 9,5), τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος θὰ ἐρχόταν νὰ προσφέρει, ὄχι περιοδικὴ καὶ στιγμιαία θεραπεία τῶν σωματικῶν νοσημάτων, ἀλλὰ μοναδική, καθολικὴ καὶ μόνιμη σωτηρία σώματος καὶ ψυχῆς. Ἦρθε στὸν κόσμο νὰ ἄρῃ τὸ κακὸ καὶ νὰ θεραπεύσῃ τίς ὀλέθριες συνέπειές του, στὴν ὅλη ψυχοσωματική μας ὕπαρξη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ θαῦμα τοῦ ἀγγέλου, τονίζει πώς: «Ἄγγελος καταβαίνων ἐταράττε τὸ ὕδωρ καὶ ἰαματικὴν ἐνετίθει δύναμιν, ἵνα μάθωσιν Ἰουδαῖοι ὅτι πολλῷ μᾶλλον ὁ τῶν ἀγγέλων δεσπότης πάντα τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς ἰάσθαι δύναται» (Χρυσόστομος, παρὰ Π. Τρεμπέλα Ὑπόμνημα εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι 1969, σελ.173). Μὲ τέτοια θαύματα προετοιμάζονταν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὴ μεσσιανικὴ ἐποχή, καθ᾿ ὅτι «τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ ἀλεῖται χωλὸς ὡς ἔλαφος, καὶ τρανὴ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων τυφλοὶ ἀναβλέψουσι καὶ λεπροὶ καθαρισθήσονται καὶ νεκροὶ ἀναστήσονται καὶ περιπατήσουσιν» (Ἰουστ. Ἀπολ. Α΄, 48, 1-3). Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅρισε τὰ σημεῖα τῆς Βασιλείας Του: «τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται» (Ματθ. 11,5).
Ὁ τραγικὸς παράλυτος ἦταν ἔρημος, μόνος καὶ ἐγκαταλελειμμένος. Οἱ οἰκεῖοι του τὸν «ξεφορτώθηκαν» στὶς ὑγρὲς στοὲς τῆς δεξαμενῆς, γιὰ νὰ μὴν τοὺς εἶναι βάρος καὶ ἐμπόδιο στὴν εὐδαιμονία τους. Αὐτὴ εἶναι ἄλλωστε μιὰ διαχρονικὴ τραγικὴ πραγματικότητα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, ὅπου οἱ ἀδύναμοι καὶ ἀσθενεῖς ἀποτελοῦν βάρος γιὰ τοὺς δυνατοὺς καὶ ὑγιεῖς. Ζοῦσε ἀπὸ τίς φιλανθρωπίες καὶ βίωνε τὴ φρίκη τῆς ἀναπηρίας καὶ τὴ μοναξιὰ τῆς ἐγκατάλειψης. Ὅταν ὁ Ἄγγελος Κυρίου τάρασσε τὸ ὕδωρ, δὲν εἶχε ἄνθρωπο νὰ τὸν κατεβάσει στὰ νερὰ καὶ νὰ θεραπευθῇ. Γι᾿ αὐτό, καὶ μὴ ἔχοντας ἄλλη ἐπιλογή, περίμενε ὑπομονετικὰ νὰ βρεθῇ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ τὸν ἔριχνε στὴ δεξαμενή. Πίστευε πώς, ὅσο καὶ ἂν ἀργήσει, θὰ ἔρθῃ μιὰ μέρα!
Ὅμως ἐπιτέλους ἦρθε ὁ Μεγάλος Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων γιὰ νὰ τοῦ δώσει διπλὴ ὑγεία, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς του. Τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ἔκανε μιὰ «ἀνόητη», γιὰ τοὺς ὀρθολογιστές, ἐρώτηση: «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» (Ἰωάν. 5,6). Τὸν ρώτησε ἂν ἤθελε νὰ γίνει καλά. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐννοοῦσε τὴν ἀποδοχή του γιὰ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ σώματός του, τὴν ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως ἤθελε ὁ πονεμένος καὶ ταλαιπωρημένος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἐννοοῦσε τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἴασης τῆς ψυχῆς του, ἡ ὁποία ἀξίζει ἀσύγκριτα περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴαση τοῦ σώματος. Αὐτὸ μᾶς βεβαίωσε ρητὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὸ λόγο Του: «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,34). Καὶ ἐκεῖνος, μὴ κατανοῶντας τὴν ἐρώτηση Τοῦ εἶπε: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ὦ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει» (Ἰωάν. 5,6). Πίστευε πὼς ἡ μόνη του ἐλπίδα ἦταν ἡ ρίψη του στὴν θαυματουργικὴ δεξαμενή, μὴ γνωρίζοντας πὼς ἔχει ἐνώπιόν του τὸ Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὴν ἴδια τὴ ζωὴ (Ἰωάν. 14,6). Θάρρεψε ὁ δυστυχής, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἴαση τοῦ σώματός του, ἴσως τὸν βοηθοῦσε νὰ ριχτεῖ στὴν δεξαμενὴ καὶ νὰ θεραπευτεῖ.
Ἀλλὰ ὁ συμπαθὴς καὶ ἄγνωστος, γιὰ ἐκεῖνον, συνομιλητής του, χωρὶς ἄλλη κουβέντα, τὸν πρόσταξε: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (Ἰωάν. 5,9). Ἐκεῖνος, γεμᾶτος θαυμασμὸ γιὰ τὴν παράδοξη προσταγή, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ στάθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ πόδια του. Κατόπιν «ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει» (Ἰωάν. 5,9), πλημυρισμένος ἀπὸ ἀνείπωτη χαρὰ καὶ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς πολύτιμης ὑγείας του!
Ἀλλὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, ἡ ἴαση ἑνὸς πονεμένου καὶ ταλαιπωρημένου αὐτοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο δὲν χαροποίησε τοὺς ὁμοφύλους του Ἰουδαίους, ἀλλὰ τοὺς ἐξόργισε καὶ τοὺς ἔστρεψε ἐναντίον του, διότι ἔτυχε νὰ γίνει ἡ θεραπεία του ἡμέρα Σάββατο. Σκανδαλίστηκαν διότι τὸν εἶδαν νὰ «καταλύει» τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου μεταφέροντας τὸ κρεβάτι του. «σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον» (Ἰωάν. 5,10). Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει αὐτὴ τὴ λεπτομέρεια γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀπελευθέρωση ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει τυραννικὴ κατάσταση στὴν ἰουδαϊκὴ κοινωνία. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα εἶχε διαστραφεῖ ὁλότελα ἡ ἐντολὴ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ἔχοντας προσθέσει οἱ νομοδιδάσκαλοι μιὰ πληθώρα ἑρμηνειῶν γι᾿ αὐτή, ἡ ὁποία εἶχε ἀπίστευτες καὶ παράλογες προεκτάσεις. Ὡς καὶ τὰ βήματα μετροῦσαν κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου! Μάλιστα οἱ Ἰουδαῖοι, πληροφορούμενοι ἀπὸ τὸν θεραπευμένο παράλυτο, «ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ ... ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,15-16). Ἤθελαν νὰ Τὸν σκοτώσουν! Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο πὼς ὁ Χριστὸς ἐπιτέλεσε τὰ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα θαύματά Του τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ δείξει ὅτι τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο (Μᾶρκ. 2,27). Ὅτι ἡ ἡμέρα αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀφιερωμένη στὸ Θεό, προσφέροντας ὑπηρεσίες στοὺς συνανθρώπους, γιὰ τὴ δόξα Του. Ὁ Θεὸς δὲν εὐλογεῖ τὴν τυπικὴ ἀποχὴ ἀπὸ κάποιες ἐνασχολήσεις, ἀλλὰ τὴν προσφορά μας στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πρώην παράλυτος, μετὰ τὴν θαυματουργικὴ ἴασή του, πῆγε στὸ ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δοξολογήσει τὸν Θεό. Ἦταν τὸ λιγότερο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει γιὰ τὴν εὐλογία ποὺ ἔλαβε. Ἐκεῖ τὸν βρῆκε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰωάν. 5,14). Τὸν συμβούλεψε νὰ διατηρήσει στὸ ἑξῆς τὸν ἑαυτό του καθαρὸ ἀπὸ ἁμαρτίες, διότι ὑπῆρχε τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἀσθενήσει ξανά.
Εἶναι εὐνόητο πὼς τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου μας διδάσκει τὴ στενὴ σχέση, ἁμαρτίας καὶ ἀσθένειας. Οἱ ἀσθένειες καὶ γενικὰ ἡ φθορὰ τοῦ σώματος, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἐν τέλει στὸ θάνατο, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀσθένεια τὸ ἀποτέλεσμα. Τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ πεῖρα τῆς ζωῆς μας βεβαιώνει πὼς ἡ ἱκανοποίηση τῶν παθῶν μας καὶ γενικὰ ἡ ἄσωτη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωὴ γεννᾷ ἀρρώστιες καὶ φθείρει τὸ σῶμα. Περισσότερο ὅμως φθείρει τὴν ψυχή, ἡ ὁποία χρειάζεται καὶ αὐτὴ τὴ θεραπεία της, ποὺ εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Χριστό.
Ἡ ἀσθένεια εἶναι ἀφύσικη κατάσταση στὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φθορᾶς καὶ προάγγελος τοῦ θανάτου. Ἡ πτώση ἔφερε τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ ἁμαρτία τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, δὲν ζεῖ, ἀλλὰ ἁπλὰ ἐπιβιώνει προσωρινά, μέχρι νὰ τὸν βρῇ ὁ θάνατος. Ἡ εἴσοδος τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο προκάλεσε ὀντολογικὴ ἀλλοίωση στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ καταργήσῃ τὸ κακὸ καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Τὰ ἄπειρα θαύματά Του μαρτυροῦν ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Δυστυχῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρέσκεται στὴν ἁμαρτία καὶ γιὰ τοῦτο κατατρώγεται ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀναγάγει τὴν ἁμαρτία σὲ ὕψιστο ζητούμενο, ὁδηγεῖ σὲ φρικώδεις νόσους. Ἀντίθετα, σὲ ἀνθρώπους ἐγκρατεῖς καὶ ἰδιαίτερα στοὺς ἀσκητὲς καὶ τοὺς μοναχοὺς οἱ ἀσθένειες εἶναι περιορισμένες. Τρανὴ ἀπόδειξη τῆς συνάφειας ἁμαρτίας καὶ ἀσθενείας!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου