ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Κυρίου μας, στὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, τὸ ὁποῖο διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του, μὲ κάθε λεπτομέρεια καὶ τὸ ὁποῖο ἐνέχει μεγάλες ἀλήθειες.
Ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὸ φῶς, δὲν γνώριζε τὸ σχῆμα τοῦ προσώπου τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν αἰσθάνθηκε ποτὲ τὴ χαρὰ τῆς θέας, ἀλλὰ ἕνα μαῦρο πέπλο σκέπαζε τὴν ὕπαρξή του, κείτονταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ζητῶντας ἐλεημοσύνη γιὰ νὰ ἐπιβιώσει. Δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὸ φῶς καὶ δὲν χάρηκε ποτὲ τὰ θεῖα δημιουργήματα καὶ τὰ χρώματα. Γεννήθηκε χωρὶς ὀφθαλμοὺς «τυφλὸς ἐκ γενετῆς» (Ἰωάν.9,1), ἔχοντας τίς κόγχες τοῦ προσώπου του ἀδειανὲς ἀπὸ τὸ πολυτιμότερο δῶρο τῆς ζωῆς. Ζοῦσε σὲ πυκνὸ σκοτάδι βιώνοντας τὴν ἀνείπωτη μοναξιά του, ὥσπου ἔκαμε τὴ μεγάλη συνάντηση μὲ τὸν ὑπέρτατο ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος πέρασε ἀπὸ μπροστά του, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του.
Ἐκεῖνοι, ὅταν ἀντίκρισαν τὸν τυφλὸ ρώτησαν ἀπὸ περιέργεια τὸν Κύριο: «ράββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;» (Ἰωάν. 9,2). Ὡς Ἰουδαῖοι πίστευαν πὼς ἡ ἀσθένεια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, τιμωρία σταλμένη ἀπό τὸ Θεὸ γιὰ τίς ἁμαρτίες του. Μάλιστα ἡ τιμωρία αὐτὴ ἐκτείνονταν καὶ στοὺς ἀπογόνους τους, ἕως ἑβδόμης γενεᾶς. Οἱ ἀσθενεῖς ἀντιμετωπίζονταν ὡς καταραμένοι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τύχαιναν ἰδιαίτερης ἐκτίμησης καὶ περιποιήσεως. Ἀλλὰ ὁ Χριστός τοὺς διαβεβαίωσε πὼς «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 9,3). Νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ δάσκαλός τους δὲν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συνηθισμένους ραββίνους, ἀλλὰ ὁ σαρκωμένος Θεός, ὁ Ὁποῖος ποιεῖ θαυμάσια μόνος.
Ὁ Χριστὸς εὐσπλαχνίστηκε τὸν τραγικὸ καὶ δυστυχῆ ἐκεῖνο ἄνθρωπο καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν θεραπεύσει, καὶ ταυτόχρονα νὰ δείξει τὴ θεία δύναμή Του, πὼς Αὐτὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἀνθρώπινα μέλη ἀπὸ τὸ μηδέν. Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο στὸν παράδεισο, ἀφοῦ «πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἐν ὁ γέγονεν» (Ἰωάν. 1,3), μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ὀφθαλμοὺς στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν μαθητῶν, «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ, ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθε νοῦν καὶ ἐνίψατο καὶ ἦλθε βλέπων» (Ἰωάν. 9,6-7). Σημειωτέον ὅτι ἦταν ἡμέρα Σάββατο.
Τὸ πιθανότερο εἶναι ὁ θεραπευμένος πλέον τυφλὸς νὰ ἀλάλαζε ἀπὸ χαρὰ καὶ νὰ διαλαλοῦσε στοὺς περαστικοὺς τὸ ὑπέρτατο δῶρο ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἄγνωστο ἰατρό. Ἦταν φαίνεται γνωστός, ὅλοι τὸν ἤξεραν καὶ πολλοὶ τὸν ἐλεοῦσαν. Ὅταν τὸν εἶδαν νὰ ἔχει μάτια καὶ νὰ βλέπει παραξενεύτηκαν. Δὲν ἤξεραν τί συμβαίνει. Γνώριζαν ὅτι αὐτὸς δὲν ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους τυφλούς, οἱ ὁποῖοι ἔπασχαν ἀπὸ κάποιο ὀφθαλμικὸ νόσημα, ἀλλὰ δὲν εἶχε κἂν ὀφθαλμοὺς στὶς κόγχες τοῦ προσώπου του.
Τὸ φυσικότερο θὰ ἦταν οἱ ὁμόφυλοί του Ἰουδαῖοι νὰ χαροῦν γιὰ τὴν ἴαση αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου καὶ νὰ δοξάσουν το Θεό. Ἀλλὰ αὐτοί, ἀντὶ γιὰ χαρὰ ἀγανάκτησαν γιὰ τὸ νέο μεγάλο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καὶ πρόταξαν τὴν δῆθεν καταπάτηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἀπὸ τὸν Κύριο, ὑποβαθμίζοντας τὸ θαυμαστὸ γεγονός. Ἡ σχολαστικὴ τήρηση μιᾶς νομικῆς ἐντολῆς εἶχε γι᾿ αὐτοὺς μεγαλύτερη σημασία ἀπὸ τὴ σωτηρία ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἀντὶ νὰ χαροῦν γιὰ τὴν ἴασή του τὸν χαρακτήρισαν ἁμαρτωλό. Τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στοὺς «εἰδικοὺς» νὰ ἀποφανθοῦν περὶ αὐτοῦ, στοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦσαν τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ λαοῦ καὶ ἀπαιτοῦσαν νὰ γίνονται μιμητές τους οἱ ἄνθρωποι, στὴν τήρηση τῶν νομικῶν διατάξεων. «Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τὸν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ Σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέωξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς» (Ἰωάν. 9,13-14). Οἱ Φαρισαῖοι ζήτησαν νὰ μάθουν πὼς βρῆκε τὸ φῶς του ὁ πρώην τυφλὸς καὶ ἐκεῖνος τοὺς περιέγραψε τὸν τρόπο τῆς θεραπείας του ἀπὸ τὸν μυστηριώδη ἄγνωστο. Οἱ ὑποκριτὲς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι δὲν στάθηκαν στὸ θαυμαστὸ γεγονός, ἀλλὰ στὴν «παράβαση» τῆς μωσαϊκῆς ἐντολῆς γιὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Τὸ μέγα θαυμαστὸ καὶ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς ἴασης ἑνὸς δυστυχισμένου ἀνθρώπου εἶχε δευτερεύουσα σημασία ἀπὸ τὴν «καταστρατήγηση» τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ὁ τύπος εἶχε μεγαλύτερη σημασία ἀπὸ τὴν οὐσία. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀποφάνθηκαν κατηγορηματικά: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ» (Ἰωάν. 9,16). Κάλεσαν καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ νὰ συμφωνήσουν καὶ ἐκεῖνοι μαζί τους ὅτι ὁ θεραπευτὴς τοῦ γιοῦ τους δὲν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι, ἀπὸ φόβο μήπως τοὺς ἀποβάλλουν ἀπὸ τὴ συναγωγή, τοὺς παρέπεμψαν στὸ παιδί τους, τὸ ὁποῖο ἦταν ἐνήλικο καὶ εἶχε γνώμη.
Ἐκεῖνος ὁμολόγησε: «οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐὰν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ῆνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. 9,31-33). Στὴ συνέχεια, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξεδίωξαν τὸν τυφλὸ καὶ τὸν ἔκαναν ἀποσυνάγωγο, ὁ Χριστὸς τὸν ρώτησε ἂν πιστεύει «εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ τυφλοῦ «τις ἐστί, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν», ὁ Χριστὸς τὸν διαβεβαίωσε: «καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σου ἐκεῖνος ἐστιν». Ὁ θεραπευμένος τυφλός, χωρὶς καμιὰ ἐπιφύλαξη ἀπάντησε: «Πιστεύω, Κύριε καὶ προσεκύνησε αὐτῷ» (Ἰωάν. 9,35-38).
Ὁ Κύριος βλέποντας τὴν ἀναταραχὴ τῶν Φαρισαίων εἶπε: «εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα ὁ ὄντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ᾖτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἀμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. 9.39-41). Χαρακτήρισε ὡς πνευματικὰ τυφλοὺς ὅσους κλείνουν τὰ πνευματικά τους μάτια νὰ δοῦν τὸ «Φῶς τὸ ἀληθινό» (Ἰωάν. 1,2), τὸ ὁποῖο ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ διαλύσει τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ νὰ φωτίσει τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς του. Γιὰ κάποιον ὁ ὁποῖος κρατᾷ τὰ μάτια του κλειστά, ὅσα φῶτα καὶ ἂν λάμπουν γύρω του δὲ θὰ μπορέσει νὰ τὰ ἀντιληφθῇ. Ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ πνευματικὰ τυφλοί, μὲ ἀγαθὴ καρδιὰ θὰ δοῦν τὸ «φῶς τὸ ἀληθινὸ» καὶ θὰ σωθοῦν, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄπιστους καὶ ἐγωκεντρικοὺς ἀμετανόητους, οἱ ὁποῖοι θὰ μείνουν ἄμοιροι τοῦ θείου φωτισμοῦ, στὰ φρικτὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐκτὸς τῆς σωτηρίας.
Ὁ θεραπευμένος τυφλὸς ἔλαβε διπλὴ θεραπεία: τὸ φῶς τῶν φυσικῶν καὶ τῶν πνευματικῶν του ὀφθαλμῶν. Ἀντίθετα ἐκεῖνοι προτίμησαν τὴν πνευματικὴ τύφλωσή τους! Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκουν καὶ οἱ διαχρονικοὶ ἀρνητές Του, οἱ ὁποῖοι μηχανεύονται ἀπίθανες αἰτίες νὰ Τὸν ἀρνηθοῦν καὶ νὰ Τὸν συκοφαντήσουν, παραβλέποντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ μέγιστη προσωπικότητα τῆς ἱστορίας καὶ ὁ μοναδικὸς εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητας.
Μέσῳ αὐτῆς τῆς περικοπῆς διακηρύσσεται πανηγυρικὰ ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γεγονὸς ποὺ ἀρνοῦνταν τόσο οἱ σύγχρονοί Του Ἰουδαῖοι, ὅσο καὶ οἱ διαχρονικοὶ ἀρνητές Του. Ἡ θεραπεία τοῦ δυστυχισμένου ἐκείνου ἀνθρώπου ἔγινε «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 9,3). Νὰ γίνει γνωστὸ «τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (Ἐφ.1,18). Νὰ καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά τους καὶ ἐπεργάζεται τὴ σωτηρία τους. Ὁ Χριστὸς εἶναι σαφὴς βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἴδιος ἐνήργησε σὲ αὐτὸν καὶ τὸν θεράπευσε, ὡς ὁ Θεός, μὴ ἀφήνοντας κανένα περιθώριο γιὰ παρερμηνεία, ὅπως πολλῶν αἱρετικῶν - ἀρνητῶν τῆς θεότητάς Του (π.χ. Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ), οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ὅτι δῆθεν θεράπευσε ὁ Ἰησοῦς τὸν τυφλό, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοξάσει τὸν Θεό! Τὸ μεγάλο πρόβλημα γιὰ τοὺς διαχρονικοὺς ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι ἂν ὑπῆρξε ὁ Χριστὸς ξεχωριστὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἂν εἶναι Θεός. Οἱ περισσότεροι διαβόητοι ἀρνητές του δὲν Τὸν ἀρνήθηκαν ὡς ξεχωριστὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἀρνήθηκαν ὡς Θεό! Εἶναι οἱ τυφλοὶ ποὺ ἔχουν μὲν μάτια, ἀλλὰ δὲν βλέπουν!
Ὅμως, «μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;» (Ἰωάν. 9,40). Μήπως καὶ ἐμεῖς πάσχουμε ἀπὸ πνευματικὴ τύφλωση καὶ δὲν τὸ γνωρίζουμε; Καλὸ εἶναι νὰ ἐξετασθοῦμε! Τὸ πνευματικὸ ὀφθαλμολογικὸ ἰατρεῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἰατρὸς ὁ Χριστός. Ἄς ἀνοίξουμε καὶ ἐμεῖς τὴν καρδιά μας, ὅπως ὁ θεραπευμένος τυφλός, γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ φωτισμὸς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ λαμπρυνθῇ ἡ ὕπαρξή μας, νὰ γίνει «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» (Α΄ Τιμ. 6,16). Ἄς τὸν παρακαλέσουμε νὰ διατηρῇ «πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ἡμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ἡμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ. 1,18).
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου