Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ [:Πράξεις 1,1-12]
Α΄ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ ὑπομνηματισμὸ τῆς ΙΔ΄κατηχήσεως πρὸς Φωτιζομένους
τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, && ΚΔ΄- ΚΣΤ΄
«εἰς τὸ καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,
καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθίσαντα ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός»
[ἐκφωνήθηκε στὸν Ι.Ν. ἁγίου Χαραλάμπους Λαρίσης στὶς 8-12-1986]
[Θέμα 96ον, μέρος Ι΄]
Εὑρισκόμεθα, ἀγαπητοί, εἰς τὴν 24ην παράγραφον τῆς 14ης Κατηχήσεως τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων. Μέχρι τώρα ἔγινε ἀνάλυσις ἐπὶ τοῦ μεγάλου θέματος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἕνα γεγονός. Ἀδιάσειστον γεγονός· τὸ ὁποῖον καθορίζεται τόσον ἀπὸ τοὺς μάρτυρες, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς προφήτας. Ἔτσι λοιπὸν οἱ μάρτυρες τοῦ γεγονότος καὶ οἱ προφῆται, δίνουν τὴν μαρτυρίαν τους καὶ πλέον ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἱστορία εἶναι ἀδιάσειστος. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ διασείσει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ ἐπεχείρησαν, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν. Στὸ τέλος γρονθοκόπησαν ἐπάνω σε καρφιά.
Ὁ Παῦλος ἂν ἐπέστρεψε, εἶναι γιατί ἀνεστήθῃ ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος θὰ πεῖ ἀργότερα «Οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα;». Κι ὅταν θὰ ἀπολογεῖται εἰς τὸν Φῆστον κ.λπ. εἰς τὸν Ἡρώδην τὸν Ἀντύπα, θὰ λέγει ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι «Πηγαίνοντας πρὸς τὴ Δαμασκό», κάνει ὁλόκληρη περιγραφή, «Μοῦ συνέβῃ ἐτοῦτο κι ἐκεῖνο». Καὶ ὅτι «ἐγὼ εἶδα τὸν ἀναστάντα Ἰησοῦν». Ὁ Παῦλος λοιπόν, τὸ φαινόμενον ''Παῦλος'' εἶναι ἀνερμήνευτον. Καὶ ἑρμηνεύεται μόνον γιατί ὁ Χριστὸς ἀνεστήθῃ. Αὐτὸ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὸ ξεχνοῦμε. Συνεπῶς οἱ μάρτυρες πολλοί.
Ἀλλὰ ἡ Ἀνάστασις ἀκόμα ἀποτελεῖ καὶ ἕνα ποιητικὸν στοιχεῖον τῆς σωτηρίας μας. Λέγει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ὅτι τὰ «ποιητικὰ τῆς σωτηρίας μας»- εἶναι στὴ Θεία Λειτουργία ποὺ ἑρμηνεύει- εἶναι αὐτοὶ οἱ μεγάλοι σταθμοὶ τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐνανθρώπησις, εἶναι ἡ Σταύρωσις, ἡ Μεταμόρφωσις, ὁ θάνατος, ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ εἶναι τὰ ποιητικὰ τῆς σωτηρίας μας. Θέλετε νὰ τὸ δεῖτε αὐτό; Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία ἐπιτομή. Ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου. Ψάξτε νὰ δεῖτε, δὲν ὑπάρχει πουθενὰ μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, οὔτε ὑπαινιγμὸς ἐκφράσεως στὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔκανε θαύματα. Οὔτε ὑπαινιγμὸς ἐκφράσεως. Διότι τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι τὰ ποιητικὰ τῆς σωτηρίας μας. Ἀλλὰ γίνεται ὅμως κατὰ κόρον θὰ λέγαμε ἀναφορὰ στὰ ποιητικὰ τῆς σωτηρίας μας· ποὺ εἶναι ὁ Σταυρός, ἡ Ἀνάστασις, ἡ Ἀνάληψις. Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας.
Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, ποὺ εἶναι τὸ ποιητικὸν τῆς σωτηρίας μας, κατὰ τὸ «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», γιατί; Διότι ὁ Χριστὸς ἀνεστήθῃ, γι᾿ αὐτὸ προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν, βλέπετε ὅτι θὰ ἀναστηθῶ ἐγὼ ὁ νεκρός, γιατί ἀνεστήθῃ ὁ Χριστός. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάστασιν ἔρχεται ἕνα ἄλλο ποιητικὸν τῆς σωτηρίας μας, ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σᾶς λέγω ὅτι εἶναι ποιητικὸν τῆς σωτηρίας μας, διότι ἂν τὸ προσέξαμε ποτέ, δὲν εἶναι παρὰ ἄνοδος στὸν οὐρανό. Μπορούσαμε νὰ ἀναστηθοῦμε καὶ νὰ εὑρισκόμεθα ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Ἀλλὰ δὲν θὰ μείνουμε ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Ἀλλά, καὶ κατὰ θαυμαστὸν τρόπον, θὰ ἀναληφθοῦμε καὶ ἐμεῖς εἰς τὸν οὐρανόν.
Ἄν τὸ προσέξατε ποτὲ ποὺ τὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν Α΄πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολήν, ὅτι «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀέρα εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου». «Θὰ ἁρπαχθοῦμε», λέγει, «εἰς ἀέρα». Δηλαδὴ σημαίνει δὲν θὰ εἴμεθα ἐδῶ στὴ γῆ. Καὶ τότε θὰ προϋπαντήσουμε τὸν κατερχόμενον Χριστόν, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἄλλο ἐκεῖνο στοιχεῖο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς Κριτής, ποὺ θὰ ξανάρθει στὸν κόσμον, θὰ κατέβει ὅμως ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς παραλάβει. Μόνο ποὺ ἐκεῖ, δὲν εἶναι πλήρης ἡ εἰκόνα. Διότι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἐνδιαφέρεται διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅταν γράφει τὴν ἐπιστολή του στοὺς Θεσσαλονικεῖς, ὁμιλεῖ διὰ τοὺς εὐσεβεῖς. Γι᾿ αὐτὸ λέγει «ἐμεῖς οἱ περιλειπόμενοι» ποὺ θὰ ζοῦμε τότε, ὅσοι θὰ ζοῦν, θὰ ἁρπαχθοῦμε κ.ὅ.κ. Δηλαδὴ ὅτι γιά μᾶς ὁ λόγος. Χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ἀγνοηθοῦν, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι θὰ μείνουν στὴ γῆ... Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν κόλασιν, ἀλλὰ δέν μᾶς τὸ λέγει αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφὴ τίνι τρόπῳ. Μόνο διὰ τοὺς πιστοὺς λέγει ὅτι θὰ ἁρπαχθοῦμε στὸν ἀέρα εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου. Δηλαδή, ἀνάληψις.
Δηλαδὴ ὅ,τι κατηγορεῖται, δηλαδὴ ἀναφέρεται εἰς τὸν Χριστόν, αὐτὸ κατηγορεῖται καὶ εἰς τὸν πιστόν. Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. Δηλαδὴ θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ...ἀπέθανε ὁ Χριστός; Θὰ πεθάνουμε κι ἐμεῖς. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν». Ἀνεστήθῃ ὁ Χριστός; Θὰ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς. Ἀνελήφθῃ ὁ Χριστός; Θὰ ἀναληφθοῦμε κι ἐμεῖς. Ἐπῆγε ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Βασιλείαν Του; Θὰ πᾶμε κι ἐμεῖς. Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο ὄχι ὡς Θεός, ἀλλὰ ὡς ἄνθρωπος· διότι ἐδῶ τονίζεται ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Τονίζεται. Αὐτὴ λοιπόν μᾶς ἀνοίγει τὸν δρόμο. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς ἐδῶ τώρα ὁ ἅγιος Κύριλλος, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὰ περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἔρχεται εἰς τὸ θέμα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ. Συνέβῃ ὅμως ἕνα περιστατικόν, τὸ ὁποῖον ἀπετυπώθῃ μέσα εἰς τίς Κατηχήσεις. Ἄς τὸ δοῦμε τὸ περιστατικὸν αὐτό. Εὐτυχὲς μὲν γιὰ τοὺς κατηχουμένους τοῦ τότε, δυστυχὲς ὅμως γιά μᾶς. Θὰ τὸ δεῖτε γιατί...
ΚΔ' «Καὶ ἡ μὲν ἀκολουθία τῆς διδασκαλίας τῆς πίστεως προέτρεπεν εἰπεῖν καὶ τὰ περὶ τῆς "ἀναλήψεως." ἀλλ᾿ ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις ᾠκονόμησε πληρέστατά σὲ ἀκοῦσαι κατὰ τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν τῇ χθὲς ἡμέρᾳ κατὰ τὴν Κυριακήν, κατ᾿ οἰκονομίαν τῆς θείας χάριτος ἐν τῇ συνάξει τῆς τῶν ἀναγνωσμάτων ἀκολουθίας τὰ περὶ τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν περιεχούσης».
Λέγει ὅτι «ἡ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τῆς πίστεως, εἶχε σὰν πρόγραμμά της καί τα περὶ τῆς Ἀναλήψεως. Βεβαίως, ἀκολουθία εἶναι, συνέχεια, νὰ μιλήσουμε μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ τῆς Ἀναλήψεως. Ἀλλὰ ὅμως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἔτσι τὰ ἔφερε τὰ πράγματα ὥστε τὴν κατὰ τὴ χθεσινὴ ἡμέρα, ὅση δύναμις ὑπῆρχε σὲ μᾶς, κατὰ τὴν ἀσθενῆ μας δύναμιν», λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «ἐχθὲς ποὺ ἦταν Κυριακή»- ἄρα σήμερα Δευτέρα, τί σύμπτωσις..., ἐχθὲς Κυριακή, ἄρα σήμερα Δευτέρα, ποὺ μιλᾶμε, ὕστερα ἀπὸ 1600 χρόνια, εἶναι ἔτσι χαρακτηριστικό, ἁπλῶς μία σύμπτωσις...- «ὥστε νὰ ἔχει οἰκονομήσει ὁ Θεός, τὰ ἀναγνώσματα ποὺ εἴχαμε καὶ ποὺ τὰ ἑρμηνεύαμε, νὰ ἀναφερθοῦν εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, τὰ εἴπαμε χθές». Εὐτυχὲς μὲν τὸ πρᾶγμα διὰ τοὺς τότε κατηχουμένους, δυστυχὲς ὅμως γιά μᾶς, ποὺ δὲν θὰ μᾶς πεῖ πολλὰ πράγματα ὁ ἅγιος Κύριλλος.
[...] «Μνημόνευε τοῦ γεγραμμένου σαφῶς ἐν ψαλμοῖς· ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ» (εἶναι ὁ 46ος ψαλμός, στίχος 6. «Νὰ θυμᾶσαι, εἶναι γραμμένο, ὅτι ὁ Θεὸς ἀνέβηκε μὲ ἀλαλαγμόν». Ποῖοι ἀλαλάζουν; Οἱ ἄγγελοι. Τὸ λέγει). «Μνημόνευε ὅτι καὶ αἱ θεῖαι δυνάμεις ἔλεγον πρὸς ἀλλήλας (μεταξύ τους οἱ ἄγγελοι)· ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν (Ψαλμ.23,7: «-Σηκῶστε τίς πόρτες οἱ ἄρχοντές σας». -«Γιατί;» -«Γιὰ νὰ περάσει ὁ Κύριος τῆς δόξης». -«Ποιός εἶναι», λέει, «ὁ Κύριος τῆς δόξης;» Εἶναι ἕνας ὡραῖος διάλογος, ὁ ὁποῖος διαμείβεται μεταξὺ τῶν ἀγγέλων, γιὰ νὰ δειχθεῖ ἐδῶ ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ). «Μνημόνευε καὶ τοῦ ψαλμοῦ τοῦ λέγοντος· ἀνέβη εἰς ὕψος, ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν». Εἶναι ὁ 67 ψαλμός, στίχος 19. Ἕνα πλούσιον χωρίον αὐτό. Ποιό εἶναι τὸ ὕψος; Κατ᾿ ἀρχὰς εἶναι τοῦ Σταυροῦ τὸ ὕψος. Καὶ κατόπιν ποιά εἶναι ἡ αἰχμαλωσία; Αἰχμαλώτισε τὸν Σατανᾶ. Μετὰ ἕνα δεύτερον ὕψος. Εἶναι ὁ οὐρανὸς ποὺ ἀνῆλθεν ὁ Χριστός. Καὶ δίδει τὰ δῶρα Του εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ἔδωσε «ἔδωσε δόματα τοῖς ἀνθρώποις», λέγει. Εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Μνημόνευε τοῦ προφήτου τοῦ εἰπόντος (Ἀκοῦστε ἐδῶ τί λέγει ὁ Ἀμμώς. Εἶναι ἕνα καταπληκτικὸν χωρίον, 9,6 στὸν Ἀμμώς): ὁ οἰκοδομῶν εἰς τὸν οὐρανὸν τὴν ἀνάβασιν αὐτοῦ». Γιατί λέγει «ὁ οἰκοδομῶν»; Περίεργο. Λέγει: «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα» κτλ». Ὁ ποιῶν. Θὰ πεῖ «ὁ κατασκευάζων». Σημαίνει λοιπὸν ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα. Ἐδῶ λέγει: «Αὐτὸς ποὺ οἰκοδόμησε, ἔκτισε εἰς τὸν οὐρανὸν τὴν ἀνάβασή Του». Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τὴν Θεότητα εἶναι ἄκτιστον. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος. Ὁ Πατὴρ ἄκτιστος, ὁ Υἱὸς ἄκτιστος, ἡ γέννησις τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἄκτιστος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἄκτιστον. Ἡ θεία δόξα, οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι ἄκτιστες. Δὲν εἶναι τίποτα ποὺ ὁ Θεὸς τὸ δημιουργεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν Του. Ὅ,τι λοιπὸν εἶναι μέσα στὸν ἑαυτὸν Του εἶναι θεότης. Γιατί λέγει ἐδῶ: «Ἐκεῖνος ποὺ οἰκοδομεῖ τὴν ἀνάβασή Του στὸν οὐρανό»;. Γιατί ἁπλούστατα πρόκειται περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Εἶναι πολὺ ὡραῖο· ποὺ δείχνει ὅτι δὲν ἀνελήφθῃ ὁ Θεὸς ὡς Θεός, ἀφοῦ ὁ Λόγος εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλὰ ἀνελήφθῃ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου, μετὰ τῆς ὁποίας φύσεως ἡνώθῃ ὁ Θεῖος Λόγος. Εἴδατε ἀκρίβεια προφήτου; «Ὁ οἰκοδομῶν»· «καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα εἴρητο χθὲς διὰ τὰς τῶν Ἰουδαίων ἀντιλογίας». Προφανῶς λοιπὸν ὅσα εἶχε μιλήσει ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴ χθεσινὴ ἡμέρα περὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν ἀπολογητικὸ χαρακτῆρα· διότι λέει «γιὰ τίς ἀντιλογίες τῶν Ἰουδαίων».
Καὶ εἰσερχόμεθα, ἀγαπητοί, εἰς τὴν 25ην παράγραφον. Ἐδῶ τώρα θὰ πεῖ μερικὰ ὁ ἅγιος Κύριλλος ποὺ ἀφοροῦν εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ.
ΚΕ΄ «Ὅταν γὰρ ὡς ἀδυνάτῳ τῇ τοῦ σωτῆρος ἀναβάσει ἀντιλέγωσι, μνημόνευε τῶν περὶ τῆς μεταθέσεως τοῦ Ἀββακοὺμ εἰρημένων. εἰ γὰρ ὁ Ἀββακοὺμ ὑπὸ ἀγγέλου μετετέθῃ, βασταχθεὶς ἀπὸ τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, πολὺ μᾶλλον ὁ καὶ προφητῶν καὶ ἀγγέλων Δεσπότης ἐξ ὄρους ἐλαιῶν νεφέλῃ ἐπιβὰς οἰκείᾳ δυνάμει ποιεῖσθαι τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον δυνατώτερος ἦν».
Πολὺ ὡραῖο. Λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἀντιλέγουν οἱ Ἰουδαῖοι, πῶς ἀνελήφθῃ εἰς τὸν οὐρανόν;». Ἴσως θὰ ἀντέλεγε καὶ ὁ ὀρθολογισμὸς πολλῶν φιλοσοφούντων, καὶ αὐτοῦ τοῦ Πλάτωνος. Παρ᾿ ὅτι πιστεύω ὅτι ἂν ζοῦσε ὁ Πλάτων στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, θὰ πίστευε πρῶτος. Ὁ Σωκράτης θὰ πίστευε πρῶτος. Ἀλλὰ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ἂν πάρουμε τὴν πλατωνικὴ θεωρία, φιλοσοφία, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀνεβεῖ ἡ ὕλη στὸν οὐρανό. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνεβεῖ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅταν εἰς τὸν χῶρον τοῦ οὐρανοῦ ὑπάρχουν τὰ καθαρὰ πνεύματα...
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐπιστήμη θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ μέχρι πρότινος, τώρα δὲν τὸ λέει: «Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος ὑπερνικῶντας τὴ βαρύτητα, τὴν ἕλξιν τῆς γῆς, νὰ ἀνεβεῖ πρὸς τὰ πάνω;». Τώρα δὲν τὸ λέει ὅμως. Ἡ Ἐπιστήμη πρῶτα-πρῶτα, ἡ σύγχρονη Ἐπιστήμη ἔμαθε νὰ ταπεινώνεται καὶ τίποτα νὰ μὴν ἀποκλείει. Τὸν περασμένον αἰῶνα ἀπέκλειε πολλὰ καὶ τὴν ἔπαθε. Ἡ ἐπιστήμη ὅταν ἀποκλείει, σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα, ἀφοῦ ἀποκλείει, νὰ ξαναερευνήσει ἕνα θέμα. Ἄρα μέσα στὴν πολλαπλότητα τῆς ἐρεύνης, βρίσκει καινούρια πράγματα. Αὐτὸ εἶναι ὄρος, γιὰ νὰ ἔχει κανεὶς ἐπιστημονικὴν νοοτροπίαν. Δὲν μπορεῖς νὰ γίνεις ἐπιστήμων, νὰ σκέπτεσαι δηλαδὴ ἐπιστημονικά, ἂν ἀποκλείεις πάντα κάτι. Κι ἂν τὸ ἀποκλείσεις γιὰ μιὰ στιγμή, γιατί δὲν σὲ ἐξυπηρετεῖ, γιατί δὲν ξέρω τί, δὲν τὸ ἀπορρίπτεις ἀλλὰ κάποια στιγμὴ ξαναγυρίζεις νὰ τὸ ξανακοιτάξεις. Ξέρετε πόσες φορὲς ἡ ἐπιστήμη ξαναγύρισε στὰ σκουπίδια της; Ὅπως ὁ μάστορας πετάει βίδες, βιδάκια... Τί; Δὲν πετάει βίδες, βιδάκια. Ὁ καλὸς ὁ μάστορας, κάτω ἀπὸ τὸν πάγκο, ἔχει κάποια κουτιὰ καὶ βάζει αὐτὰ ποὺ θὰ πετοῦσε. Καὶ πόσες φορές -ρωτῆστε μαστόρους, θά σᾶς τὸ ποῦν, ἔχω καὶ ἰδία ἀντίληψη τοῦ πράγματος, τὸ ἔκανα κι ἐγὼ αὐτό- θὰ σᾶς ποῦν πόσες φορὲς ἀνατρέχουν σ᾿ αὐτὰ τὰ σκουπίδια, γιὰ νὰ βροῦν κάποια βίδα ἢ κάποιο βιδάκι ποὺ τοὺς χρειάζεται. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐπιστήμη, δὲν πετάει τίποτε. Ξαναγυρίζει, ξαναερευνᾶ. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀληθινὴ νοοτροπία ἐπιστημονική. Τί θὰ ἔλεγε λοιπὸν ἡ ἐπιστήμη πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια, πρὶν ἔχει τὸ ἀεροπλάνο, τὸν πύραυλο, τὸ ἀερόστατο; Θὰ μποροῦσε ἄραγε ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, χωρὶς ἄλλη βοήθεια, νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὰ ἐπάνω; Κι ὅμως ἀγαπητοί...
Λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Ἐρεύνησε τὴν γραφὴν νὰ δεῖς ὅτι ὑπάρχουν καὶ παρόμοιες περιπτώσεις». Σὲ ποιόν θὰ μιλήσεις; Θὰ μιλήσεις σὲ Ἰουδαῖον. Λοιπὸν τί θὰ χρησιμοποιήσεις; Τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Θὰ τὸν ἀποστομώσεις ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Βέβαια κι ἐμεῖς δὲν ἔχομε ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιήσουμε οὔτε τὴν Ἐπιστήμη, οὔτε τὴ Φιλοσοφία. Δὲν μᾶς χρειάζεται γιὰ μιὰ στιγμή, ἀλλὰ θὰ ἀνατρέξουμε εἰς τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀποτελεῖ μοναδικότητα ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ; Καὶ συνεπῶς νὰ ποῦμε γιὰ μιὰ στιγμὴ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον; Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι στὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατον. Καὶ νὰ ἀποτελοῦσε μοναδικότητα, πάλι δὲν θὰ τὸ λέγαμε αὐτό. Πόσο περισσότερο ποὺ δὲν ἀποτελεῖ μοναδικότητα.
Κι ἐδῶ τώρα ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀναφέρει ἕνα περιστατικὸν τὸ ὁποῖον μὲ δύο λόγια θά σᾶς τὸ διηγηθῶ. Εἶναι στὸ βιβλίον τοῦ Δανιήλ, στὸ κεφάλαιο Βήλ.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Δανιὴλ ὡς αἰχμάλωτος Ἰουδαῖος στὴ Βαβυλῶνα, ἀφοῦ βεβαίως ὑπέδειξεν εἰς τὸν βασιλέα ὅτι ὁ Βήλ, ἕνα φίδι, δὲν εἶναι θεὸς καὶ τὸ ἐθανάτωσε, μόνο γιατί τοῦ ἔδωσε νὰ φάει κάτι μικρὰ κομματάκια φτιαγμένα ἀπὸ πίσσα, πάχος καὶ τρίχες. Ἔφαγε τὸ φίδι αὐτὰ καὶ ἔσκασε. Καὶ λέει στὸν βασιλέα: «Εἶδες; Λατρεύετε ἐδῶ κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ πεθαίνει, νὰ σκάζει...».... Θύμωσαν πολὺ οἱ Βαβυλώνιοι, διότι εἶχε προηγηθεῖ ἕνα ἄλλο. Μὲ τὸν ναὸν ἐκεῖνον ποὺ μπαίναν οἱ ἱερεῖς καὶ τρώγανε τὰ φαγητὰ εἰς τὸν πολιοῦχον τῆς Βαβυλῶνος κ.λπ. καὶ θύμωσαν πολὺ μὲ τὸν Δανιὴλ οἱ Βαβυλώνιοι. Καὶ ἠπείλησαν τὴ ζωὴ τοῦ βασιλέως, ἐὰν δὲν τὸν φονεύσει τὸν Δανιήλ. Ἕνας συνήθης τρόπος τότε, γιὰ νὰ χορταίνουν καὶ τὰ λιοντάρια, διότι ἦταν ἕνας λάκκος μὲ ἑπτὰ λεοντάρια, καὶ ρίχναν κάθε μέρα δύο ἀνθρώπους, ἀνθρώπινα σώματα, καὶ δύο πρόβατα. Γιὰ σκεφτεῖτε, φοβερὸ πρᾶγμα. Ὁπότε ἅρπαξαν αὐτοὶ τὸν Δανιὴλ καὶ τὸν πέταξαν μέσα στὸν λάκκο τῶν λεόντων. Νὰ τὸ θαῦμα. Μάλιστα εἶχαν ἀφήσει τοὺς λέοντας νηστικούς. Οἱ λέοντες δὲν πείραξαν τὸν Δανιήλ. Ἔμεινε ἕξι μέρες εἰς τὸν λάκκον. Ἕξι μέρες... Οἱ λέοντες καταπεινασμένοι, δὲν πειράζουν τὸν Δανιήλ. Στὴν Ἰουδαία - πόσο ἀλήθεια ἀπέχει ἡ Ἰουδαία ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα; Πᾶρτε ἐκεῖ μία εὐθεῖα, γιατί περὶ εὐθείας ὁ λόγος, ποὺ εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἶναι ἡ Βαβυλῶνα, ἐκεῖ στὴ Μεσοποταμία, στὸ σημερινὸ Ἰράκ, κάπου ἐκεῖ κοντὰ στὸν Περσικὸ κόλπο. Εἶναι μερικὲς ἑκατοντάδες χιλιόμετρα. Ἄν δὲν κάνω λάθος, εἶναι περὶ τὰ 700-800 χιλιόμετρα. Ἄν δὲν κάνω λάθος...
Ἕνας ἄνθρωπος, ὀνόματι Ἀββακούμ, δὲν εἶναι ὁ προφήτης Ἀββακούμ, προσέξτε, ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος· λέγεται προφήτης ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ προφήτης ὁ γνωστὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἐλάσσονας προφήτας. Αὐτὸς εἶχε χωράφια. Καὶ ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ. Εἶχε ἐργάτες. Τότε ἔπρεπε νὰ τοὺς πάει φαγητὸ τὸ μεσημέρι. Ἔψησε φαΐ, ζύμωσε, πῆρε καὶ τὰ ψωμιά, τὰ φορτώθηκε καὶ πηγαίνει τώρα γιὰ τὰ χωράφια του, νὰ δώσει στοὺς ἐργάτες νὰ φᾶνε. Στὸν δρόμο συναντάει κάποιον καὶ τοῦ λέγει:
-Ποῦ πηγαίνεις;
-Πηγαίνω στὸ χωράφι γιὰ τοὺς ἐργάτες.
-Ὄχι. Μὴν πᾶς τὸ φαΐ στοὺς ἐργάτες. Θά το πᾶς στὴ Βαβυλῶνα! Εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων ποὺ εἶναι ἐκεῖ ὁ Δανιήλ.
-Ποτέ μου δὲν πῆγα στὴ Βαβυλῶνα, οὔτε λάκκο γνωρίζω λεόντων, οὔτε τὸν Δανιὴλ γνωρίζω, λέει αὐτός.
Καὶ πρὶν καλὰ καλὰ τελειώσει τὸν λόγο του ὁ Ἀββακούμ- ἦταν ἄγγελος- τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ ἀπὸ δῶ μπροστὰ ὁ ἄγγελος, φορτωμένος αὐτὸς μὲ τὰ πράγματα, τὸν ἁρπάζει ἀπὸ δῶ, ἀκαρεὶ τὸν μετέφερε πάνω ἀπὸ τὸν λάκκο τῶν λεόντων! Ἀκοῦστε· ἀκαρεί, ἀκαριαίως! Τὸν ἔφερε ἐκεῖ. Βάζει ἐκεῖ «μετὰ ῥίζου». «Ῥίζος» θὰ πεῖ θόρυβος. Τὸν φέρνει λοιπὸν ἐπάνω ἀπὸ τὸν λάκκο τῶν λεόντων. Καὶ τότε ὁ Ἀββακοὺμ φωνάζει «Δανιήλ!». Καὶ ἄκουσε ἄνθρωπο μέσα νὰ φωνάζει. Καὶ τοῦ ρίχνει ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸν λάκκο ποὺ ἦταν τὰ ψωμιὰ καὶ τὸ φαΐ. Ὁ Δανιὴλ ἐδόξασε τὸν Θεόν, διότι τοῦ ἔστειλε φαγητὸ καὶ ψωμί.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐπῆγε ὁ βασιλιᾶς νὰ θρηνήσει τὸν φίλο του τὸν Δανιήλ. Ἦταν σπουδαῖος σύμβουλός του. Κι ἀπὸ πάνω λέει: «Ἄχ Δανιήλ, Δανιήλ...».... Καὶ φωνάζει ἀπὸ κάτω ὁ Δανιήλ: -«Τί εἶναι, βασιλιᾶ;». - «Ζεῖς;». Τότε τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸν λάκκο. Εἶπε ὅτι εἶναι ἀληθινὸς ὁ Θεὸς τοῦ Δανιὴλ καὶ ἔριξε ἐκείνους ποὺ τὸν συκοφάντησαν, τὸν κατηγόρησαν μᾶλλον, καὶ οἱ λέοντες, ἀγαπητοί μου, τοὺς ἅρπαξαν στὸν ἀέρα καὶ τοὺς ἔφαγαν τοὺς ἄλλους.
Γιατί πῆρε ὁ ἄγγελος αὐτὸν ποὺ πήγαινε στὸ χωράφι; Γιὰ νὰ πιστοποιηθεῖ τὸ θαῦμα. Ἴσως πεῖ κάποιος, ἔμειναν νηστικοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ. Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο. Γιὰ νὰ πιστοποιηθεῖ τὸ θαῦμα. Καὶ τὸν ἔφερε πίσω ὁ ἄγγελος, στὸ ἴδιο σημεῖο. Προφανῶς θὰ πῆγε μὲ ἄδεια χέρια στὸ χωράφι καὶ ἀσφαλῶς θὰ πῆγε καὶ λίγο καθυστερημένα. Καὶ θὰ εἶπε εἰς τοὺς ἐργάτες ἐκεῖ τὸ περιστατικόν.
Πῶς αὐτὸς πετάχτηκε, δηλαδὴ μεταφέρθηκε διὰ τοῦ ἀέρος τόσο γρήγορα; Ἔχομε λοιπὸν ἕνα προηγούμενο διὰ τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστός- προσέξτε αὐτό- δὲν εἶναι κάπου στὸ σύμπαν, ἀλλὰ εἶναι στὴ Βασιλεία Του. Καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μέσα στὸ Σύμπαν. Κάνετε μία ἀπόπειρα νὰ διέλθετε τὸ σύμπαν... Ξέρετε ὅτι ἀπὸ τὴ μία ἄκρη στὴν ἄλλη χρειαζόμαστε εἴκοσι δισεκατομμύρια ἔτη φωτός; Νὰ τρέχεις μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός, 300 ἑκατομμύρια μέτρα τὸ δευτερόλεπτο, καὶ νὰ κάνεις εἴκοσι δισεκατομμύρια χρόνια; Ὁ Χριστὸς ἀκαρεὶ ἔφθασε εἰς τὴν Βασιλείαν Του. Ξέρετε μόνο ποῦ καθυστέρησε; Ὅταν ἀνέβαινε σιγὰ σιγὰ, στὴν ἀκτῖνα ὁράσεως τῶν μαθητῶν. Διὰ νὰ τὸν ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ βεβαιώνουν τὴν ἄνοδό Του. Ἐκεῖ ἀνήρχετο σιγὰ σιγὰ, σιγὰ σιγά. Ὅταν ὅμως πιὰ δὲν Τὸν ἔβλεπαν καὶ οἱ ἄγγελοι τοὺς εἶπαν τοὺς μαθητάς: «Τί σταθήκατε νὰ βλέπετε;». Ὁ Κύριος ἀκαρεὶ βρέθηκε εἰς τὴν Βασιλεία Του. Πῶς πέρασε τὸ σύμπαν αὐτό; Τὸ ὑλικὸ σύμπαν. Μὲ τὴν ἀνθρώπινή Του φύσῃ.
Ἕνα ἄλλο περιστατικό. Δὲν τὸ γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος, θά σᾶς τὸ πῶ ὅμως ἐγώ, γιατί τί λέει παρακάτω; Ξέρετε τί λέει; «Καὶ τὰ μὲν ὅμοια μνημόνευε τῶν θαυμάτων». «Νὰ μνημονεύεις, νὰ ἀναφέρεις τὰ ὅμοια θαύματα». Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν δὲν τὸ ἀναφέρει, ἁπλῶς κάνει ὑπαινιγμό. Εἶναι ὁ Φίλιππος ὁ διάκονος. Εἰς τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, Καινὴ Διαθήκη τώρα, συνέβῃ τὸ ἑξῆς. Λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς τὸν Φίλιππον τὸν διάκονον, ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ διακόνους. Αὐτὸς ποὺ εἶχε τὰ τέσσερα κορίτσια ποὺ παρθένευαν, ποὺ σᾶς ἔλεγα τὴν περασμένη Κυριακὴ στὴν ἀνάλυση τῶν Πράξεων. «Σήκω πήγαινε κατὰ μεσημβρίαν», λέει, «πρὸς Νότον, ἐκεῖ πρὸς τὴν Γάζα» ἐκεῖ ὁ δρόμος, λέγει, ἦταν ἔρημος. Δηλαδὴ ψυχὴ δὲν φαινόταν. Ἐπαρχιακὸς δρόμος, ψυχή... Ἀναρωτιέται ὁ Φίλιππος: «Γιατί μοῦ εἶπε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρθω ἐδῶ;». Ὅταν ὅμως σκεφτόταν ἔτσι, βλέπει νὰ ἔρχεται ἀπὸ πίσω του ἕνα ἁμάξι, ἀρχοντικὸ ἁμάξι. Μὲ τὸν γνωστὸν ἐκεῖνον Αἰθίοπα τῆς βασιλίσσης τῆς Λιβύης. Ἡ Κανδάκη. Ὅ,τι θὰ λέγαμε «Φαραὼ» σήμερα. Κανδάκη· γενικὴ ὀνομασία, δὲν εἶναι τὸ ὄνομά της. Καὶ ἦτο κάπου ἐκεῖ στὴ Λιβύη. Καὶ ἤρχετο· πῆγε νὰ περάσει μπροστά του τὸ ἅρμα, δηλαδὴ ἡ καρότσα αὐτὴ καὶ τοῦ λέει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἰς τὸν Φίλιππον: «Προσκολλήθητι». Ὁ Φίλιππος πῆγε καὶ γαντζώθηκε ἐπάνω. Βλέπει τὸν Αἰθίοπα αὐτὸν νὰ μελετάει τὸν Ἠσαΐα. Ἦταν προσήλυτος. Καὶ τοῦ εἶπε τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο: «Γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις;». Γυρίζει αὐτὸν νὰ ἰδεῖ. Λέει «Πῶς θὰ τὸ ἐγνώριζα αὐτό, ἐὰν κάποιος δὲν μὲ βοηθοῦσε;». Τοῦ ὑπέδειξε λοιπόν τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἐβάπτισε. «Τί μὲ ἐμποδίζει» λέει, «νὰ βαπτιστῶ;». «Τίποτα δὲν σὲ ἐμποδίζει, ἐὰν πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν σὲ ἐμποδίζει». Ἔχομε, μάλιστα, θὰ λέγαμε, μία ὑποτυπώδη ὁμολογία πίστεως, ἕνα Σύμβολον Πίστεως, ὑποτυπῶδες. Μετὰ ἔγινε πιὸ πλουσιότερο, διότι μπῆκαν οἱ αἱρέσεις. Καὶ τότε κατέβηκαν ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου καὶ εἶχε λίγο νερὸ καὶ τὸν ἐβάπτισε ἐκεῖ τὸν εὐνοῦχον αὐτόν. Καὶ τότε ὁ Φίλιππος ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἁρπάχτηκε καὶ ὁ Ἀββακούμ, ἐκεῖνος ποὺ πῆγε στὴν Βαβυλῶνα. Καὶ τὸν ἔφερε ἐκεῖ κάπου στὴ Γάζα, καὶ εἰς τὴν Τύρο, δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς, καὶ ὁ εὐνοῦχος, λέει, δὲν ξαναεῖδε τὸν Φίλιππον. Ξαφνικὰ ἔφυγε ἀπὸ μπροστά του. Χάθηκε. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἁρπάχτηκε καὶ τὸν πῆγε τόσο μακριὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀπὸ κεῖ συνέχισε τὴν ἱεραποστολή του ὁ διάκονος Φίλιππος. Νὰ λοιπὸν καὶ ἕνα ἄλλο περιστατικὸ ἀναλήψεως.
Ἀλλὰ ἂς προχωρήσουμε. «Καὶ τὰ μὲν ὅμοια μνημόνευε τῶν θαυμάτων, τὴν δὲ ὑπεροχὴν τήρει τῷ Δεσπότῃ τῷ θαυματοποιῷ (Ὅ,τι ἀναφέρεις, ἀσφαλῶς εἶναι σπουδαῖο, ἀλλὰ τὴν ὑπεροχὴ ὅμως στὴν Ἀνάληψή Του τὴν ἔχει πάντοτε ὁ Χριστός). Οἱ μὲν γὰρ ἐβαστάζοντο, ὁ δὲ βαστάζει τὰ πάντα». Τί ὡραῖο αὐτό! «Ὅλοι ἐβαστάζοντο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ἄγγελον. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ὅμως βαστάζει τὰ πάντα. Καὶ δὲν βαστάζεται ἀπὸ κανέναν». «Μνημόνευε ὅτι Ἐνὼχ μετετέθῃ, ἀλλ᾿ Ἰησοῦς ἀνῆλθεν (Νὰ θυμᾶσαι ὅτι ὁ Ἐνὼχ μετετέθῃ, θυμόσαστε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. «Εὐηρέστησε», λέγει, «εἰς τὸν Θεὸν καὶ οὐχ εὑρέθη. Ὃτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Κύριος». Μετετέθῃ λοιπὸν ὁ Ἐνώχ. Ναί. Ἀλλὰ ποῦ πῆγε; Ποῦ μετετέθῃ; Θὰ λέγαμε, ὅ,τι συνέβῃ μὲ τὸν προφήτην Ἠλίαν. Κάπου στὸν οὐρανό. Δὲν λέμε ὅμως πιὸ πολλὰ γιατί θά μᾶς τὰ πεῖ πιὸ κάτω ὁ ἅγιος Κύριλλος, γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία τοὐλάχιστον. «Ἐνῶ ὁ Κύριος δὲν μετετέθῃ ἀλλὰ ἀνῆλθεν, ἀνέβηκε», δηλαδὴ πέρασε τὸ σύμπαν καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Βασιλείαν Του.
«Μνημόνευε τῶν περὶ Ἠλίαν τῶν χθὲς εἰρημένων».«Αὐτὰ ποὺ λέγαμε χθὲς διὰ τὸν Ἠλίαν». Τί κρίμα, νὰ ξέραμε τί εἶχε πεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος! Τί ἀνεφέρθῃ διὰ τὸν Ἠλίαν;), ὅτι Ἠλίας μὲν ἐν ἅρματι πυρὸς ἀνελήφθη, Χριστοῦ δὲ τὸ ἅρμα μυριοπλάσιον χιλιάδες εὐφημούντων («Ἐπὶ ἅρματος», λέγει, «ἡρπάγῃ. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς μύριες φορὲς παραπάνω ἀπὸ ἅρμα, διότι ἄγγελοι τὸν συνοδεύουν καὶ τὸν ἐπευφημοῦν». «Καὶ ὅτι -Μάλιστα αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω, εἶναι Ψαλμός, 67,18. Εἶναι προφητικό- Ἠλίας μὲν ἀνελήφθη πρὸς ἀνατολὰς τοῦ Ἰορδάνου, Χριστὸς δὲ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ χειμάῤῥου Κέδρων ἀνῆλθεν, καὶ ὅτι ἐκεῖνος ὡς εἰς τὸν οὐρανόν, Ἰησοῦς δὲ εἰς τὸν οὐρανόν». Δύο φορές, ἀγαπητοί μου, ἀναφέρει διὰ τὸν προφήτην Ἠλίαν τὸ Δ΄ Βασιλειῶν, ὅτι ἀνῆλθεν- προσέξτε- «ὡς εἰς τὸν οὐρανόν». Δηλαδὴ «κάπου στὸν οὐρανό». Ποιόν οὐρανό; Θά μᾶς τὸ πεῖ λίγο πιὸ κάτω ὁ ἅγιος Κύριλλος. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, λέγει, ἀνῆλθε ὄχι «ὡς εἰς τὸν οὐρανόν», ἀλλὰ «εἰς τὸν οὐρανόν». Ἀνῆλθε εἰς τὴν Βασιλείαν Του· «καὶ ὅτι ἐκεῖνος μὲν εἶπε δοθήσεσθαι διπλᾶ ἐν πνεύματι τῷ ἁγίῳ μαθητῇ». Ξέρετε, ὁ Ἐλισσαῖος τὸν παρεκάλεσε νὰ πάρει διπλήν τὴν μερίδαν τῆς προφητείας καὶ τῶν χαρισμάτων. Καὶ τοῦ λέει: «Ἄν δεῖς τὴν Ἀνάληψή μου...».... Ὑπῆρχε περίπτωση νὰ μὴν δεῖ τὴν ἀνάληψή του; «Καὶ ἐάν», λέγει, «πάρεις τὴ μηλωτήν μου...».... Καὶ ἀνερχόμενος ὁ προφήτης, καὶ τὴν ἀνάληψή του εἶδε ὁ Ἐλισσαῖος καὶ τὴ μηλωτὴ πῆρε, δὲν τὴ χρειαζότανε πιὰ τὴν μηλωτή, μιὰ προβιὰ ἦταν, δερμάτινος χιτών, δὲν τὸν χρειαζότανε πιὰ αὐτόν· καὶ τότε πῆρε τὸ προφητικὸ χάρισμα, δὲν εἶναι ὥρα τώρα ἐδῶ νὰ σᾶς πῶ τί σημαίνει διπλό, ἔχει σημασία.
«καὶ ὅτι ἐκεῖνος μὲν εἶπε δοθήσεσθαι διπλᾶ ἐν πνεύματι τῷ ἁγίῳ μαθητῇ Χριστὸς δὲ τοσαύτην παρέσχε τοῖς ἰδίοις μαθηταῖς ἀπόλαυσιν χάριτος τοῦ ἁγίου πνεύματος, ὥστε μὴ μόνον αὐτοὺς ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν τῆς κοινωνίας αὐτοῦ μεταδιδόναι τοῖς πιστεύουσιν». Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν χρειάστηκε ὁ Χριστὸς νὰ δώσει καμία μηλωτή, γιὰ νὰ πάρουν κάποιο χάρισμα οἱ μαθηταί Του. Ἔδωσε τόσο πλούσιο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον... Καὶ ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ καὶ οἱ μαθηταὶ διὰ τῆς χειροτονίας νὰ παρέχουν τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς διαδόχους των. Ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τοῦ Ἠλία.
ΚΣΤ' «Καὶ ὅταν οὕτως πρὸς Ἰουδαίους παλαίσῃς, ὅταν ἐξ ὁμοιότητος νικήσῃς («Ὅταν» δηλαδὴ «ἔλθεις νὰ παλαίψεις μὲ ὅμοια ἐπιχειρήματα καὶ παραδείγματα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, δηλαδὴ παρόμοια, ὥστε νὰ τοὺς ἀποστομώσεις»), τότε ἐλθὲ λοιπὸν ἐπὶ τὴν ὑπεροχὴν τῆς τοῦ σωτῆρος δόξης, ὅτι οἱ μὲν δοῦλοι, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Κι ἐκεῖνοι μέν, ὡς δοῦλοι ἀνελήφθησαν ὡς εἰς οὐρανὸν ἢ ὅ,τι ἄλλο, τοῦτος ὅμως ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ). Καὶ οὕτως δὲ τῆς ὑπεροχῆς μνημονεύσεις, ἐννοῶν ὅτι τοῦ Χριστοῦ δοῦλος ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ (Ἐδῶ ἁρπάζεται δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Ποιός; Ὁ Παῦλος. Ποῦ; Ἕως τρίτου οὐρανοῦ). Εἰ γὰρ Ἠλίας μὲν ἕως πρώτου ἔφθασε, Παῦλος δὲ ἕως τρίτου οὐρανοῦ, προτιμοτέρας ἄρα τετύχηκε τῆς ἀξίας». Καταπληκτικό! Ὁ Ἠλίας, κάπου στὸν οὐρανό. Ποῦ; Προσέξτε, ἐντὸς τοῦ σύμπαντος. Ὁ Ἠλίας δὲν εἶναι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐντὸς τοῦ σύμπαντος. Ὁ Παῦλος ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ ξέρετε ποιός εἶναι ὁ τρίτος οὐρανός; Ὁ Παράδεισος. Ἡ χώρα τῶν πνευμάτων. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σύμπαν. Ἡ χώρα τῶν πνευμάτων. Προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρίτος οὐρανός. Τὸ λέει ὁ ἴδιος. «Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο πού... κτλ, ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ, ἡρπάγη (ὁ ἴδιος) εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα». Ταυτίζει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸν τρίτον οὐρανὸν μὲ τὸν Παράδεισον. Ὁ Ἠλίας δὲν εἶναι εἰς τὸν Παράδεισον. Ἀλλὰ «ὡς εἰς τὸν οὐρανόν». Συνεπῶς καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν Ἠλία καὶ τὸν Ἐλισσαῖο καὶ τὸν Ἀββακοὺμ κ.λπ.
«Μὴ ἐπαισχυνθῇς τοῖς σοῖς ἀποστόλοις(«Μὴν ντρέπεσαι γιὰ τοὺς ἀποστόλους σου. Τοὺς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ»). οὐκ εἰσὶ χείρονες Μωυσέως («Δὲν εἶναι κατώτεροι τοῦ Μωυσέως»), οὐδὲ δεύτεροι τῶν προφητῶν («Οὔτε δευτέρας σειρᾶς ἀπὸ τοὺς προφήτας»), ἀλλὰ καλοὶ μετὰ καλῶν καὶ καλῶν καλλίονες («Ἀλλὰ καλοὶ μαζὶ μὲ τοὺς καλοὺς κι ἀπ᾿ τοὺς καλούς, καλύτεροι, εἶναι οἱ ἀπόστολοι»). Ἠλίας μὲν γὰρ ἀνελήφθη εἰς οὐρανόν, ἀλλὰ Πέτρος ἔχει τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν («Ὁ Ἠλίας ἀνέβηκε κάπου στὸν οὐρανό, ἀλλὰ ὁ Πέτρος ἔχει τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Δέστε διαφορά), ἀκούσας (ἀφοῦ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Χριστόν:)· ὅσα ἂν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Ἠλίας εἰς οὐρανὸν μόνον, Παῦλος δὲ καὶ εἰς οὐρανὸν καὶ εἰς παράδεισον («Ἀνέβηκε εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὸν Παράδεισον» -ὁ τρίτος οὐρανός, ποὺ σᾶς εἶπα), (ἔπρεπε γὰρ τοὺς μαθητὰς τοῦ Ἰησοῦ πολυπλασίονα λαβεῖν τὴν χάριν) («διότι οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἔπρεπε νὰ πάρουν πολλαπλασία τὴν χάριν») ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι («Κι ἄκουσε λόγια ποὺ ὄχι μόνον δὲν ἐπιτρέπεται, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκουστοῦν τὰ λόγια αὐτά, νὰ εἰπωθοῦν μὲ ἀνθρώπινο στόμα». Εἶναι τὰ ἄκτιστα ρήματα. Καὶ τὰ ἄκτιστα ρήματα...ξέρετε, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι κτιστά. Τὰ τυπώνομε κ.τ.λ. Ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ὁ Παῦλος ἤκουσε ἦταν τὰ ἄκτιστα ρήματα. Γι᾿ αὐτὰ οὐκ ἐξόν, δὲν εἶναι δυνατόν, κι ὄχι μόνο δὲν ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὰ νὰ εἰπωθοῦν. «Κατέβῃ δὲ ὁ Παῦλος ἄνωθεν πάλιν, οὐχ ὅτι ἀνάξιος ἦν τῆς ἐν τῷ τρίτῳ οὐρανῷ διατριβῆς, ἀλλ᾿ ἵνα ἀπολαύσας τῶν ὑπὲρ ἄνθρωπον καὶ ἔντιμος καταβὰς καὶ Χριστὸν κηρύξας καὶ ὑπεραποθανῶν αὐτοῦ λάβῃ καὶ τὸν τοῦ μαρτυρίου στέφανον». «Κατέβηκε πάλι ὁ Παῦλος· ὄχι γιατί ἦταν ἀνάξιος, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸν καὶ νὰ τύχει καὶ τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου». «Παρέλιπον δὲ νῦν τὰ λοιπὰ τῆς κατασκευῆς τὰ χθὲς ἐπὶ τῆς συνάξεως εἰρημένα τῆς Κυριακῆς· παρὰ γὰρ τοῖς συνετοῖς ἀκροαταῖς αὐτάρκης μόνον καὶ ὑπόμνησις εἰς μάθησιν». «Γιὰ τοὺς μαθητὰς ἐκείνους ποὺ ἔχουν σύνεσιν, ἀρκετὰ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε».
Πιστεύω λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι καὶ γιά μᾶς, αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πραγματικὰ ὄρεξη, ἔχουν διάθεση, πραγματικὰ εἶναι πολὺ ἀρκετά, αὐτὰ ποὺ μᾶς λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ γνωρίζουμε τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ συμμορφούμεθα μὲ αὐτό.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/agioy kyrilloy/agioy kyrilloy 096.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου