Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητής
Τῷ κυματώδει μικρὸν ἐμπρέψας βίῳ,
Λύῃ Μιχαήλ, οἷα κούφη πομφόλυξ.
Εἰκάδι ἐν τριτάτῃ Μιχαὴλ ἀναδέδραμεν ἐκ γῆς.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ καταγόταν ἐκ Συνάδων τῆς Φρυγίας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ἔζησε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἔτυχε εὐρείας καὶ ἐπιμελοῦς μορφώσεως, συγκαταλεγόταν μεταξὺ τῶν διαπρεπῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἐπί Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780 – 784 μ.Χ.) μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, λόγῳ τοῦ ἀδαμάντινου χαρακτῆρος καὶ τῆς μεγάλης μορφώσεώς του κατέλαβε περιφανὲς ἀξίωμα στὰ ἀνάκτορα.
Συνδέθηκε μὲ στενότατη φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο († 8 Μαρτίου), ποὺ ἦταν ἄνδρας ἐπίσης ἐνάρετος καὶ μορφωμένος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀργότερα μετέβησαν στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο στὸν Εὔξεινο Πόντο, ὅπου ἐκάρησαν μοναχοὶ. Γιὰ τὴν μεγάλη τους ἀρετὴ καὶ τὴν βαθύτατη θεολογικὴ κατάρτιση πείσθηκαν καὶ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸν Ταράσιο κατ’ ἀρχὰς μὲν ἱερεῖς, στὴ συνέχεια δὲ ὁ μὲν Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, ὁ δὲ Μιχαὴλ Ἐπίσκοπος Συνάδων.
Καὶ στὴ νέα αὐτὴ θέση του διέλαμψε γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο τους, διδάσκοντας ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀλλὰ ὁ ἱερὸς ζῆλος τοῦ Μιχαὴλ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καταφάνηκε, ὅταν ἐνέσκηψε ὁ πόλεμος κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Μὲ ἀνυπέρβλητο θάρρος καὶ παρρησία δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει δημόσια αὐτὸν γιὰ τὸν ἄθεο καὶ ἀσεβὲς διάταγμά του καὶ νὰ ἀναθεματίσει ἐκείνους ποὺ δὲν προσκυνοῦσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Ὅταν ἀποφασίσθηκε νὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ κρίθηκε ὡς ὁ καταλληλότερος καὶ ἐστάλη πρὸς τοῦτο στὴ Ρώμη. Ὁ Πάπας Λέων Γ’ (795 – 816 μ.Χ.) κατεδίκασε τὴν εἰκονομαχία καὶ ἐνθάρρυνε τὸν Πατριάρχη στὸν ἀγώνα του, ἀφοῦ γνωστοποίησε τὶς ἀποφάσεις του καὶ δι’ ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία παρέδωσε στὸν Ἅγιο Μιχαήλ. Παρὰ ταῦτα ὁ αὐτοκράτορας παρέμενε ἀμετάθετος στὰ ἀσεβὴ φρονήματά του καὶ ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν ἀντιτιθεμένων κληρικῶν. Ἔτσι, ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, κατ’ ἀρχὰς ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῆς Ἀνατολῆς Εὐδοκιάς, στὴ συνέχεια δὲ σὲ διάφορα μέρη, καταταλαιπωρούμενος καὶ στερούμενος τὰ πάντα, ἀλλὰ διατηρώντας ἀκμαῖο τὸ φρόνημα καὶ ἐξακολουθώντας, μὲ τοὺς ἐμπνευσμένους λόγους του, νὰ ὑπερασπίζεται τὴ Ὀρθόδοξη πίστη.
Κατὰ τὴν ὑπερδεκαετὴ αὐτὴ ἐξορία του ἐξ’ αἰτίας τῶν κακουχιῶν καὶ τῆς μεγάλης ἡλικίας, ἀφοῦ ἀσθένησε, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Γράφοντας ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης πρὸς τὸν Μητροπολίτη Νικαίας Πέτρο, ἱστορεῖ τὶς τελευταῖες στιγμὲς καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου τὶς ἀρετὲς ἐπαινεῖ: τὴν ἁγνεία, τὴ φιλοξενία, τὴν ταπείνωση, τὴ μετριοφροσύνη.
Ἡ ἁγία κάρα αὐτοῦ εἶναι ἀποθησαυρισμένη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἀναθεμένος, τὴν σὴν ζωὴν ἐκ παιδός, ποιμὴν ἀνηγόρευσαι, καὶ Ἱεράρχης σεπτός, Χριστοῦ ἱερώτατε· ὅθεν τὴν τοῦ Δεσπότου, ὡς τιμήσας Εἰκόνα, θλίψεις ἐν ἐξορίαις, Μιχαὴλ καθυπέστης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις ἡμῖν, ῥεῖθρα ἰάσεων.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος ἐξανατείλας, καταυγάζεις ἅπαντας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, καὶ τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, θαυματοφόρε Ἀγγέλων ὁμώνυμε.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆσιν ἀγγελώνυμον ἐσχηκώς, ἰσάγγελος ὤφθης, ἐν τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκός, ὡς ἱερομύστης, καὶ στῦλος Ἐκκλησίας· ἔνθεν ὦ Μιχαήλ σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μυροφόρος τοῦ Κλωπᾶ
Ψυχήν φέρει νυν ουκ άρωμα Mαρία,
Aρωμάτων σοι Σώτερ ευωδεστέραν.
Η Αγία Μαρία ήταν σύζυγος του Κλωπά και μια από τις γυναίκες, που ακολούθησαν τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και υπηρετούσαν στο έργο Του. Όταν γινόταν η φρικτή θυσία του Γολγοθά και οι μαθητές κρύβονταν και διασκορπίζονταν, αυτή συμπαρακολουθούσε στον τόπο της καταδίκης και συμπαραστεκόταν στην σταυρική αγωνία και την ταφή έπειτα του Ιησού. Αλλά ήταν και μια από τις μυροφόρες, που ευτύχησε ν' ακούσει το πρωί της Κυριακής, το χαρμόσυνο άγγελμα της Ανάστασης.
Γιοι της Μαρίας αυτής, ήταν ο Ιωσής και ο Ιάκωβος. Ο τελευταίος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των 12 αποστόλων, ονομαζόταν μάλιστα Μικρός για να διακρίνεται από τον άλλο Ιάκωβο τον αδελφό του Ιωάννη του Θεολόγου.
Η Αγία Μαρία, ήταν επίσης παρούσα και κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο. Όταν σχηματίστηκε η πρώτη Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ, η Μαρία εξακολούθησε να προσφέρει σ' αυτή τις υπηρεσίες της, για την επέκταση της αληθινής πίστης και για κάθε καλό και φιλάνθρωπο έργο.
Ὁ Ἅγιος Σαλωνᾶς ὁ Μάρτυρας ὁ Ρωμαῖος
Σπονδάς απειθών προσφέρειν ειδωλίοις,
Tέμνη Σαλωνά, και Θεώ σπονδή γίνη.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαλωνᾶς τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σέλευκος ὁ Μάρτυρας
Φέρει Σέλευκος αστενακτί την πρίσιν,
Kαι τον πολυστένακτον εκλείπει βίον.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέλευκος τελειώθηκε διὰ πριονισμοῦ.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου
Ο Όσιος Ιωακείμ εκοιμήθη στις 2 Μαρτίου 1868 μ.Χ. και ετάφη πίσω από τον Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας, στον Σταυρό Ιθάκης. Η ανακομιδή των λειψάνων του πραγματοποιήθηκε στις 10 (23 με το Νέο Ημερολολόγιο) Μαίου 1992 μ.Χ. και η αγιότητά του διακηρύχθηκε επίσημα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1998 μ.Χ.
Περισσότερα για τον Όσιο Ιωακείμ μπορείτε να διαβάσατε στις 2 Μαρτίου.
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη τοῦ Πολώκ
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη, κατὰ κόσμον Πρεντισλάβα, γεννήθηκε περὶ τὸ 1105 στὴ Ρωσία. Ἦταν θυγατέρα τοῦ πρίγκιπος τοῦ Πολὼκ Σβιατοσλάβου Γεωργίου Βσελόντοβιτς, ἀνιψιὰ τοῦ βασιλικοῦ πρίγκιπος Βσέσλαν Μπραγιασλάβιτς καὶ ἐξαδέλφη τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἐμμανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.
Ζοῦσε μὲ τὸν πατέρα της στὴν αὐλὴ τοῦ πατρογονικοῦ της θείου Μπόρις Βσεσλάβιτς, στὸ Πολώκ. Ἤδη ἀπὸ νηπιακὴ ἡλικία ἡ Πρεντισλάβα ἄκουσε τὴν κλήση τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία ποὺ οἱ πριγκίπισσες συνήθιζαν νὰ παντρεύονται (12 χρονῶν), ἄρχισε νὰ ἀρνεῖται ὅλους ὅσοι τῆς προτείνονταν καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ἡ θεία της, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ μείνει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Ἐπειδὴ ἦταν πολύ μορφωμένη, ἀφιερώθηκε στὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων καὶ μὲ τὰ ἔσοδα βοηθοῦσε τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες καὶ τοὺς φτωχούς. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἠλίας τῆς ἐμπιστεύθηκε τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος μαζὶ μὲ τὴν γειτονικὴ περιοχὴ, γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Σέλκο. Στὴν πράξη τῆς παραδόσεως ἦταν ἐπίσης παρὼν καὶ ὁ Μπόρις, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πατέρα της, ποὺ πέθανε τὸ 1128.
Ἀμέσως ὁ Ὁσία ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση γυναικείας μονῆς στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ μονάσουν καὶ ἡ ἀδελφή της Γκορισλάβα ἢ Γκραντισλάβα, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐδοξία καὶ μία ἐξαδέλφη της. Ὁ παλαιὸς βιογράφος διέδωσε τὴν πνευματική της συνομιλία μαζί τους καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες ποὺ εἶχαν τὴ μοναχικὴ κλήση. Ἀργότερα, ἔβαλε τὶς βάσεις γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς ἀνδρικῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὴ Θεοτόκο.
Τὴν ἴδια περίοδο, ὅμως, ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μία δραματικὴ στιγμὴ. Ἀφοῦ δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Πολόφσκυ, φανατικοὺς ἐχθροὺς τῶν Ρώσων, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Μστισλὰβ ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Πολώκ, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, προτιμοῦσαν νὰ ἀσκήσουν μία πολιτικὴ παρελκυστική. Ἀφοῦ βγῆκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν σύγκρουση, ὁ Μστισλάβ τιμώρησε τὴν οἰκογένεια τῆς Εὐφροσύνης ἐξορίζοντάς την στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1130. Μία ἀδελφή της, ὅμως, νυμφεύθηκε τὸν υἱὸ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι οἱ Ρῶσοι πρίγκιπες ἔγιναν δεκτοὶ μὲ εὔνοια στὴν πρωτεύουσα.
Καὶ γιὰ νὰ ἀντικρούσουν τὶς φῆμες περὶ ἀνανδρίας ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸν Μστισλάβ, συμμετεῖχαν μὲ ἀνδρεία σὲ ὁρισμένες μάχες κατὰ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μστισλάβ, ὁ ἀδελφὸς τῆς Εὐφροσύνης Δαβὶδ καὶ ὁ πατέρας της Σβιατοσλάβος ἐπέστρεψαν στὸ Πολὼκ φέρνοντας μάλιστα καὶ δῶρα ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.
Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὴν πλευρά του, συνεισέφερε στὴν ὑλοποίηση τοῦ ὀνείρου του, νὰ μεταμορφώσει τὴν ξύλινη ἐκκλησία ποὺ ἡ Εὐφροσύνη εἶχε κτίσει γιὰ τὸ μοναστήρι της σὲ πέτρινη. Ὁ ναὸς ὀνομάστηκε Σπασγιούρεβιτς Μστισλὰβ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Σωτήρα Χριστό. Οἱ ἐργασίες, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἀρχιτέκτονα Ἰβάν, ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1160, ἔτος τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ τοποθετήθηκε σκόπιμα ἐκεῖ δήλωνε μὲ ἀρκετὰ λεπτομερειακὸ τρόπο τὰ ἔξοδα ποὺ χρειάστηκαν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο καθαγιάσθηκαν ἕνας Σταυρὸς μὲ ἕξι πλευρὲς, ἔργο τοῦ δασκάλου Λάζαρου Μπογκός.
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔφερε πάντα μαζί της αὐτὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε λείψανα Ἑλλήνων Ἁγίων, ὅπως ἐπίσης καὶ μία εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἦταν μέρος τῶν δώρων τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀργότερα ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν ἀδελφή της Γκορισλάβα, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, διερχόμενη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπισκέφθηκε τὸ Ρωσικὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ἐκπληρώσει τὸ τάμα της. Εἶχε σκοπὸ νὰ πάει στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ εἴκοσι τέσσερις ἡμέρες ἔπρεπε νὰ παραμείνει κλινήρης στὸ Ρωσικὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 1173. Εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιασθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ὑπενθύμισαν ὅτι ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς μονῆς ἀπαγόρευε τὴν ταφὴ γυναικῶν στὴν ἐκκλησία τους. Γι’ αὐτὸ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στὴ Ἱερουσαλὴμ.
Σύμφωνα μὲ μία παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὸ Πατερικὸν τοῦ Κιέβου, μὲ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Σαλαντὶν τὸ 1187, οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ μετέφεραν τὸ ἱερὸ λείψανό της στὸ Κίεβο, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ἀναπτύχθηκε μία τοπικὴ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της.
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Πολὼκ ζήτησαν ἐπανειλημμένα τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὴν πόλη τους. Τὸ 1833, ὁ Γαβριὴλ, Ἐπίσκοπος τοῦ Βιτέμπσκ καὶ Μογκίλεβ, ἔκανε αἴτηση στὸν τσάρο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Κάτι ἄρχισε νὰ συζητεῖται περὶ τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ τὸ 1871, ὅταν ὁ Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἀρσένιος συναίνεσε στὴν ἐπιστροφὴ τμήματος τῶν ἱερῶν λειψάνων. Τὸ 1893, ὡστόσο, ὄχι μόνο ἡ αἴτηση ἀπορρίφθηκε, ἀλλὰ ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιμονὴ στὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο φαινόταν νὰ ἔχει φθάσει σὲ μηδενικὸ σημεῖο. Ἀντίθετα τὸ ζήτημα τέθηκε ἐκ νέου στὴν πανρωσικὴ ἱεραποστολικὴ διάσκεψη τοῦ Κιέβου (12 – 26 Ἰουλίου 1908). Ὀρίσθηκε μία ἐπιτροπή, ἡ ὁποία στὶς 29 Μαΐου 1909, ἐξέφρασε ἄποψη ὑπὲρ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων.
Ἀφοῦ ἐλήφθη ἡ συγκατάθεση τόσο τῆς Ἁγίας Συνόδου, ὅσο καὶ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1910, τὰ ἱερὰ λείψανα μὲ κάθε ἐπισημότητα μετεκομίσθηκαν στὸ Πολὼκ καὶ τὸ πρωὶ τῆς 23ης Μαΐου τοποθετήθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Ἁγίας Εὐφροσύνης.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν Σοβιὲτ τὰ ἱερὰ λείψανα ἀπομακρύνθηκαν ἐκ νέου καὶ τοποθετήθηκαν ἀρχικὰ στὸ μουσεῖο τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκκενώσεως τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1941 οἱ πιστοὶ τὰ ἀνέσυραν καὶ τὰ τοποθέτησαν στὴν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου Προστάτιδος τοῦ Βιτέμπσκ.
Τελικὰ, στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1943 ἐπιστράφηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Πολώκ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ φυλασσόταν στὸ καθολικὸ τῆς ἀνδρικῆς μονῆς, εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ 1239 ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ τὴν πῆρε καὶ τὴν μετέφερε στὴν ἐκκλησία τοῦ Τοροπὲτς στὸ πριγκιπάτο τοῦ Πσκώφ. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ μοναστήρι της, ἀνάμεσα στὸ 1579 καὶ τὸ 1580, παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Στέφανο στοὺς Ἰησουΐτες. Ὅταν τὸ 1656 ἡ περιοχὴ τοῦ Πολὼκ ἀνακαταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, ὁ ναὸς παραδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους. Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐπεστράφη στοὺς Ἰησουΐτες, μέχρι ποὺ τὸ 1835, μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁ τσάρος Νικόλαος Α’ τὸν παρέδωσε ὁριστικὰ στοὺς Ὀρθοδόξους. Πέντε χρόνια μετὰ ὁ ναὸς ξαναπῆρε ζωὴ μὲ μία γυναικεία μοναστικὴ κοινότητα.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Λεοντίου Ἐπισκόπου Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου. Σπούδασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Πετσέρσκϊυ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ροστὼβ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀρχιερατικὴ διακονία του μὲ ἔνθεο ζῆλο.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1073.
Σύναξις πάντων τῶν ἐν Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ διαλαμψάντων Ἁγίων
Ἡ ἑορτὴ ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ τῆς Ρωσίας καθιερώθηκε τὸ 1964, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἀλεξίου Β’ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποίοι μνημονεύονται εἶναι:
ὁ Ἱερομάρτυς Λεόντιος, Ἐπίσκοπος τοῦ Ροστώβ, οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Δανιὴλ Γκρεχοζαρούσκϊυ καὶ τριάντα μοναχοὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν διακόσιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ἡ Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Οὔγλιχ καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτὴν τριάντα πέντε μοναχὲς Μάρτυρες, οἱ Ὁσιομάρτυρες Ἀντωνίνος Ποκρόφσκϊυ, Γεράσιμος, Εὐθύμιος,
Βαρσανούφιος, Μακάριος, Ματθαῖος, Βασσιανός, Γουρίας, Ἰωήλ, Ἱλαρίων, Ἰωήλ, Ἀκάκιος, Ὀνούφριος, Ἰωσήφ, Γερόντιος, Λεόντιος, Τύχων, Φιλάρετος, Γελάσιος, Ἰωσήφ, Βασσιανός,
Χριστόφορος, Σεραφείμ, Γερμανός, Μάρκελλος, Νικήτας, Ἀρσένιος, Θεοδόσιος, Ἰωνᾶς, Ἰούδας, Συμεών, Μιχαήλ, Ἰωάννης, Μακάριος, Μάμων, Γρηγόριος, Νικηφόρος, Ἱλαρίων,
Ἀθανάσιος, Πολύευκτος, Κοσμᾶς καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χίλιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Θεόδωρος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἡσαΐας τοῦ Ροστώβ,
Συμεών τοῦ Ροστώβ, Λουκᾶς τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἰγνάτιος τοῦ Ροστώβ, Πρόχορος τοῦ Ροστώβ, Ἀντώνιος τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἰακὼβ τοῦ Ροστώβ,
Θεόδωρος Β’ τοῦ Ροστώβ, Στέφανος τῆς Πέρμ, Γρηγόριος ὁ Σοφὸς τοῦ Ροστώβ, Διονύσιος τοῦ Ροστώβ, Ἐφραὶμ τοῦ Ροστώβ, Τρύφων τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Α’ τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Β’
τοῦ Ροστώβ, Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ καὶ Δημήτριος τοῦ Ροστώβ. Οἱ μοναχοὶ Ἀβραὰμ τοῦ Ροστώβ, Νικήτας ὁ Στυλίτης τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἀβραὰμ τοῦ Περεγιασλάβλ, Πέτρος
Ὀρντύνσκϊυ, Συλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, Κύριλλος καὶ Μαρία τοῦ Ραντονέζ, Στέφανος τῆς Μόσχας, Ὀνήσιμος ὁ Φύλακας καὶ Ἐλισαῖος, διάκονος τοῦ Ραντονέζ,
Θεόδωρος καὶ Παῦλος τοῦ Ροστώβ, Ἐπιφάνιος ὁ Σοφός, Βαρλαὰμ Οὐλέγμνσκϊυ, Σεβαστιανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ, Ἀδριανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βογολέπιος τοῦ Οὔγκλιχ,
Κασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Ἰγνάτιος Πριλούσκϊυ, Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ, Λεωνίδας τῆς Ποσεσόνε, Κυπριανὸς Τρόπσκϊυ, Γεράσιμος Μπολντίνσκϊυ, Γεννάδιος τῆς
Κοστρόμα καὶ τοῦ Λγιουμπιμογκράντ, Ἰγνάτιος τῆς Λόμα, Ἰσαὰκ τῆς Λόμα, Εἰρήναρχος ὁ Ἐρημίτης τοῦ Ροστώβ, Δωρόθεος Γιούγκσκϊυ, Νικόδημος Κοζεοζέρσκϊυ, Διονύσιος τοῦ
Περεγιασλάβλ, Ἰωακείμ τῆς Σαρτόμα, Κορνήλιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Κύριλλος Μπορισσογκλέμπσκϊυ, Ποιμὴν τοῦ Ροστώβ. Οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Βασίλειος τοῦ Ροστώβ, Βασίλειος καὶ
Κωνσταντίνος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀλέξανδρος Νέφσκϊυ, Γκλὲμπ τοῦ Ροστώβ, Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Θεόδωρος τοῦ Σμολένσκ, καὶ οἱ υἱοί του Δαβὶδ καὶ Κωνσταντίνος, Βασίλειος τοῦ
Γιαροσλάβλ, Ἀνδρέας τοῦ Σμολένσκ, Ἀνδρέας τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ καὶ τῆς
Μόσχας. Οἱ «δίκαιοι» Θέκλα, Ἰωάννης ὁ Νέος τοῦ Οὔγκλιχ, οἱ «διὰ Χριστὸν σαλοὶ» Ἰσίδωρος τοῦ Ροστώβ, Σέργιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωάννης ὁ Τριχωτὸς τοῦ Ροστώβ, Ἰωάννης τῆς
Μόσχας, Στέφανος τοῦ Ροστώβ, Ἠλίας τοῦ Ντανίλοβο, Ἀθανάσιος τοῦ Ροστώβ, Ὀνούφριος τοῦ Ρομανώφ.
Ὁ Προφήτης Μανὴν
Ὁ Ἅγιος Μανὴν ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὡς προφήτης καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας: «Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρώδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος.
Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὅ πρσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν».
Ὁ Προφήτης Μανὴν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος ἔζησαν τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Ἐπιτάκιος θεωρεῖται ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούι τῆς Ἰσπανικῆς Γαλικίας, ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους ὡς δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπράγα τῆς Πορτογαλίας τὸ 60 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ εὐγενὴ Ρωμαϊκὴ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ζοῦσε στὴν πόλη Νάντη τῆς Γαλλίας. Ὁ Δονατιανὸς βαπτίσθηκε Χριστιανὸς καὶ κήρυττε μὲ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Ὅμως συνελήφθη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Ρικτοβάρου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ὁ Μάρτυρας μὲ γενναιότητα ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό.
Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ του παρακίνησε σὲ ὁμολογία πίστεως καὶ τὸν Ρογατιανὸ, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν πρόλαβε νὰ βαπτισθεῖ. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας οἱ δύο ἀδελφοὶ Μάρτυρες προσευχήθηκαν θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Κύριό μας. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄρχισαν καὶ πάλι τὰ βασανιστήρια. Διαπέρασαν τὶς κεφαλές τους μὲ λόγχες καὶ τελικὰ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ὁ Ρογατιανὸς βαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου τους.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν ναὸ στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν Μαρτύρων καὶ τὸ 1145 τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Νάντης.
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.
Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρλι τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν σθεναρὸς ἀντίπαλος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 406 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος Ἐπίσκοπος Λανγκρὲ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Γένοβα τῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.
Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν πόλη Λανγκρὲ τῆς Γαλλίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 407 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δέκα ἐννέα Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς μαρτύρησαν μαζὶ μἐ ἄλλους δέκα ἐννέα Χριστιανοὺς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στὴν Ἀφρικὴ, τὸ 430 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη 4ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βαϋὲξ στὴ Νορμανδία τῆς Γαλλίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 469 μ.Χ.
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς Βαλκαστορία, κοντὰ στὴ Νουρσία τῆς Ἰταλίας.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη τὸ 540 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐγκωμίασε σὲ λόγους του τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θαύματά τους.
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βιέννης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δεσιδέριος ἔζησε τὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτοὺν τῆς Γαλλίας. Σπούδασε στὴ Βιέννη, ὁπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος.
Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐργάσθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἔλεγξε τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸν ἔκλυτο τρόπο τοῦ βίου καὶ τὴν ἀδικία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διέβαλαν στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο († 12 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναγνώρισε τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος ἔλεγξε, ἐπίσης, καὶ τὸν βασιλέα Τιέρρυ τὸν Β’ τῆς Βουργουνδίας, τοῦ ὁποίου ὁ βίος ἦταν ἀνήθικος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίσθηκε. Ἐπέστρεψε στὴν Ἐπισκοπή του μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, ἀλλὰ δολοφονήθηκε τὸ 608 μ.Χ., μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως.
Ὁ Ὅσιος Συάγριος
Ὁ Ὅσιος Συάγριος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία. Ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 787 μ.Χ., στὴν πόλη Νίκαια τῆς Γαλλίας.
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἦταν βασιλέας τῶν Γεωργιανῶν (1125) καὶ υἱὸς τοῦ βασιλέα Δαβίδ Β’ τοῦ Ἰσχυροῦ ἢ Ἐπανορθωτοῦ (1089 – 1124). Ἔζησε κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα μ.Χ. καί, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ἔγινε μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμιανός.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1156.
Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας
Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Γκαλίτς
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἔφθασε στὴν πόλη Γκαλίτς τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὸ νότο περὶ τὸ 1385. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Γκαλὶτς καὶ ἀμέσως ἄρχισε τὸν σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα.
Στὸ Βίο ἀναφέρεται ὅτι μία φορὰ ὁ Ὅσιος Παΐσιος βρισκόταν σὲ ἕνα κελλὶ μαζὶ μὲ τὸν ἐρημίτη Κασσιανό, τὸν ἐπονομαζόμενο «Ἕλληνα», στὸν ποταμὸ Οὔκμα καὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Ἀδριανὸ καὶ Γεράσιμο. Ἐνῶ ἔψελναν τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ξαφνικὰ ἐπάνω σὲ ὁλόκληρο τὸ μοναστήρι ἐμφανίσθηκε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ οἱ μοναχοὶ ἄκουσαν μία φωνὴ ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ κελλί. Τρομαγμένοι, ἐξῆλθαν καὶ Ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἔδειξε ἕνα ὅραμα: τὴ Θεοτόκο, ποὺ καθόταν σὲ ἕναν θρόνο καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Βρέφος.
Οἱ μοναχοὶ ἔπεσαν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τοὺς εἶπε νὰ σηκωθοῦν καὶ τοὺς διαβίβασε τὴν ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου νὰ οἰκοδομήσουν σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Προστάτιδος Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς οἰκοδομήθηκε τὸ 1482 καὶ ὁ Ἀδριανὸς συμμετεῖχε στὴν κατασκευὴ τῆς πέτρινης ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ 1489 βοήθησε τὸν Ὅσιο Παΐσιο στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸν μικρὸ ποταμὸ Γκρέκοφ, στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ τοῦ Βόλγα, ποὺ ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Προστάτιδος Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ τῶν ἡγεμόνων τῆς περιοχῆς καὶ ἀντιστάθηκε στοὺς φεουδαρχικοὺς πολέμους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Μόσχα.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ βίο καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὁ Ὅσιος προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἐντείνει τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ νὰ προετοιμάζεται ἐσωτερικά, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1460 ἢ τὸ 1463 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Γιαροσλὰβλ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα μ.Χ. Μόνασε στὴν μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1219.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τὸ 1328 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1336.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1384.
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπῆρξαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ, ἱδρυτὴ τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος στὸ Οὔρλικ καὶ τὰ ὀνόματά τους ἐμφανίζονται στὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ποὺ συντέθηκε κατὰ τὸν 16ο ἢ 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν διήγηση πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Ὁσιος Ἀδριανὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους δέκα μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου καὶ ἀποθηκάριος τῆς μονῆς. Ἦταν πρωταγωνιστής, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Παΐσιο, σὲ μία θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὸ 1472.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου.
Ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὁ Βογολέπιος, πρὶν νὰ ἐγκαταβιώσει στὸ μοναστήρι, ἐργαζόταν σὲ ἕνα φοῦρνο καὶ συνέχισε αὐτὸ τὸ διακόνημα καὶ μέσα στὸ μοναστήρι.
Καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Βογολέπιο συνδέεται, ἐπίσης, μία διήγηση γιὰ μιὰ θαυμαστὴ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας. Ἐνῶ ἀντλοῦσε νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βόλγα, εἶδε νὰ ἐπιπλέει στὰ ὕδατα τοῦ ποταμοῦ μία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου λουσμένη σὲ οὐράνιο φῶς: ἦταν ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος. Ἀφήνοντας τὸ δοχεῖο στὸ νερὸ ὁ Ὅσιος Βογολέπιος ἔτρεξε βιαστικὰ στὸ μοναστήρι καὶ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς στὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ὁ Ἅγιος μοναχός, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀδριανό, τὸν Ὅσιο Βογολέπιο καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Βασσιανός, μετέφεραν μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα στὸ μοναστήρι.
Ὁ Ὅσιος Βογολέπιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος τοῦ Ζαονικιέφ, ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν στὴν ἔρημο τοῦ Ζαονικιέφ, στὴν περιοχὴ τοῦ Βλαδιμίρ, κοντὰ στὴν πόλη Βολογκντά.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Δανιὴλ τοῦ Γκρεχοζαρούσκϊυ, μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα μοναχοὺς καὶ διακόσιους λαϊκοὺς τοῦ Οὔγκλιχ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ρωσοπολωνικοῦ πολέμου τὸ 1608.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Θαυματουργός ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ, ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, ὅπως ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Περεγιασλάβλ. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».
Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων
Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Νικούλσκϊυ κοντὰ στὸ Νίζνιθ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Πσκώφ. Ἀξιώθηκε νὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, τὴν ὁποία πῆρε μαζί του καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 1622.
Περὶ τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Τὸ ὄνομά του συναντᾶμε σὲ χειρόγραφα τοῦ 17ου – 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κοντὰ στὴν πόλη Γιούρεβετς Ποβόλζσκ καὶ ἀκολούθως στὴν ἔρημο.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ ἐν Σαρτόμᾳ
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Σαρτόμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Πηγή:http://www.saint.gr/05/23/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/23/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου