Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Πυρόπληκτη γιαγιά με εγγονή 9 ετών καταγγέλλει: «Μας ζητάνε €50 τη μέρα για ένα δωμάτιο της συμφοράς. Δεν είναι άνθρωποι...»


Ο γολγοθάς των ανθρώπων που είδαν όλη τους τη ζωή να γίνεται στάχτη συνεχίζεται


Πρωινό τηλεφώνημα στην εφημερίδα. Στην άλλη άκρη της γραμμής, η σπασμένη φωνή μίας γυναίκας, ήχος παρατεταμένου λυγμού: 
«Καλημέρα σας, ονομάζομαι Σοφία Προφήτου Τσαγανού και είμαι ένα από τα θύματα της φωτιάς στο Μάτι. Μαζί με τον 89χρονο σύζυγό μου και την 9χρονη εγγονή μου γλυτώσαμε στο παρά ένα το απόγευμα του μεγάλου κακού. 
Το σπίτι μας έχει υποστεί μεγάλες ζημιές, μένουμε στο ξενοδοχείο Μ.Β (το πλήρες όνομα είναι γνωστό στο protothema.gr αλλά ο ιστότοπος επιφυλάσσεται για την αποκάλυψή του) και ο ιδιοκτήτης μας ενημέρωσε το βράδυ της Κυριακής ότι η φιλοξενία του τελείωσε για εμάς.
Πως αν θέλουμε να συνεχίσουμε να μένουμε εδώ θα πρέπει να του καταβάλουμε το ποσό των 50 ευρώ ημερησίως, 60 με πρωινό και 70 με βραδινό. Πείτε μου, σας παρακαλώ τι να κάνω... Πάω να τρελαθώ».

Σιγή. Λυγμών και λογικής. Της λέω να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ότι ίσως παρανόησε τα λόγια του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, πως δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια ασυνειδησία μερικά εικοσιτετράωρα μετά τον όλεθρο, ότι θα βρούμε λύση όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα: «Την ημέρα της φωτιάς σωθήκαμε από θαύμα. 
Η κόρη μου, η οποία είναι χήρα με τέσσερα παιδιά, έφυγε πριν από ένα χρόνο για να δουλέψει στην Αμερική. Στις αρχές του καλοκαιριού, μου έστειλε τις δύο εγγόνες μου για να μείνουν μαζί μου, η μία 18 και η άλλη 9 ετών. Τα παιδιά, όπως κι εμείς, είμαστε ζωντανοί χάρη στο Θεό. Δεν ξέρω πώς σωθήκαμε», λέει η κυρία Σοφία και συνεχίζει: «Τα δύο πρώτα βράδια μετά την φωτιά φιλοξενηθήκαμε σε ένα σπίτι φίλων στην Αθήνα αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο εκεί. 
Έπρεπε να γυρίσουμε κάπου κοντά στο Μάτι προκειμένου να είμαστε κοντά στο σπίτι. Να μιλήσουμε με τους ανθρώπους που έκαναν τις καταγραφές, να σώσουμε ό,τι μπορούσε να σωθεί, να ορθώσουμε τα συντρίμμια μας. Επιστρέψαμε στο σπίτι μαζί με την 9χρονη εγγονή μας, η μεγάλη φιλοξενείται σε κάποιους γνωστούς, αλλά ήταν αδύνατον να μείνουμε εκεί με ένα μικρό παιδί. 
Παντού αποκαΐδια και καπνός. Ρωτώντας εδώ κι εκεί, μία βοηθός καλόγριας μας είπε ότι το ξενοδοχείο M.Β  φιλοξενεί καλόγριες από το Λύρειο Ίδρυμα και ότι ίσως εκεί υπήρχε ένα δωμάτιο και για εμάς. Πράγματι, πήγαμε στο ξενοδοχείο, ρωτήσαμε στη reception και μας είπαν ότι υπάρχει ένα δωμάτιο στο πίσω κτήριο όπου φιλοξενούνται οι καλόγριες και πρόσφυγες από τη Συρία. 
Στο δωμάτιο που μας πήγαν δεν υπήρχε φως, παρά μόνο μία λάμπα στο μπάνιο, ούτε καν πρίζα για να φορτίσω το κινητό μου. Μείναμε εκεί για ένα βράδυ και την επομένη μας μετέφεραν σε κάποιο άλλο, κάπως πιο ανθρώπινο με την επισήμανση ότι οφείλουμε να βγαίνουμε μόνο από την πίσω έξοδο του ξενοδοχείου όπως κάνουν οι πρόσφυγες. 
Ότι μας απαγορεύεται να εμφανιστούμε στην κύρια έξοδο και στους μπροστινούς χώρους του ξενοδοχείου. Νιώσαμε σαν σκουπίδια, αλλά είπαμε πως δεν πειράζει. Πρόσφυγες είμαστε άλλωστε κι εμείς στην ίδια μας τη χώρα...»


«Αν δεν πληρώσετε, να φύγετε!»

Η φωνή της γυναίκας τώρα λυγίζει με την απανθρωπιά να αποτελεί το βασικό συστατικό της κάθε της πρότασης: «Το βράδυ της Κυριακής ωστόσο έγινε κάτι πέρα από κάθε φαντασία. Μία υπάλληλος του ξενοδοχείου, μας ενημέρωσε ότι ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να μας φιλοξενήσει άλλο. 
Πως αν θέλουμε να παραμείνουμε εκεί θα πρέπει να καταβάλουμε το ποσό των 50 ευρώ για κάθε ημέρα διαμονής, το οποίο με πρωινό θα ανεβαίνει στα 60 ευρώ και με βραδινό στα εβδομήντα. Πάθαμε σοκ. 
Αυτό είναι τουλάχιστον απάνθρωπο, δεν το χωράει ανθρώπινος νους. Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι μ' ένα μικρό παιδί. Αισθανόμαστε φρικτά. Δεν είναι για τα πενήντα ευρώ. Είναι για κάποιες ψυχές που δεν έχουν μέσα τους στάλα ανθρωπιάς», λέει η κυρία Σοφία και συνεχίζει: 
«Θα φύγουμε. Σαν μετανάστες, χειρότερα κι από μετανάστες. Δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους αλλά για αυτούς το κράτος έχει πόρους και συμπόνοια, για εμάς μόνο φωτιά κι αδιαφορία. Θα δούμε που θα πάμε. Υπάρχουν άνθρωποι που θα μας βοηθήσουν δεν ζητάμε ελεημοσύνη. Στη ζωή μας μάθαμε να βαδίζουμε με το κεφάλι ψηλά κι έτσι θα συνεχίσουμε και τώρα. 
Θα πάρουμε την εγγόνα μας από το χέρι και θα βγούμε στα καμμένα. Εκεί ίσως να έχει και περισσότερο οξυγόνο. Λυπάμαι που αναπνέω τον ίδιο αέρα με τέτοιους ανθρώπους, λυπάμαι βαθιά».

Λύπηση. Ούτε θυμός, ούτε οργή, ούτε τίποτα. Μόνο λύπηση... 
 «Τριβέλι Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου