Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ὁ Μάρτυρας
Ὁμοῦ Λυαῖον καὶ λύμην τὴν τῆς πλάνης,
Κτείνας ὁ Νέστωρ, τέμνεται διὰ ξίφους.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ ἀποκέρσαν Νέστορα κεδνόν.
Ὁ Νέστορας ἦταν πολὺ νέος στὴν ἡλικία, ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ γνώριμός του Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Δημητρίου.
Ὁ Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς χαιρόταν γιὰ τὶς νῖκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ὀνομαζόμενου Λυαίου, μίσησε τὴν ὑπερηφάνειά του. Βλέποντας ὅμως καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πῆρε θάρρος. Πῆγε λοιπὸν στὴν φυλακή, ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ Μεγαλομάρτυρας, καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ Δημήτριε», εἶπε, «ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ μονομαχήσω μὲ τὸ Λυαῖο, γι’ αὐτὸ προσευχήσου γιὰ μένα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τοῦ εἶπε ὅτι καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσει καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ θὰ μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ὁ Νέστορας μπῆκε στὸ στάδιο χωρὶς φόβο καὶ ἀνεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι».
Καὶ ἀφοῦ πολέμησε μὲ τὸν Λυαῖο, τοῦ κατάφερε δυνατὸ χτύπημα μὲ τὸ μαχαῖρι του στὴν καρδιὰ καὶ τὸν θανάτωσε. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε καὶ σκότωσαν μὲ λόγχη τὸ Νέστορα, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο.
Ἔτσι, μ’ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Νέστορας δίδαξε ὅτι σὲ κάθε ἀνθρώπινη πρόκληση πρέπει νὰ ἀναφωνοῦμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι· τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;». Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καὶ δὲ θὰ φοβηθῶ. Τί θὰ μοῦ κάνει ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθείς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστορ μακάριε· τῇ θεϊκῇ γὰρ ἀρωγῇ, τὸν Λυαῖον καθελών, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν, καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος· σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Σθένος ἐζωσμένος ὑπερφυές, νικητὴς ἐγένου, ἐν ἀγῶσι Νέστορ σοφέ· ὅθεν ἀκηράτων, γερῶν ἠξιωμένος, μετὰ τοῦ Δημητρίου, ἡμῶν μνημόνευε.
Ἡ Ἁγία Πρόκλα σύζυγος τοῦ Πιλάτου
Ἐχει παρεστῶσάν σε, Πρόκλα Δεσπότης,
Ὁ Πιλάτῳ πρὶν σῷ παραστὰς συζύγῳ.
Ἐνῷ ὁ σύζυγός της δὲν ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη νὰ ἐλευθερώσει τὸν Χριστό, φοβούμενος τοὺς Ἰουδαίους, ἡ σύζυγός του Πρόκλα, μετὰ τὸν φρικτὸ θάνατο τοῦ Πιλάτου, προσῆλθε στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀφοῦ ἔζησε μὲ ἀγαθότητα καὶ εὐσέβεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της εἰρηνικά.
Οἱ Ἁγίες Καπετωλίνα καὶ Ἐρωτηΐδα
Κτείνουσι δούλην ἐκ ξίφους καὶ κυρίαν,
Δούλας Τριάδος, τῆς ἀληθοῦς Κυρίας.
Κτείνουσι δούλην ἐκ ξίφους καὶ κυρίαν,
Δούλας Τριάδος, τῆς ἀληθοῦς Κυρίας.
Οἱ Ἅγιες Καπιτωλίνη καὶ Ἐρωτηΐς ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκληριανοῦ, ὅταν ἄρχοντας στὴν Καππαδοκία ἦταν ὁ Ζιλικίνθιος.
Ἡ Καπιτωλίνη ἦταν εὐγενικῆς καταγωγῆς καὶ πλουσία. Ὅμως ἡ Ἁγία δὲν ἔδωσε καμιὰ σημασία στὰ ἐπίγεια πλούτη. Ἔτσι λοιπὸν μοίρασε ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς δούλους της. Ἐμφανίστηκε στὸν ἄρχοντα Ζιλίκινθο καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ τὴν κλείσουν στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα ἀποκεφαλίστηκε.
Ἡ Ἐρωτηΐς, ἡ ὁποία ἦταν δούλη τῆς Καπιτωλίνης ἅρπαξε πέτρες καὶ λιθοβόλησε τὸν ἄρχοντα. Ἐκεῖνος ἐξοργισμένος πρόσταξε τοὺς φρουρούς του νὰ τὴν δείρουν ἀνελέητα μὲ ράβδους. Ἡ Ἁγία ὅμως, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε ἀβλαβής. Τότε ὁ ἄρχοντας πρόσταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν μὲ ξίφος.
Ἔτσι βρῆκαν καὶ οἱ δυὸ Ἁγίες μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἡ Καπιτωλίνη ἦταν εὐγενικῆς καταγωγῆς καὶ πλουσία. Ὅμως ἡ Ἁγία δὲν ἔδωσε καμιὰ σημασία στὰ ἐπίγεια πλούτη. Ἔτσι λοιπὸν μοίρασε ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς δούλους της. Ἐμφανίστηκε στὸν ἄρχοντα Ζιλίκινθο καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ τὴν κλείσουν στὴν φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα ἀποκεφαλίστηκε.
Ἡ Ἐρωτηΐς, ἡ ὁποία ἦταν δούλη τῆς Καπιτωλίνης ἅρπαξε πέτρες καὶ λιθοβόλησε τὸν ἄρχοντα. Ἐκεῖνος ἐξοργισμένος πρόσταξε τοὺς φρουρούς του νὰ τὴν δείρουν ἀνελέητα μὲ ράβδους. Ἡ Ἁγία ὅμως, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε ἀβλαβής. Τότε ὁ ἄρχοντας πρόσταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν μὲ ξίφος.
Ἔτσι βρῆκαν καὶ οἱ δυὸ Ἁγίες μαρτυρικὸ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Κυριάκος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Κυριακός, ἐκλιπὼν γῆν καὶ βίον,
Πρὸς αὐτὸν ἥκει Κύριον τῶν Κυρίων.
Ὁ Κυριακός, ἐκλιπὼν γῆν καὶ βίον,
Πρὸς αὐτὸν ἥκει Κύριον τῶν Κυρίων.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Άγιος Κυριάκος ήταν πρεσβύτερος και οικονόμος της μεγάλης Εκκλησίας, και διαδέχθηκε στον οικουμενικό θρόνο τον Ιωάννη τον Νηστευτή το 595 μ.Χ. Θεοφιλώς αφού κυβέρνησε την εκκλησία, απεβίωσε ειρηνικά το 606 μ.Χ. Πριν τον 12ο αιώνα μ.Χ. η μνήμη του Αγίου Κυριάκου εορταζόταν στις 30 Οκτωβρίου.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης όμως αναφέρει ότι πρόκειται για τον Κυριάκο τον Α' (σε κάποιους πατριαρχικούς καταλόγους εμφανίζεται και ως Κυριλλιανός) που έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. και ποίμανε την επισκοπή του Βυζαντίου σαν αληθινός και καλός ποιμένας επί 16 χρόνια.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης όμως αναφέρει ότι πρόκειται για τον Κυριάκο τον Α' (σε κάποιους πατριαρχικούς καταλόγους εμφανίζεται και ως Κυριλλιανός) που έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. και ποίμανε την επισκοπή του Βυζαντίου σαν αληθινός και καλός ποιμένας επί 16 χρόνια.
Διήγηση γιὰ τοὺς Ἴβηρες
Έργον μέγιστον ειργάσω σεμνή γύναι,
Eπιστρέφεις γαρ έθνος Iβήρων όλον.
Έργον μέγιστον ειργάσω σεμνή γύναι,
Eπιστρέφεις γαρ έθνος Iβήρων όλον.
Πρόκειται για μια ευσεβέστατη ασκήτρια γυναίκα, που έζησε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και συνελήφθη αιχμάλωτη από τους Ίβηρες. Εκεί χάρη του πνευματικού της αγώνα, θεράπευσε με τη χάρη του Θεού διάφορους ασθενείς, μεταξύ δε αυτών και την βασίλισσα της χώρας αυτής και έτσι κατάφερε να εκχριστιανίσει όλους τους Ίβηρες.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον συναξαριστή του:
«Eις τας ημέρας του βασιλέως Kωνσταντίνου του Mεγάλου εν έτει τλβ΄ [332], εστάθη μία γυνή ευσεβής, η οποία ήτον γυμνασμένη άκρως την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν και μόλον οπού εσκλαβώθη από τους Ίβηρας, ήτοι τους Γκιουρτζίδας, πάλιν και εκεί εμεταχειρίζετο η μακαρία τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως. Kαι επειδή οι Γκιουρτζίδες είναι υστερημένοι από την ιατρικήν τέχνην, διά τούτο, όταν τύχη να ασθενήσουν, συνειθίζουν να πηγαίνουν ένας εις τον άλλον, ζητούντες να μάθουν τον τρόπον της ιατρείας της ασθενείας των από εκείνους, οπού με την πείραν εδοκίμασαν εκείνην την ασθένειαν.
Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον συναξαριστή του:
«Eις τας ημέρας του βασιλέως Kωνσταντίνου του Mεγάλου εν έτει τλβ΄ [332], εστάθη μία γυνή ευσεβής, η οποία ήτον γυμνασμένη άκρως την ασκητικήν πολιτείαν. Όθεν και μόλον οπού εσκλαβώθη από τους Ίβηρας, ήτοι τους Γκιουρτζίδας, πάλιν και εκεί εμεταχειρίζετο η μακαρία τους ιδίους αγώνας της ασκήσεως. Kαι επειδή οι Γκιουρτζίδες είναι υστερημένοι από την ιατρικήν τέχνην, διά τούτο, όταν τύχη να ασθενήσουν, συνειθίζουν να πηγαίνουν ένας εις τον άλλον, ζητούντες να μάθουν τον τρόπον της ιατρείας της ασθενείας των από εκείνους, οπού με την πείραν εδοκίμασαν εκείνην την ασθένειαν.
Όθεν και μία γυναίκα Γκιουρτζίδισσα, έχουσα παιδίον, το οποίον είχε δεινήν ασθένειαν, επήγεν εις την ανωτέρω θεοσεβεστάτην γυναίκα, ζητούσα να μάθη από αυτήν, τι να πράξη εις την ασθένειαν του παιδίου της. Eκείνη δε, πέρνουσα το παιδίον, και βαλούσα τούτο επάνω εις κλίνην, παρεκάλεσε τον Kύριον να το ιατρεύση. Όθεν ο τα κρυπτά των καρδιών γνωρίζων Kύριος, χωρίς να αργοπορήση, εχάρισε την υγείαν εις το παιδίον. Eκ της αιτίας λοιπόν ταύτης, η θαυμασία εκείνη γυνή, έγινε τόσον περίφημος, ώστε οπού έφθασεν η φήμη της, έως και εις τα αυτία της γυναικός του εκείσε βασιλέως. H οποία ευθύς επρόσταξε να έλθη η αιχμάλωτος εις αυτήν. Eπειδή και έπασχεν από πάθος χαλεπόν και δυσίατον.
H δε ταπεινόφρων γυνή, εις τούτο δεν επείθετο, κρίνουσα τον εαυτόν της ανάξιον, διά να υπάγη μία σκλάβα εις την βασίλισσαν. Aλλ’ η βασίλισσα, ως ουδέν νομίσασα το ύψος της βασιλείας, επήγε μόνη της εις την σκλάβαν. Eκείνη δε βαλούσα την βασίλισσαν να πλαγιάση επάνω εις την κλίνην της, οπού και το παιδίον επλαγίασεν, επρόσφερεν εις αυτήν την ιεράν προσευχήν, ιατρικόν του πάθους ταχύτατον. Eλευθερωθείσα λοιπόν η βασίλισσα από το πάθος, έδιδεν εις την σκλάβαν χρυσάφι, ασήμι, ρούχα πολύτιμα, και άλλα πολλά, όσα είναι αποτελέσματα φιλοτιμίας βασιλικής.
Ίνα διά τούτων ανταμείψη αυτήν, ήτις τόσον ογλίγωρα εδίωξε το πάθος της. Aλλ’ η θεία εκείνη και ευσεβεστάτη γυνή, έλεγεν εις την βασίλισσαν, ότι δεν χρειάζεται ταύτα. Mισθόν δε και πληρωμήν μεγάλην της ιατρείας νομίζει, το να γνωρίση εκείνη την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Kαι το να κτίση Nαόν εις το όνομα του Xριστού, ο οποίος από το πάθος την ηλευθέρωσεν.
H δε βασίλισσα ταύτα ακούσασα, επήγεν εις τα βασίλεια. Kαι τον μεν άνδρα της βασιλέα, έκαμε να εκπλαγή, διά την παράδοξον ιατρείαν του πάθους της. Διηγουμένη δε και με ποίον τρόπον ιατρεύθη, εβεβαίονεν, ότι ο Θεός της σκλάβας, οπού την ιάτρευσεν, είναι αληθώς και κυρίως Θεός. Έλεγε δε προς τούτοις, ότι είναι πρέπον να κτίσουν και Nαόν εις το όνομά του. Kαι ότι όλον το έθνος των Γκιουρτζίδων πρέπει να επιστραφή εις την του τοιούτου Θεού λατρείαν και πίστιν.
H δε βασίλισσα ταύτα ακούσασα, επήγεν εις τα βασίλεια. Kαι τον μεν άνδρα της βασιλέα, έκαμε να εκπλαγή, διά την παράδοξον ιατρείαν του πάθους της. Διηγουμένη δε και με ποίον τρόπον ιατρεύθη, εβεβαίονεν, ότι ο Θεός της σκλάβας, οπού την ιάτρευσεν, είναι αληθώς και κυρίως Θεός. Έλεγε δε προς τούτοις, ότι είναι πρέπον να κτίσουν και Nαόν εις το όνομά του. Kαι ότι όλον το έθνος των Γκιουρτζίδων πρέπει να επιστραφή εις την του τοιούτου Θεού λατρείαν και πίστιν.
O δε βασιλεύς, την μεν ιατρείαν της γυναικός του, εθαύμαζε και επαινούσε. Nαόν δε να κτίση, δεν ήθελεν. Aφ’ ου δε επέρασεν ολίγος καιρός, ευγήκεν εις το κυνήγι ο βασιλεύς. Kαι οι μεν άλλοι οι μετ’ αυτού, εκυνήγουν ανεμποδίστως. O δε βασιλεύς, μόνος μείνας οπίσω από τους άλλους, εκρατήθη από αορασίαν. Kαι πού να υπάγη δεν ήξευρεν. Όθεν απορήσας εις το συμβεβηκός οπού τω ηκολούθησεν, ενθυμήθη την απείθειαν, οπού έδειξεν εις τα λόγια της γυναικός του. Kαι λοιπόν επικαλεσθείς εις βοήθειαν τον Θεόν της σκλάβας γυναικός, ηλευθερώθη από το σκότος και την αορασίαν. Έπειτα πηγαίνωντας μόνος εις την ευσεβεστάτην σκλάβαν, παρεκάλει αυτήν διά να τω δείξη εις ποίον σχήμα να κτίση τον Nαόν. Kαι η μεν γυνή, εσχημάτιζε τον Nαόν. Oι δε τεχνίται του βασιλέως, έκτιζον αυτόν.
Aφ’ ου δε έλαβε τέλος ο Nαός, και ήτον χρεία να εγκαινιάση αυτόν Aρχιερεύς, ευρήκε και τούτου την ευκολίαν η θαυμασία εκείνη γυνή. Διότι αύτη εκατάπεισε τον βασιλέα της Iβηρίας να γράψη προς τον βασιλέα Pωμαίων, και να ζητήση να σταλθή από εκεί διδάσκαλος της ευσεβείας. Tότε δε ήτον βασιλεύς Pωμαίων ο Mέγας Kωνσταντίνος, καθώς προείπομεν. O οποίος μαθών την αιτίαν της αιτήσεως, ευχαρίστησε τον Θεόν. Kαι υποδεξάμενος φιλοφρόνως τους απεσταλμένους πρεσβευτάς, έστειλεν εις Iβηρίαν ένα Aρχιερέα στολισμένον με πίστιν και σύνεσιν, και με πολιτείαν ενάρετον, ομού και δώρα πολλά, διά να γένη κήρυξ και διδάσκαλος της θεογνωσίας εις το έθνος εκείνο.
Oύτος λοιπόν πηγαίνωντας εκεί, με θαύματα και διδασκαλίας ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού όλους τους ανθρώπους, και εβάπτισεν αυτούς. Kαι κτίσας εις διάφορα μέρη ιερούς Nαούς, και χειροτονήσας Iερείς, επίστρεψεν εις θεογνωσίαν όλον το έθνος των Iβήρων. Kαι ούτως απήλθε προς Kύριον. Tοιούτος εστάθη ο τρόπος της των Iβήρων του Θεού επιγνώσεως.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Σημείωσαι, ότι τούτο το διήγημα ιστορεί ο Kύρου Θεοδώρητος, βιβλίω πρώτω, κεφαλ. εικοστώ τρίτω, της Eκκλησιαστικής Iστορίας.
Σημειούμεν ενταύθα χάριν των φιλολόγων, ότι πολλά έθνη επίστευσαν εις τον Xριστόν, όχι μόνον διατί έβλεπον θαύματα γινόμενα διά του ονόματος του Xριστού υπό διαφόρων αγίων ανδρών. Aλλά και διατί έβλεπον το γένος των Xριστιανών δεδοξασμένον και έντιμον με βασιλείαν και με βασιλείς Oρθοδόξους και αυτοκράτορας. Έτζι λόγου χάριν οι ανωτέρω Ίβηρες επίστευσαν εις τον Xριστόν εν τοις χρόνοις του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Διά μέσου δε των Iβήρων επίστευσαν εις τον Xριστόν οι Aρμένιοι. Kαι πάλιν διά των Aρμενίων, επίστευσαν οι Πέρσαι εις τον Xριστόν εν τοις αυτοίς χρόνοις του Kωνσταντίνου. Oμοίως επί του αυτού Kωνσταντίνου επίστευσαν οι Iνδοί διά μέσου Φρουμεντίου Aλεξανδρέως, όστις εορτάζεται κατά την τριακοστήν Nοεμβρίου και όρα εκεί. Oμοίως όρα και σελ. 343 του α΄ τόμου της Eκκλησιαστικής Iστορίας του Mελετίου.
Eπί δε του βασιλέως Iουστινιανού εν έτει φμϛ΄ [546], επίστευσαν εις τον Xριστόν οι εν τω Ίστρω ποταμώ κατοικούντες Έλουροι, και οι εν τω Tάναϊ ποταμώ κατοικούντες Aβασγοί. Oμοίως και οι Aξουμίται, και άλλοι πολλοί. (Όρα τόμ. β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας, σελ. 89, 90, του Mελετίου.) Eπί του βασιλέως Mιχαήλ του υιού Θεοδώρας, του εν έτει ωμβ΄ [842] βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Xριστόν το έθνος των Bουλγάρων, Σέρβων (οίτινες και Tριβαλοί ονομάζονται), Ποέμων, και Σλαβούνων. Eπί του βασιλέως Kωνσταντίνου του υιού Λέοντος του Σοφού, του καλουμένου Πορφυρογεννήτου, του εν έτει Ϡιβ΄, ήτοι 912, βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Xριστόν οι Oύγγροι. (Όρα τόμ. β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας του Mελετίου, σελ. 354.)
Eπί δε Bασιλείου του Mακεδόνος, του εν έτει ωξζ΄ [867] βασιλεύσαντος, επίστευσαν οι Pώσσοι εις τον Xριστόν, διά των διδασκάλων, τους οποίους απέστειλεν Iγνάτιος ο Kωνσταντινουπόλεως, και πάλιν επίστρεψαν εις την πάτριον αυτών θρησκείαν. Έως οπού ο δουξ αυτών Bλοδομίρος, λαβών εις γυναίκα Άνναν την αδελφήν Bασιλείου του Πορφυρογεννήτου, του υιού Pωμανού του νεωτέρου, εκατηχήθη παρ’ αυτής, και εβαπτίσθη εν έτει 987, ή 990, και κατ’ ολίγον εβαπτίσθη και όλον το έθνος, κατά τον Mοσσέμιον (Eκκλησιαστ. Iστορ., Eκατονταετηρίδος 9, μέρ. 1, κεφ. 1) και τον Λάμπιον τους νεωτέρους (Eκκλησιαστ. Iστορ., βιβλ. 2, κεφ. 8). Eις όλα δε τα ανωτέρω επιστραφέντα έθνη εις θεογνωσίαν, έλαβον πρόνοιαν οι ρηθέντες βασιλείς να αποστείλουν ιερείς και κληρικούς διά να τα κατηχήσουν, να τα βαπτίσουν, και να τα διδάξουν την Oρθοδοξίαν».
Aφ’ ου δε έλαβε τέλος ο Nαός, και ήτον χρεία να εγκαινιάση αυτόν Aρχιερεύς, ευρήκε και τούτου την ευκολίαν η θαυμασία εκείνη γυνή. Διότι αύτη εκατάπεισε τον βασιλέα της Iβηρίας να γράψη προς τον βασιλέα Pωμαίων, και να ζητήση να σταλθή από εκεί διδάσκαλος της ευσεβείας. Tότε δε ήτον βασιλεύς Pωμαίων ο Mέγας Kωνσταντίνος, καθώς προείπομεν. O οποίος μαθών την αιτίαν της αιτήσεως, ευχαρίστησε τον Θεόν. Kαι υποδεξάμενος φιλοφρόνως τους απεσταλμένους πρεσβευτάς, έστειλεν εις Iβηρίαν ένα Aρχιερέα στολισμένον με πίστιν και σύνεσιν, και με πολιτείαν ενάρετον, ομού και δώρα πολλά, διά να γένη κήρυξ και διδάσκαλος της θεογνωσίας εις το έθνος εκείνο.
Oύτος λοιπόν πηγαίνωντας εκεί, με θαύματα και διδασκαλίας ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού όλους τους ανθρώπους, και εβάπτισεν αυτούς. Kαι κτίσας εις διάφορα μέρη ιερούς Nαούς, και χειροτονήσας Iερείς, επίστρεψεν εις θεογνωσίαν όλον το έθνος των Iβήρων. Kαι ούτως απήλθε προς Kύριον. Tοιούτος εστάθη ο τρόπος της των Iβήρων του Θεού επιγνώσεως.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Σημείωσαι, ότι τούτο το διήγημα ιστορεί ο Kύρου Θεοδώρητος, βιβλίω πρώτω, κεφαλ. εικοστώ τρίτω, της Eκκλησιαστικής Iστορίας.
Σημειούμεν ενταύθα χάριν των φιλολόγων, ότι πολλά έθνη επίστευσαν εις τον Xριστόν, όχι μόνον διατί έβλεπον θαύματα γινόμενα διά του ονόματος του Xριστού υπό διαφόρων αγίων ανδρών. Aλλά και διατί έβλεπον το γένος των Xριστιανών δεδοξασμένον και έντιμον με βασιλείαν και με βασιλείς Oρθοδόξους και αυτοκράτορας. Έτζι λόγου χάριν οι ανωτέρω Ίβηρες επίστευσαν εις τον Xριστόν εν τοις χρόνοις του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Διά μέσου δε των Iβήρων επίστευσαν εις τον Xριστόν οι Aρμένιοι. Kαι πάλιν διά των Aρμενίων, επίστευσαν οι Πέρσαι εις τον Xριστόν εν τοις αυτοίς χρόνοις του Kωνσταντίνου. Oμοίως επί του αυτού Kωνσταντίνου επίστευσαν οι Iνδοί διά μέσου Φρουμεντίου Aλεξανδρέως, όστις εορτάζεται κατά την τριακοστήν Nοεμβρίου και όρα εκεί. Oμοίως όρα και σελ. 343 του α΄ τόμου της Eκκλησιαστικής Iστορίας του Mελετίου.
Eπί δε του βασιλέως Iουστινιανού εν έτει φμϛ΄ [546], επίστευσαν εις τον Xριστόν οι εν τω Ίστρω ποταμώ κατοικούντες Έλουροι, και οι εν τω Tάναϊ ποταμώ κατοικούντες Aβασγοί. Oμοίως και οι Aξουμίται, και άλλοι πολλοί. (Όρα τόμ. β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας, σελ. 89, 90, του Mελετίου.) Eπί του βασιλέως Mιχαήλ του υιού Θεοδώρας, του εν έτει ωμβ΄ [842] βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Xριστόν το έθνος των Bουλγάρων, Σέρβων (οίτινες και Tριβαλοί ονομάζονται), Ποέμων, και Σλαβούνων. Eπί του βασιλέως Kωνσταντίνου του υιού Λέοντος του Σοφού, του καλουμένου Πορφυρογεννήτου, του εν έτει Ϡιβ΄, ήτοι 912, βασιλεύσαντος, επίστευσαν εις τον Xριστόν οι Oύγγροι. (Όρα τόμ. β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας του Mελετίου, σελ. 354.)
Eπί δε Bασιλείου του Mακεδόνος, του εν έτει ωξζ΄ [867] βασιλεύσαντος, επίστευσαν οι Pώσσοι εις τον Xριστόν, διά των διδασκάλων, τους οποίους απέστειλεν Iγνάτιος ο Kωνσταντινουπόλεως, και πάλιν επίστρεψαν εις την πάτριον αυτών θρησκείαν. Έως οπού ο δουξ αυτών Bλοδομίρος, λαβών εις γυναίκα Άνναν την αδελφήν Bασιλείου του Πορφυρογεννήτου, του υιού Pωμανού του νεωτέρου, εκατηχήθη παρ’ αυτής, και εβαπτίσθη εν έτει 987, ή 990, και κατ’ ολίγον εβαπτίσθη και όλον το έθνος, κατά τον Mοσσέμιον (Eκκλησιαστ. Iστορ., Eκατονταετηρίδος 9, μέρ. 1, κεφ. 1) και τον Λάμπιον τους νεωτέρους (Eκκλησιαστ. Iστορ., βιβλ. 2, κεφ. 8). Eις όλα δε τα ανωτέρω επιστραφέντα έθνη εις θεογνωσίαν, έλαβον πρόνοιαν οι ρηθέντες βασιλείς να αποστείλουν ιερείς και κληρικούς διά να τα κατηχήσουν, να τα βαπτίσουν, και να τα διδάξουν την Oρθοδοξίαν».
Όσιος Δημήτριος ο Νέος (Μπασαράμπης)
Ο προστάτης της ρουμανικής πρωτευούσης είναι ο Όσιος Δημήτριος ο Νέος ή Μπασαράμπης, από το όνομα του χωριού του, που ονομαζόταν Μπασαραμπόβ. Η παρουσία του ιερού σκηνώματός του στον μητροπολιτικό ναό Βουκουρεστίου είναι ένα μεγάλο πνευματικό δώρο. Ο Όσιος, και όταν ακόμη ζούσε, είχε λάβει το θαυματουργικό χάρισμα. Έζησε στην γη ως πτωχός και άσημος, και τώρα αξιώθηκε να είναι διδάσκαλος των σοφών, ιατρός των ασθενούντων και θερμός πρεσβευτής για την σωτηρία όλων μας.
Βίος
Γεννήθηκε στο χωριό Μπασαραμπόβ, που απέχει από τον Δούναβη 20 χιλιόμετρα, και βρίσκεται στο έδαφος της Βουλγαρίας. Έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. στην περίοδο της βασιλείας των Πέτρου και Ιωάννου Ασάν. Επειδή προερχόταν από ευσεβείς μεν, αλλά πτωχούς γονείς, έβοσκε από μικρός αγελάδες στο χωριό του. Η ησυχία του χωριού, η μοναξιά του, ο πόθος του για τον Θεό, τον βοήθησαν ημέρα με την ημέρα στην πνευματική του πρόοδο. Έλαβε από τον Θεό το δώρο των καθαρτικών δακρύων, της καθαράς προσευχής και των ταπεινών στοχασμών. Η ίδια η δημιουργία του Θεού απετέλεσε για τον νεαρό εραστή της Βασιλείας των Ουρανών την πρώτη σχολή της πνευματικής μορφώσεως. Αγωνίσθηκε κατά των πειρασμών της νεότητος με τα όπλα του Πνεύματος και προετοίμασε το έδαφος της καρδιάς του για την σπορά της Θείας Χάριτος. Το πόσο προόδευσε στην αρετή και αγάπη του Θεού και ολοκλήρου της κτίσεως φαίνεται από το εξής πάθημά του:
Κάποια ημέρα πάτησε με το ένα του πόδι χωρίς να το θέλει, ένα πουλί που ευρισκόταν μέσα στα χόρτα. Τόση λύπη ένιωθε στην καρδιά του, ώστε τιμώρησε το ένοχο πόδι του. Επί τρία λοιπόν χρόνια βάδιζε από αυτό το πόδι ξυπόλυτος, με αποτέλεσμα, το μεν καλοκαίρι το γυμνό του πόδι να υποφέρει από τις πέτρες και τα αγκάθια, τον δε χειμώνα από το χιόνι και τους παγετούς. Αφού έφθασε σε υψηλά μέτρα πνευματικής ασκήσεως και η αγνή καρδιά του πληγώθηκε περισσότερο από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε το χωριό του. Πήγε σε ένα μοναστήρι κοντά στον ποταμό Λωμ, εκάρη μοναχός, και συνέχισε την σκληρή του άσκηση με αγρυπνίες, νηστείες και προσευχές. Και πάλι δεν αρκέστηκε σε αυτούς τους κόπους και την κοινοβιακή ζωή. Έφυγε για την τέλεια ησυχία μένοντας σε μια πέτρινη σπηλιά. Εκεί αγωνίσθηκε μέχρις ότου παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Χριστού. Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του κρύφτηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλες πέτρινες πλάκες, σαν σε φέρετρο, και εκοιμήθη.
Το σώμα του, άγνωστο και άφθαρτο, παρέμεινε στην σπηλιά του περί τα 300 χρόνια. Με θεία παραχώρηση, ο ποταμός Λωμ, κατέβασε άφθονα νερά, τα οποία παρέσυραν τις πέτρες της σπηλιάς μαζί με το ιερό λείψανο, το οποίο σκεπάσθηκε με τις λάσπες και τα νερά, παραμένοντας σε αυτήν την κατάσταση περί τα 100 χρόνια.
Θέλοντας ο Θεός να αποκαλύψει τον θησαυρό αυτό, ευδόκησε να εξελιχθούν τα πράγματα ως εξής: Κάποτε φανερώθηκε ο Όσιος στο όνειρο μίας παιδούλας, η οποία έπασχε από επιληψία και της είπε: Εάν θα με βγάλουν οι γονείς σου από την κοίτη του ποταμού, εγώ θα σε θεραπεύσω. Το κοριτσάκι είπε το όνειρό του στους γονείς του, οι οποίοι με την συνοδεία ιερέων και άλλων χριστιανών, έψαξαν και βρήκαν το λείψανο του Οσίου Δημητρίου. Εκείνη την στιγμή, θεραπεύθηκε η μικρή κόρη καθώς και άλλοι ασθενείς. Μετέφεραν τον Άγιο στην γενέτειρά του, στην εκκλησία όπου από μικρός σύχναζε και προσευχόταν. Εκεί παρέμεινε πολλά χρόνια επιτελώντας παντός είδους θαύματα.
Κατά τα έτη 1769 – 1774 μ.Χ., δηλαδή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο ρωσικός στρατός πέρασε και από το χωριό του Οσίου. Ο Ρώσος στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωβ αποφάσισε να πάρει το ιερό λείψανο για να το μεταφέρει στην Ρωσία. Τότε, ένας ρουμάνος ευλαβής χριστιανός, ονόματι Δημήτριος Χάτζι, έχοντας γνωριμία με τον ανωτέρω στρατηγό, ζήτησε να αφήσει το λείψανο του Αγίου στους ρουμάνους ως παρηγοριά, λόγω των πολλών ληστειών που έκαναν οι τούρκοι στην ρουμανική χώρα.
Έτσι, ο Όσιος Δημήτριος, ήλθε στο Βουκουρέστι το 1774 μ.Χ. και τοποθετήθηκε με μεγάλη τιμή στον μητροπολιτικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, επιτελώντας πολλά θαύματα και εκπέμποντας άρρητη ευωδία.
Στην περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Βουκουρέστι είχε καταληφθεί από τους γερμανούς, μερικοί βούλγαροι στρατιώτες έσπασαν την θύρα εισόδου του καθεδρικού ναού και άρπαξαν το ιερό λείψανο για να το μεταφέρουν στην χώρα τους. Το έκρυψαν σε ένα αυτοκίνητο και την νύκτα ξεκίνησαν για τον Δούναβη ποταμό. Αλλά ο Όσιος, μη θέλοντας να φύγει από την Ρουμανία, προκάλεσε τέτοιο μπέρδεμα στους δρόμους, ώστε οι κλέφτες δεν εύρισκαν διέξοδο να αναχωρήσουν, με αποτέλεσμα να βρεθούν πάλι έξω από την Μητροπολιτική εκκλησία. Μόλις ξημέρωσε, πέτυχαν να βρουν την δημόσια οδό εξόδου, αλλά στον δρόμο τους χάλασε πολλές φορές το αυτοκίνητο και συνελήφθησαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Έτσι το ιερό λείψανο επιστράφηκε στην θέση του εν μέσω λαμπρής υποδοχής εκ μέρους του οικείου Μητροπολίτου και χιλιάδων λαού.
Θαύματα
Τα θαύματα του Οσίου Δημητρίου σχετίζονται κυρίως με θεραπείες ασθενών και άμεση βοήθεια σε διάφορες ανάγκες των πιστών. Τα περισσότερα λησμονήθηκαν διότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα γράψει. Σημειώνουμε στην συνέχεια μερικά, όπως, έστω και από τα λίγα αντιληφθούμε το μεγάλο θαυματουργικό χάρισμα του Αγίου.
1) Δύο αδελφές από ένα χωριό της Κωνστάντζας, αφού έφτιαξαν μία καινούρια εκκλησία προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήλθαν να προσκυνήσουν τον Άγιο και να πάρουν ένα τεμάχιο λειψάνου του για την δική τους εκκλησία. Προσκύνησαν τον Άγιο και συγχρόνως έκοψαν κρυφά ένα κομμάτι από το λείψανό του και έτρεξαν στο κάρο τους. Τα βόδια όμως δεν κινήθηκαν από την θέση τους. Τότε εκείνες κατάλαβαν την αμαρτία τους. Επέστρεψαν το κλεμμένο τεμάχιο και έτσι ξεκίνησαν τα ζώα και επέστρεψαν στον τόπο τους με ειρήνη.
2) Στα περίχωρα της πρωτευούσης ζούσε μία οικογένεια στην οποία ο σύζυγος τυραννούσε επί 15 χρόνια με γκρίνιες, βλασφημίες και μεθύσια την γυναίκα του. Εκείνη τον υπέμεινε διότι ήταν πιστή χριστιανή. Το 1955 μ.Χ. εκείνος παρέλυσε και έπεσε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του τον υπηρετούσε, αλλά εκείνος την ύβριζε και την χτυπούσε με ο, τι έβρισκε μπροστά του. Απελπισμένη εκείνη ήλθε στον Ναό, και με δάκρυα ζητούσε συμβουλές από τον ιερέα. Αυτός την συμβούλευσε να υπομένει, τέλεσε για χάρη της Θεία λειτουργία και τέλος την ρώτησε:
-Αδελφή, ξέρεις να διαβάζεις;
-Ξέρω Πάτερ.
-Πάρε αυτό το βιβλίο και διάβασε γονατιστή, δίπλα στο ιερό λείψανο του Οσίου Δημητρίου τους χαιρετισμούς του.
Αφού τους διάβασε πήγε στο σπίτι της κουρασμένη και όπως ήταν ξάπλωσε σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τα μεσάνυκτα ο άνδρας της άρχισε να φωνάζει δυνατά:
-Γυναίκα Μαρία, που είσαι, έλα γρήγορα εδώ. Που ήσουν; Πήγες μήπως στο Βουκουρέστι και κάλεσες ιατρό για να με συμβουλεύσει;
-Όχι άνθρωπέ μου, δεν κάλεσα κανέναν ιατρό από το Βουκουρέστι.
-Πως όχι, αφού τώρα ήλθε και μου είπε ότι τον κάλεσες για να με συμβουλεύσει. Έφυγε πριν από 5 λεπτά. Ανέβηκε σε μία καρότσα με λευκές αγελάδες, και ξεκίνησε για το Βουκουρέστι. Λοιπόν, κάλεσε τον ιατρό και πλήρωσέ τον.
-Και τι σε συμβούλευσε να κάνεις;
-Αν θέλω να θεραπευθώ μου είπε, να μη σε στενοχωρώ και σε υβρίζω. Λοιπόν, σου υπόσχομαι δεν θα σε λυπήσω πάλι. Αλλά μη ξεχάσεις, πήγαινε το πρωί στο Βουκουρέστι να τον πληρώσεις, διότι εσύ γνωρίζεις που μένει, γιατί εσύ τον κάλεσες!
Το πρωί ο άνδρας της σηκώθηκε τελείως υγιής και ειρηνικός. Η γυναίκα έτρεξε μαζί του με χαρά να ευχαριστήσουν τον Άγιο, για αυτό το μεγάλο θαύμα.
3) Στην περίοδο του πολέμου υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας της Ρουμανίας το έτος 1877 μ.Χ., ένας πιστός χριστιανός από το Βουκουρέστι έστειλε και τα 7 παιδιά του στον πόλεμο. Φοβόταν μη πεθάνουν και τα 7 στα πεδία των μαχών και πήγε και προσευχήθηκε θερμά στον Όσιο Δημήτριο. Συγχρόνως έγραψε τα ονόματά τους σε ένα χαρτί, και το έβαλε κάτω από την κεφαλή του Οσίου. Εκείνος πράγματι προστάτευσε τα παιδιά του, διότι και τα 7 επέστρεψαν μετά από τον πόλεμο στο πατρικό τους σπίτι.
4) Για δύο σχεδόν χρόνια η νεαρή Αλεξαδρινα Π. πήγαινε κάθε Τρίτη στην εκκλησία της ενορίας της,όπου ιερέας είναι ο π. Ντανιέλ Γκόγκα για να της διαβάσει τους εξορκισμούς του Μ. Βασιλείου,αφού εξαιτίας των κατάρων των γονέων της είχε δαιμονιστεί. Μετα από δυο χρόνια και αφού δεν είχε γίνει ακόμη καλά ο π. Δημήτριος της ανακοίνωσε ότι θα πάνε μαζί να προσευχηθούν στα λείψανα του Αγίου Δημητρίου. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα είδε στον ύπνο της μια απαίσια μορφή η οποία την κατατρόμαξε λέγοντάς της με μίσος: «Πρέπει να φύγω από εσένα γιατί φοβάμαι τον Άγιο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δώσεις θα γυρίσω»! Την επόμενη ημέρα - 27 Οκτωβρίου όπου εορτάζεται η μνήμη του Οσίου Δημητρίου του Νέου - περίμεναν στη σειρά για να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο. Σ' αυτά τα 10 λεπτά που περίμενε αισθανόνταν πολύ άσχημα και λίγα μέτρα πριν φτάσει στο λείψανο νόμιζε ότι θα λiποθυμησει. Μόλις ασπάστηκε το λείψανο αισθάνθηκε σαν να πήρε το στόμα της φωτιά. Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι έκλαιγε συνεχώς. Μετά από έναν μακρύ και δύσκολο ύπνο η Αλεξανδρίνα ξύπνησε εξαντλημένη αλλά αισθανόνταν ελαφριά σαν πούπουλο. Ο Άγιος Δημήτριος είχε κάνει το θαύμα του.
5) 26 Οκτωβρίου 1988 μ.Χ. (Μοναχή Αικατερίνη): «Θαύμα που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια στις 12 τη νύχτα,όταν τελείωσε το προσκύνημα στον άγιο. Είχαμε μείνει 5-6 άτομα, εγώ και 2 ιερείς και θέλαμε να βάλουμε το λείψανο τη θέση του. (Ήταν έξω προς προσκύνηση). Η λάρνακα όμως δεν μετακινούνταν. Προσπαθήσαν όλοι αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Ο ιερέας έτρεξε και ξύπνησε τον επίσκοπο. Εκείνος ντυμένος με τα άμφιά του, με δύο διακόνους, δύο ιερείς, θυμιατά, ψαλμωδίες και λάβαρα έφερε τον άγιο μέσα στην εκκλησία. Μόνο με τον πρέποντα σεβασμό θέλησε να μπει! Αυτό προς απάντηση αυτών που βλαστημάνε (και ξέρω πολλούς) και οι οποίοι λένε ότι πρόκειται για κόκκαλα και τσάμπα τα προσκυνάμε».
Βίος
Γεννήθηκε στο χωριό Μπασαραμπόβ, που απέχει από τον Δούναβη 20 χιλιόμετρα, και βρίσκεται στο έδαφος της Βουλγαρίας. Έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. στην περίοδο της βασιλείας των Πέτρου και Ιωάννου Ασάν. Επειδή προερχόταν από ευσεβείς μεν, αλλά πτωχούς γονείς, έβοσκε από μικρός αγελάδες στο χωριό του. Η ησυχία του χωριού, η μοναξιά του, ο πόθος του για τον Θεό, τον βοήθησαν ημέρα με την ημέρα στην πνευματική του πρόοδο. Έλαβε από τον Θεό το δώρο των καθαρτικών δακρύων, της καθαράς προσευχής και των ταπεινών στοχασμών. Η ίδια η δημιουργία του Θεού απετέλεσε για τον νεαρό εραστή της Βασιλείας των Ουρανών την πρώτη σχολή της πνευματικής μορφώσεως. Αγωνίσθηκε κατά των πειρασμών της νεότητος με τα όπλα του Πνεύματος και προετοίμασε το έδαφος της καρδιάς του για την σπορά της Θείας Χάριτος. Το πόσο προόδευσε στην αρετή και αγάπη του Θεού και ολοκλήρου της κτίσεως φαίνεται από το εξής πάθημά του:
Κάποια ημέρα πάτησε με το ένα του πόδι χωρίς να το θέλει, ένα πουλί που ευρισκόταν μέσα στα χόρτα. Τόση λύπη ένιωθε στην καρδιά του, ώστε τιμώρησε το ένοχο πόδι του. Επί τρία λοιπόν χρόνια βάδιζε από αυτό το πόδι ξυπόλυτος, με αποτέλεσμα, το μεν καλοκαίρι το γυμνό του πόδι να υποφέρει από τις πέτρες και τα αγκάθια, τον δε χειμώνα από το χιόνι και τους παγετούς. Αφού έφθασε σε υψηλά μέτρα πνευματικής ασκήσεως και η αγνή καρδιά του πληγώθηκε περισσότερο από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε το χωριό του. Πήγε σε ένα μοναστήρι κοντά στον ποταμό Λωμ, εκάρη μοναχός, και συνέχισε την σκληρή του άσκηση με αγρυπνίες, νηστείες και προσευχές. Και πάλι δεν αρκέστηκε σε αυτούς τους κόπους και την κοινοβιακή ζωή. Έφυγε για την τέλεια ησυχία μένοντας σε μια πέτρινη σπηλιά. Εκεί αγωνίσθηκε μέχρις ότου παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Χριστού. Όταν προαισθάνθηκε το τέλος του κρύφτηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλες πέτρινες πλάκες, σαν σε φέρετρο, και εκοιμήθη.
Το σώμα του, άγνωστο και άφθαρτο, παρέμεινε στην σπηλιά του περί τα 300 χρόνια. Με θεία παραχώρηση, ο ποταμός Λωμ, κατέβασε άφθονα νερά, τα οποία παρέσυραν τις πέτρες της σπηλιάς μαζί με το ιερό λείψανο, το οποίο σκεπάσθηκε με τις λάσπες και τα νερά, παραμένοντας σε αυτήν την κατάσταση περί τα 100 χρόνια.
Θέλοντας ο Θεός να αποκαλύψει τον θησαυρό αυτό, ευδόκησε να εξελιχθούν τα πράγματα ως εξής: Κάποτε φανερώθηκε ο Όσιος στο όνειρο μίας παιδούλας, η οποία έπασχε από επιληψία και της είπε: Εάν θα με βγάλουν οι γονείς σου από την κοίτη του ποταμού, εγώ θα σε θεραπεύσω. Το κοριτσάκι είπε το όνειρό του στους γονείς του, οι οποίοι με την συνοδεία ιερέων και άλλων χριστιανών, έψαξαν και βρήκαν το λείψανο του Οσίου Δημητρίου. Εκείνη την στιγμή, θεραπεύθηκε η μικρή κόρη καθώς και άλλοι ασθενείς. Μετέφεραν τον Άγιο στην γενέτειρά του, στην εκκλησία όπου από μικρός σύχναζε και προσευχόταν. Εκεί παρέμεινε πολλά χρόνια επιτελώντας παντός είδους θαύματα.
Κατά τα έτη 1769 – 1774 μ.Χ., δηλαδή μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο ρωσικός στρατός πέρασε και από το χωριό του Οσίου. Ο Ρώσος στρατηγός Πέτρος Σαλτίκωβ αποφάσισε να πάρει το ιερό λείψανο για να το μεταφέρει στην Ρωσία. Τότε, ένας ρουμάνος ευλαβής χριστιανός, ονόματι Δημήτριος Χάτζι, έχοντας γνωριμία με τον ανωτέρω στρατηγό, ζήτησε να αφήσει το λείψανο του Αγίου στους ρουμάνους ως παρηγοριά, λόγω των πολλών ληστειών που έκαναν οι τούρκοι στην ρουμανική χώρα.
Έτσι, ο Όσιος Δημήτριος, ήλθε στο Βουκουρέστι το 1774 μ.Χ. και τοποθετήθηκε με μεγάλη τιμή στον μητροπολιτικό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, επιτελώντας πολλά θαύματα και εκπέμποντας άρρητη ευωδία.
Στην περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Βουκουρέστι είχε καταληφθεί από τους γερμανούς, μερικοί βούλγαροι στρατιώτες έσπασαν την θύρα εισόδου του καθεδρικού ναού και άρπαξαν το ιερό λείψανο για να το μεταφέρουν στην χώρα τους. Το έκρυψαν σε ένα αυτοκίνητο και την νύκτα ξεκίνησαν για τον Δούναβη ποταμό. Αλλά ο Όσιος, μη θέλοντας να φύγει από την Ρουμανία, προκάλεσε τέτοιο μπέρδεμα στους δρόμους, ώστε οι κλέφτες δεν εύρισκαν διέξοδο να αναχωρήσουν, με αποτέλεσμα να βρεθούν πάλι έξω από την Μητροπολιτική εκκλησία. Μόλις ξημέρωσε, πέτυχαν να βρουν την δημόσια οδό εξόδου, αλλά στον δρόμο τους χάλασε πολλές φορές το αυτοκίνητο και συνελήφθησαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Έτσι το ιερό λείψανο επιστράφηκε στην θέση του εν μέσω λαμπρής υποδοχής εκ μέρους του οικείου Μητροπολίτου και χιλιάδων λαού.
Θαύματα
Τα θαύματα του Οσίου Δημητρίου σχετίζονται κυρίως με θεραπείες ασθενών και άμεση βοήθεια σε διάφορες ανάγκες των πιστών. Τα περισσότερα λησμονήθηκαν διότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα γράψει. Σημειώνουμε στην συνέχεια μερικά, όπως, έστω και από τα λίγα αντιληφθούμε το μεγάλο θαυματουργικό χάρισμα του Αγίου.
1) Δύο αδελφές από ένα χωριό της Κωνστάντζας, αφού έφτιαξαν μία καινούρια εκκλησία προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήλθαν να προσκυνήσουν τον Άγιο και να πάρουν ένα τεμάχιο λειψάνου του για την δική τους εκκλησία. Προσκύνησαν τον Άγιο και συγχρόνως έκοψαν κρυφά ένα κομμάτι από το λείψανό του και έτρεξαν στο κάρο τους. Τα βόδια όμως δεν κινήθηκαν από την θέση τους. Τότε εκείνες κατάλαβαν την αμαρτία τους. Επέστρεψαν το κλεμμένο τεμάχιο και έτσι ξεκίνησαν τα ζώα και επέστρεψαν στον τόπο τους με ειρήνη.
2) Στα περίχωρα της πρωτευούσης ζούσε μία οικογένεια στην οποία ο σύζυγος τυραννούσε επί 15 χρόνια με γκρίνιες, βλασφημίες και μεθύσια την γυναίκα του. Εκείνη τον υπέμεινε διότι ήταν πιστή χριστιανή. Το 1955 μ.Χ. εκείνος παρέλυσε και έπεσε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του τον υπηρετούσε, αλλά εκείνος την ύβριζε και την χτυπούσε με ο, τι έβρισκε μπροστά του. Απελπισμένη εκείνη ήλθε στον Ναό, και με δάκρυα ζητούσε συμβουλές από τον ιερέα. Αυτός την συμβούλευσε να υπομένει, τέλεσε για χάρη της Θεία λειτουργία και τέλος την ρώτησε:
-Αδελφή, ξέρεις να διαβάζεις;
-Ξέρω Πάτερ.
-Πάρε αυτό το βιβλίο και διάβασε γονατιστή, δίπλα στο ιερό λείψανο του Οσίου Δημητρίου τους χαιρετισμούς του.
Αφού τους διάβασε πήγε στο σπίτι της κουρασμένη και όπως ήταν ξάπλωσε σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τα μεσάνυκτα ο άνδρας της άρχισε να φωνάζει δυνατά:
-Γυναίκα Μαρία, που είσαι, έλα γρήγορα εδώ. Που ήσουν; Πήγες μήπως στο Βουκουρέστι και κάλεσες ιατρό για να με συμβουλεύσει;
-Όχι άνθρωπέ μου, δεν κάλεσα κανέναν ιατρό από το Βουκουρέστι.
-Πως όχι, αφού τώρα ήλθε και μου είπε ότι τον κάλεσες για να με συμβουλεύσει. Έφυγε πριν από 5 λεπτά. Ανέβηκε σε μία καρότσα με λευκές αγελάδες, και ξεκίνησε για το Βουκουρέστι. Λοιπόν, κάλεσε τον ιατρό και πλήρωσέ τον.
-Και τι σε συμβούλευσε να κάνεις;
-Αν θέλω να θεραπευθώ μου είπε, να μη σε στενοχωρώ και σε υβρίζω. Λοιπόν, σου υπόσχομαι δεν θα σε λυπήσω πάλι. Αλλά μη ξεχάσεις, πήγαινε το πρωί στο Βουκουρέστι να τον πληρώσεις, διότι εσύ γνωρίζεις που μένει, γιατί εσύ τον κάλεσες!
Το πρωί ο άνδρας της σηκώθηκε τελείως υγιής και ειρηνικός. Η γυναίκα έτρεξε μαζί του με χαρά να ευχαριστήσουν τον Άγιο, για αυτό το μεγάλο θαύμα.
3) Στην περίοδο του πολέμου υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας της Ρουμανίας το έτος 1877 μ.Χ., ένας πιστός χριστιανός από το Βουκουρέστι έστειλε και τα 7 παιδιά του στον πόλεμο. Φοβόταν μη πεθάνουν και τα 7 στα πεδία των μαχών και πήγε και προσευχήθηκε θερμά στον Όσιο Δημήτριο. Συγχρόνως έγραψε τα ονόματά τους σε ένα χαρτί, και το έβαλε κάτω από την κεφαλή του Οσίου. Εκείνος πράγματι προστάτευσε τα παιδιά του, διότι και τα 7 επέστρεψαν μετά από τον πόλεμο στο πατρικό τους σπίτι.
4) Για δύο σχεδόν χρόνια η νεαρή Αλεξαδρινα Π. πήγαινε κάθε Τρίτη στην εκκλησία της ενορίας της,όπου ιερέας είναι ο π. Ντανιέλ Γκόγκα για να της διαβάσει τους εξορκισμούς του Μ. Βασιλείου,αφού εξαιτίας των κατάρων των γονέων της είχε δαιμονιστεί. Μετα από δυο χρόνια και αφού δεν είχε γίνει ακόμη καλά ο π. Δημήτριος της ανακοίνωσε ότι θα πάνε μαζί να προσευχηθούν στα λείψανα του Αγίου Δημητρίου. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα είδε στον ύπνο της μια απαίσια μορφή η οποία την κατατρόμαξε λέγοντάς της με μίσος: «Πρέπει να φύγω από εσένα γιατί φοβάμαι τον Άγιο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία που θα μου δώσεις θα γυρίσω»! Την επόμενη ημέρα - 27 Οκτωβρίου όπου εορτάζεται η μνήμη του Οσίου Δημητρίου του Νέου - περίμεναν στη σειρά για να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο. Σ' αυτά τα 10 λεπτά που περίμενε αισθανόνταν πολύ άσχημα και λίγα μέτρα πριν φτάσει στο λείψανο νόμιζε ότι θα λiποθυμησει. Μόλις ασπάστηκε το λείψανο αισθάνθηκε σαν να πήρε το στόμα της φωτιά. Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι έκλαιγε συνεχώς. Μετά από έναν μακρύ και δύσκολο ύπνο η Αλεξανδρίνα ξύπνησε εξαντλημένη αλλά αισθανόνταν ελαφριά σαν πούπουλο. Ο Άγιος Δημήτριος είχε κάνει το θαύμα του.
5) 26 Οκτωβρίου 1988 μ.Χ. (Μοναχή Αικατερίνη): «Θαύμα που το είδα με τα ίδια μου τα μάτια στις 12 τη νύχτα,όταν τελείωσε το προσκύνημα στον άγιο. Είχαμε μείνει 5-6 άτομα, εγώ και 2 ιερείς και θέλαμε να βάλουμε το λείψανο τη θέση του. (Ήταν έξω προς προσκύνηση). Η λάρνακα όμως δεν μετακινούνταν. Προσπαθήσαν όλοι αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Ο ιερέας έτρεξε και ξύπνησε τον επίσκοπο. Εκείνος ντυμένος με τα άμφιά του, με δύο διακόνους, δύο ιερείς, θυμιατά, ψαλμωδίες και λάβαρα έφερε τον άγιο μέσα στην εκκλησία. Μόνο με τον πρέποντα σεβασμό θέλησε να μπει! Αυτό προς απάντηση αυτών που βλαστημάνε (και ξέρω πολλούς) και οι οποίοι λένε ότι πρόκειται για κόκκαλα και τσάμπα τα προσκυνάμε».
Ὁ Ὅσιος Νέστωρ ὁ Χρονογράφος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Οσίου παρά μόνο ότι γεννήθηκε στο Κίεβο το 1050 μ.Χ. και κοιμήθηκε περί το 1114 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Μαβριανὸς καὶ Βαλεντίνος
Ἡ μνήμη τους σύμφωνα μὲ τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 116), τιμᾶται σήμερα χωρὶς ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή τους.
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ανδρέα του Σμολένσκ
Η Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ανδρέα του Σμολένσκ έγινε το 1539 μ.Χ. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου