Μεταξύ
των ετών 1972-1985 ο Γέροντας Παΐσιος ησύχαζε στη σκήτη Σύχλα, στη
«Συχλούλα μας» όπως συνήθιζε να την ονομάζει με συγκίνηση. Από το 1973
άρχισε να στενοχωριέται διότι αδυνάτιζε η όρασή του. Από το 1976, όπως
ομολογούσε ο ίδιος, ήταν σχεδόν τυφλός.
Στο
μεταξύ άρχισε και να μην ακούει. Από τον Σεπτέμβριο του 1986 έμενε
ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Συνομιλούσε λιγότερο με τους ανθρώπους και
παντοτινά με τον Θεό.
Προσευχόταν μυστικά ημέρα και νύκτα στο
συνηθισμένο σκαμνί του, το οποίο ήταν και κρεβάτι και τραπέζι και τόπος
ασκήσεως και κάθισμα για τους πιστούς που έρχονταν να εξομολογηθούν.
Διάβαζε καθημερινά τα αγαπητά του βιβλία: Την Αγία Γραφή, το Ψαλτήριο,
το Γεροντικό, τους Βίους των Αγίων και άλλα συγγράμματα των αγίων
Πατέρων. Τα βράδια συνήθως έτρωγε λίγα χόρτα.
Τον
μοναχικό του κανόνα, παρότι λόγω γηρατειών και ασθενειών του ήταν
περιορισμένος, τον επιτελούσε αδιάκοπα.
Συνήθιζε να λέει την ευχή «Κύριε
Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», την ευχή της
Παναγίας μας και την ευχή προς τον όσιο Παΐσιο, του οποίου έφερε το
όνομα. Ομοίως επικαλούνταν τον άγιο Σπυρίδωνα και την αγία Βερονίκη.
Όταν τις τελείωνε, τις άρχιζε πάλι από την αρχή.
Θεωρούσε
ότι τίποτε δεν είναι τόσο δύσκολο στον κόσμο, όσο να καθοδηγεί κάποιος
ψυχές στη σωτηρία. Πίστευε επίσης ότι η ασθένεια από την οποία υπέφερε
τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επίσκεψη
του Θεού, διότι ίσως να δέθηκε με κάτι που δεν έπρεπε να δεθεί και
λύθηκε από κάτι που δεν έπρεπε να λυθεί.
Ο
Γέροντας δεν γνώριζε βέβαια την πνευματική βαθμίδα στην οποία
βρισκόταν, όπως φαίνεται από μια προσωπική του εξομολόγηση το καλοκαίρι
του 1987:
«Εγώ έζησα κάποιες εμπειρίες της καρδιακής προσευχής στη σκήτη
Ραρέου, αλλά τώρα ούτε εγώ δεν υπάρχω! Έκαμα περισσότερα κακά έργα παρά
καλά. Ελπίζω όμως στο έλεος του Θεού».
Όταν ρωτήθηκε αν φοβάται τον
θάνατο, απάντησε άδολα: «Πώς να μη φοβάμαι, εφόσον είμαι αμαρτωλός;»
Παρ’
όλες τις σωματικές του κακώσεις και δοκιμασίες, υποδεχόταν κάπου-κάπου
και ομάδες Χριστιανών, ιερέων, μοναχών κι από άλλα Μοναστήρια, τους
οποίους νουθετούσε με σύντομες συμβουλές και τους ευλογούσε. Είχε
αξιωθεί του χαρίσματος των δακρύων, το οποίο επιδίωκε πάντοτε και το
απέκρυπτε από τους άλλους.
Ζούσε
ακόμη όταν συνέβησαν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1989 με την
επανάσταση του λαού και του στρατού εναντίον του κομμουνιστικού
πολιτεύματος της Ρουμανίας. Η εξήγηση την οποία έδωσε παραμένει με τη
φράση «ανάβαση και αναγέννηση».
Όταν
την άνοιξη του 1990 μερικοί σκέπτονταν να εκλεγεί πατριάρχης της
Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας ο π. Κλεόπας, ο Γέροντας Παΐσιος
προσευχήθηκε και είπε ότι ο π. Κλεόπας δεν θα αναχωρήσει απ’ εδώ, διότι ο
Θεός του έδωσε το χάρισμα να παρηγορεί και να ειρηνεύει τους ανθρώπους
και τις συνοδείες των μοναχών.
Μετετέθη
προς τον Κύριο τις πρωινές ώρες της 18ης Οκτωβρίου του 1990 σε ηλικία
94 ετών. Η Ακολουθία της κηδείας είχε μια πανηγυρική και ελπιδοφόρα
ατμόσφαιρα.
Από τότε μέχρι τώρα, με τη φροντίδα πατέρων της Μονής, δεν
έσβησε το καντήλι στον τάφο του π. Παϊσίου. Ο τάφος του είναι πλέον
τόπος προσκυνήματος των ευλαβών Χριστιανών.
Άφησε
στους μαθητές του μια διαθήκη αγάπης, η οποία μπορεί να γίνει διαθήκη
για τον οποιοδήποτε Χριστιανό που θα την αγαπήσει με τη χάρη του Θεού.
Ιδού τα λόγια του: «Να κάνουμε κι εμείς αυτό που διδάξαμε στους άλλους,
και κάθε τι που κάνουμε στη ζωή μας να γίνεται για τη δόξα του Θεού και
για την ωφέλεια του πλησίον, διότι «η αγάπη καλύψει πλήθος αμαρτιών».
Αυτή τη διαθήκη αφήνω σ’ όλα τα πνευματικά μου παιδιά, δηλαδή διαθήκη
αγάπης, όπως μας διδάσκει ο Σωτήρας μας Χριστός: Εν τούτω γνώσονται
πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, αν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. 13:35).
Ιδού
τι έγραψε ο π. Κλεόπας μετά την αναχώρηση του Πνευματικού του Πατρός
προς τον Κύριο: «Τέτοιος ήταν ο π. Παΐσιος: Ταπεινός, σιωπηλός, πράος,
σοφός στα λόγια του, πολύ ελεήμων και φιλάνθρωπος.
Πάντοτε συνιστούσε
την ειρήνη με όλους και αγαπούσε την ησυχία. Δεν του άρεσε να ζει
ανάμεσα σε πολλούς κι έκρυβε τις μοναχικές του ασκήσεις.
Κανείς δεν
γνώριζε πότε προσευχόταν στο κελί του, τι εργασία έκανε με τον νου και
την καρδιά του, πόσο έτρωγε την ώρα του φαγητού του και πόσο κοιμόταν.
Εκτός
από την ησυχία, αγαπούσε πολύ και τα πνευματικά του παιδιά, τα οποία
δεχόταν πατρικά στην εξομολόγηση οποιαδήποτε ώρα και ημέρα, ακόμη και τη
νύκτα, και φρόντιζε με κάθε τρόπο για τη σωτηρία τους.
Δεν ήταν πολύ
αυστηρός στα επιτίμια, κρατούσε λογαριασμό για την ψυχική κατάσταση του
καθενός και ήταν πράος με όλους, όπως λέει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος ότι «η
μορφή της μετανοίας είναι μόνο η πραότητα».
Με τη συγχωρητικότητα, την
υπομονή και την πραότητά του κέρδισε χιλιάδες ψυχές για τον παράδεισο,
θυσιάζοντας καθημερινά τον εαυτό του για τους άλλους».
Από
το βιβλίο: π. Κων. Κόμαν, Αρχιμ. π. Ιωαννικίου Μπάλαν, Ο Γέροντας
Παΐσιος Ολάρου, Πνευματικός του Γέροντος Κλεόπα Ηλίε (1897-1990).
Μετάφραση-επιμέλεια υπό αδελφών Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους. Άγιον
Όρος 1990.
_______________________________
Τὸ α' μέρος ΕΔΩ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου