Ὑπάρχει λοιπὸν ποὺ λέτε μία οἰκογένεια
ποὺ πρὸ καιροῦ ἀντιμετώπισε σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας (καρκίνος) μὲ ἕνα ἀπὸ
τὰ παιδιά της. Ἡ νέα αὐτὴ κοπέλλα, ἀνήλικη τότε, ἐδέχθη χημειοθεραπεία,
ἀλλὰ δὲν διεφαίνετο πὼς θὰ τὰ καταφέρη. Βάσει μάλιστα τῶν ὅσων
«κουράγιο» ἔλεγαν οἱ ἰατροί, κτυπῶντας φιλικὰ τὴν πλάτη τῶν μελῶν τῆς
οἰκογενείας, «δὲν πήγαινε καὶ τόσο καλά», μὲ ἀποτέλεσμα οἱ γονεῖς,
φοβούμενοι γιὰ τὸ μοιραῖον νὰ ἔχουν κυριολεκτικῶς μουδιάση, βλέποντας τὸ
παιδί τους νὰ σβήνῃ. Τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ ὅμως, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴν τὴν
κατάστασιν, ἀντιλαμβανόμενο πὼς φθάνει τὸ τέλος του, ἄρχισε νὰ ζητᾷ, μὲ
ὅσες δυνάμεις τοῦ ἀπέμεναν, νὰ κάνουν κάτι αὐτοὶ οἱ γονεῖς γιὰ νὰ τὸ
σώσουν.
Δηλώνοντας πὼς δὲν θὰ ἄντεχε καὶ θὰ πέθαινε, οἱ γονεῖς,
ἀπελπισμένοι πλέον, σαφῶς ῥισκάροντας πολλά, μὰ κυρίως τὴν ἐπιβίωσίν
του, ἀπεφάσισαν νὰ ὑπογράψουν καὶ νὰ πάρουν τὸ παιδί τους ἀπὸ τὸ ἐν
λόγῳ νοσοκομεῖο ἐνᾦ ταὐτοχρόνως, ἐναγωνίως, ἀναζητοῦσαν
ἐξωνοσοκομειακοὺς ἰατρούς, γιὰ νὰ λάβουν πληροφορίες καὶ κατευθύνσεις
καί, φυσικά, νὰ ἀναλάβουν αὐτοὶ νὰ βοηθήσουν στὴν θεραπεία τοῦ παιδιοῦ
τους.