«Γερμανέ,
θα ήθελα να προσκυνήσω το άγιο και ζωοποιό μνήμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, αλλά
μόνη μου αυτήν τη φορά. Όλοι με ξέρουνε, γνωρίζουν την υψηλή θέση που έχεις στην
αγία Πόλη, ο υπεύθυνος ιερέας δεν θα έχει αντίρρηση να μου ανοίξει το βράδυ και να με
αφήσει. Άλλωστε ό,τι σου έχουν ζητήσει μέχρι τώρα οι εκκλησιαστικοί και
περνούσε από το χέρι σου το έκανες. Λοιπόν, τι λες;»
Το αίτημα της
Κοσμιανής στον πατρίκιο σύζυγό της δεν ήταν καθόλου παράδοξο. Ήξερε ο Γερμανός,
ο πατρίκιος, ο ανώτατος άρχοντας, πόσο
καλή και ευσεβής χριστιανή ήταν η γυναίκα του.
Κι αυτός, όπως και η γυναίκα
του, θεωρούσαν ότι η χριστιανική πίστη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφριά
καρδιά. Το αντίθετο: είναι η πίστη που για να δεις τη δύναμή της, πρέπει να τη
θέσεις σε εφαρμογή.