– Ἔγραψες, Γερόντισσα, εὐχὲς στὸν Δημήτρη ποὺ παντρεύεται;
– Ἔγραψα, Γέροντα.
– Φέρε τὴν κάρτα νὰ συμπληρώσω κι ἐγώ: «Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μαζί σας. Σοῦ δίνω εὐλογία, Δημήτρη, νὰ μαλώνης μὲ ὅλον τὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Μαρία! Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Μαρία!». Γιά νὰ δῶ, θὰ καταλάβουν τί ἐννοῶ;
Μὲ ρώτησε κάποιος: «Γέροντα, τί ἑνώνει περισσότερο τὸν ἄνδρα μὲ τὴν γυναίκα;». «Ἡ εὐγνωμοσύνη», τοῦ λέω. Ὁ ἕνας ἀγαπάει τὸν ἄλλον γι᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦ χαρίζει. Ἡ γυναίκα δίνει στὸν ἄνδρα τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν ἀφοσίωση, τὴν ὑπακοή. Ὁ ἄνδρας δίνει στὴν γυναίκα τὴν σιγουριὰ ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν προστατέψη. Ἡ γυναίκα εἶναι ἡ ἀρχόντισσα τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη ὑπηρέτρια. Ὁ ἄνδρας εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ χαμάλης.