Τέλος, τέρμα καὶ ἄκρια δὲν ἔχει τὸ Ἅγιον
Ὅπου ὁδηγεῖ ἡ Παναγιά, γίνεσαι Χριστοφόρος
Ἀνόθευτή του ἡ ὀμορφιά, θάλασσα ἡ εὐλογία
ἀχείμαστή του ἡ ἄνοιξη, ζῶσα ἡ μαρτυρία.
Στῶν πρεσβευτῶν του τὶς μορφές, θυσία τοῦ ἐλαχίστου
στῶν καντηλιῶν τους τὶς φωτιές, ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἀπίστου.
Δὲν εἶναι ἀπόδημη ἡ καρδιὰ ποὺ γεύτηκε τὸ Θεῖο
Νὰ μεγαλώσει σὰν ποθεῖ τῆς χάρης τὸ δοχεῖο
Μύρια ψηφιά δὲν μοῦ ἀρκοῦν μιὰ εἰκόνα του νὰ φτιάξω
Σὲ εἰκονοστάσι ἀθωνικὸ νὰ βρῶ νὰ συνταιριάξω.
Καὶ μύριες λέξεις κι ἂν γραφτοῦν τὸ αἰώνιο δὲν τ᾿ ἀγγίζουν
Ὄνειρο ἀχειροποίητο πλάθουν ψυχὲς ποὺ ἐλπίζουν