Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἦν Αὐξεντίω,
Φανέντι τἄλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία.
Λεῖψε βίον δεκάτῃ Αὐξέντιος ἠδέ τετάρτῃ.
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία. Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ σχολαρίου τοῦ στρατηλάτου.
Ἡ φιλήσυχη καὶ φιλομόναχη διάθεσή του καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο, τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ γίνει μοναχός. Ἐγκατέλειψε λοιπὸν τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματά του καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ὄρος πετρῶδες τῆς Χαλκηδόνος, τὴν Ὀξεῖα Πέτρα, ὅπου καὶ ἀσκήτευε, ἐνῷ παράλληλα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη καὶ σπουδὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τόση δὲ ἦταν ἡ φήμη του γιὰ τὶς σπάνιες ἀρετὲς καὶ τὴν βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωσή του, ὥστε προσκλήθηκε στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνεκλήθη τὸ ἔτος 451 στὴν Χαλκηδόνα γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς κακοδοξίες τοῦ Εὐτυχοῦς.
Στὸ ἀσκητήριό του καθημερινὰ προσέρχονταν πολλοί, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ πολλοὶ πλούσιοι ποὺ τοῦ ἔφερναν τροφὲς καὶ δῶρα.
Ἀλλὰ ἐκεῖνος χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του λίγο ψωμὶ γιὰ τὴ συντήρησή του καὶ κερὶ γιὰ τὸ παρεκκλῆσι του. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ διαμοίραζε στοὺς πτωχούς. Ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν Ὅσιο ἔγινε αἰτία νὰ ἱδρυθεῖ στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ γυναικεία μονή.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς ἀξίωσε τὸν Ἅγιο Αὐξέντιο τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ ἔτσι ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα. Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 470 – 472 μ.Χ. Στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρεται ὅτι τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου κατατέθηκε στὸν εὐκτήριο οἶκο τῆς γυναικείας μονῆς ποὺ ἵδρυσε καὶ ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Τριχιναρία. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Καλλιστράτου ἐντὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς· σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐγκρατείας ὕδασι, πανευκλεῶς ἐκβλαστήσας, ὡς ἐλαία εὔκαρπος, ἐν τοῖς Ὁσίοις ἐφάνης· κόσμου γάρ, ἀπαρνησάμενος τὴν ἀπάτην, γέγονας, ὑπερκοσμίου φωτὸς δοχεῖον, δι’ οὗ λάμπρυνον ἐνθέως, τοὺς σὲ τιμῶντας, Πάτερ Αὐξέντιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὰς ὀρέξεις τῆς σαρκὸς χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει σου αὐξανόμενος, καὶ ὡς φυτὸν ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Μεγαλυνάριον.
Κατηγλαϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς, ὤφθης ἐν τῶ βίῳ, θεοφόρε περιφανής, ἄιγλῃ εὐσεβείας, καὶ χάριτι θαυμάτων, Αὐξέντιε ῥυθμίζων, τοὺς προσιόντας σοι.
Ὁ Ὅσιος Μάρων
Φύσει μαρανθεὶς σαρκίου, θάλλει Μάρων,
Μετεμφυτευθεὶς τῆς Ἐδὲμ τῷ χωρίῳ.
Ὁ Ὅσιος Μάρων ἔζησε πρὶν τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὴν ἡσυχία εἶχε στήσει τὸ ἀσκητήριό του σὲ κορυφὴ βουνοῦ τῆς πόλεως Κύρρου τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἐρειπωμένος εἰδωλολατρικὸς ναός, τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος τὸν μετέτρεψε σὲ τόπο λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁδήγησαν καὶ προσείλκυσαν κοντά του πολλοὺς μοναχούς, χάριν τῶν ὁποίων ὁ Ὅσιος ἔκτισε μονὲς καὶ ἀσκητήρια στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Κύρρου.
Ὁ Ὅσιος Μάρων, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Τραπεζούντας
Νικόλαος καλῶς ἐποίμανε ζῶν τὸ ποιμνίον,
Οὐκ ἠθέλησε αὐτὸ ἐγκαταλείψη ἐν δυσχερίοις.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα καὶ ἔζησε στὴν πόλη Κατίγογι τοῦ Πόντου τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ποθοῦσε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό, ἀλλὰ οἱ ἀδελφοί του δὲν τὸν ἄφηναν. Μετὰ ἀπὸ πιέσεις, γιὰ νὰ μὴν γίνει μοναχός, νυμφεύθηκε ἀλλὰ γρήγορα ἡ γυναῖκα του πέθανε μαζὶ μὲ τὸ ἕνα παιδί του, ἐνῷ τὸ ἄλλο τὸ πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του κάποιος συγγενής. Ὁ Ἅγιος τότε ἀφιερώθηκε στὴ μελέτη καὶ στὴν προσευχή.
Ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔμαθε τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ θεράπευσε πολλοὺς ἀσθενεῖς. Λίγο ἀργότερα ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος στὴν περιοχὴ τῆς Ἀμισοῦ. Ὁ Ἅγιος Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ Ἁγίου, τὸν ἀξίωσε καὶ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ μαρτύρια παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεὸ τὸ ἔτος 1920.
Ὁ Ὅσιος Ἀβραάμης
Πράξεις τὸ ταὐτὸν εὗρε κλήσεως πλέον,
Πρὸς τὸν σύνοικον Ἀβραὰμ Ἀβραάμης.
Ὁ Ὅσιος Ἀβραάμης ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (395 – 408 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρρο τῆς Συρίας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὅταν ἔμαθε ὅτι σὲ κάποιο χωριὸ τοῦ Λιβάνου οἱ κάτοικοι ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες, μετέβη ἐκεῖ καὶ μὲ τὴ διδασκαλία, τὴν ἁγία βιοτή του καὶ τὴ φιλανθρωπική του δράση, ἀφοῦ πλήρωσε ὁ ἴδιος τοὺς φόρους στοὺς εἰσπράκτορες ποὺ πίεζαν τὸν λαό, προσείλκυσε στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς ἐθνικούς. Οἱ Χριστιανοὶ ἔκτισαν ναὸ στὸ χωριό τους καὶ εἶχαν τὸν Ἅγιο ὡς ἱερέα τους.
Ὁ Ὅσιος Ἀβραάμης, μετὰ ἀπὸ τριετὴ δράση, ἐπέστρεψε στὸ κελί του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν πόλη τῶν Καρρῶν τῆς Παλαιστίνης, στὴν ὁποία ἔγινε Ἐπίσκοπος ἀγωνιζόμενος νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀληθινὴ πίστη τοὺς εἰδωλολάτρες κατοίκους αὐτῆς.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἀποστολικῆς δράσεως αὐτοῦ ἔφθασε μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ δὲ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος, ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν δεῖ προσωπικά, τὸν κάλεσε στὴν Βασιλεύουσα. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε εἰρηνικά. Τὸ τίμιο λείψανό του, κατὰ βασιλικὴ προσταγή, τὸ προέπεμψαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὴν πόλη τῶν Καρρῶν, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκε.
Ὁ Ἅγιος Φιλήμων ὁ Ἱερομάρτυρας
Eγώ Φιλήμων καμίνου παρών μέσον,
Kαι μαρτυρών έγραψα την κλήσιν πόλω.
Φιλήμων Ἀποστόλου ζηλώσας τὴν δόξαν,
ὑπὲρ Χριστοῦ θανεῖν ἠθέλησεν ἀξίως.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλήμων μαρτύρησε τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Παϊζάνος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Μυτιλήνης
Γεώργιος τίς ούτος υπάρχει πάλιν;
Mάρτυς νέος πέφυκεν. Ω της ανδρίας!
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ ἐπικαλούμενος Παϊζάνος, κατὰ τὴν κρατοῦσα παράδοση γεννήθηκε στὸ χωριὸ Πλαγιὰ τῆς περιφέρειας Πλωμαρίου τῆς νήσου Λέσβου. Ἦταν ράφτης στὸ ἐπάγγελμα καὶ μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 1693, ἐπειδὴ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ἡ πληθύς τῶν Λεσβίων τέρπου καί χόρευε, καί τήν πάμφωτον μνήμην τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ στερροῦ ὁπλίτου τίμησον, ὅτι ἐν χρόνοις χαλεποῖς ἐναθλήσας καρτερῶς ἐνίκησε τόν βελίαρ, καί νῦν ἐν πόλω πρεσβεύει ὑπέρ τῶν πίστει γεραιρόντων αὐτόν.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας
Eυαγγελίου καρπόν είληφας μάκαρ,
Ω Δαμιανέ αγχόνη λαβείν τέλος.
Ὅν ἀγχόνη ζῆν ἐκκοπεῖσα ἠξίου,
Χριστοῦ λάτρην φλέγουσιν παῖδες τῆς Ἄγαρ,
ἔρωτι θείῳ πρὶν ψυχὴν πεφλεγμένον.
Δαμιανὸν δεκάτῃ φλέξαν πῦρ εἶλε τετάρτῃ.
Δαμιανὸν γ’ ἄλκιμος ὤν φερωνύμως,
Δάμασι σαρκὸς ταὰ πάθη ῥωμαλέως.
Δάμνησι δ’ ἄρα καὶ φάλαγγας δαιμόνων.
Ἀχθεὶς δ’ εἴκει πυρὶ Χριστῷ θυσία.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μυρίχοβο Ἀγράφων (σήμερα Ἁγία Τριάδα) περὶ τὸ 1510 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἀκόμη ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ θέλησε νὰ ἐνδυθεῖ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ. Ἔτσι ἄφησε τὴ γενέτειρά του καὶ μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ μονὴ Φιλοθέου, ὅπου ἐκάρη μοναχός.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀφήνει τὴ μονὴ καὶ ἀναχωρεῖ, γιὰ νὰ μονάσει σὲ ἀσκητήριο καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ περισσότερο στὴν προσευχή. Πῆγε, λοιπόν, κοντὰ σὲ κάποιον ἀσκητὴ ποὺ τὸν ἔλεγαν Δομέτιο. Ἔμεινε πλησίον του σχεδὸν τρία χρόνια καὶ ὁ μοναχὸς Δαμιανὸς πρόκοψε σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Μάλιστα δέ, ἀξιώθηκε κάποτε νὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Δαμιανέ, δὲν πρέπει νὰ ζητᾶς μόνο τὸ δικό σου πνευματικὸ συμφέρον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Μοναχὸς Δαμιανὸς ἐγκαταλείπει τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πηγαίνει στὴν περιοχὴ τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, παρακινοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μετανοήσουν, νὰ ἀποφεύγουν τὶς ἀδικίες καὶ τὶς κακίες καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος του ὅμως ἐνόχλησε κάποιους, οἱ ὁποῖοι τὸν κατηγόρησαν ὅτι εἶναι λαοπλάνος καὶ ψεύτης. Ὁ Ὅσιος δὲν ἔδωσε σημασία στὶς κατηγορίες αὐτὲς καὶ ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Λάρισας καὶ τοῦ Κισσάβου.
Μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ φθάνει στὰ Ἄγραφα. Ἐκεῖ, στὴν Καρύτσα Δοπόλων, ἱδρύει τὴ μονὴ τῆς Παναγίας Πελεκητῆς, ποὺ ἦταν τὸ ἱεραποστολικὸ ὁρμητήριό του. Οὐσιαστικὰ ἀνακαίνισε τὴ μονὴ ποὺ εἶχε ὑποστεῖ μεγάλες καταστροφὲς καὶ ἔτσι πέρασε στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς κτήτορας αὐτῆς. Δυστυχῶς, καὶ ἐκεῖ, ἄνθρωποι δυσσεβεῖς τὸν κατηγόρησαν ὡς λαοπλάνο καὶ ψευδοκαλόγερο. Ἔτσι φεύγει καὶ πηγαίνει στὸν Κίσσαβο καὶ δίπλα στὸ χωριὸ Ἀνατολή, κτίζει ἕνα νέο μοναστήρι πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Πλῆθος πιστῶν τὸν ἐπισκέπτεται, γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ κήρυγμά του καὶ τὶς πνευματικές του νουθεσίες.
Κάποια στιγμὴ ὁ Δαμιανὸς πηγαίνει γιὰ δουλειὲς τῆς μονῆς στὸ γειτονικὸ χωριὸ Βουλγαρινή. Ἐκεῖ συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Τοῦρκο διοικητὴ τῆς Λάρισας, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι παρεμποδίζει τὴν ἀγοραπωλησία ἐμπορευμάτων κατὰ τὶς Κυριακὲς καὶ παρακινεῖ τοὺς Ἕλληνες νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους.
Τὸν ὁδηγοῦν στὴν φυλακὴ καὶ τὸν βασανίζουν. Τοῦ δένουν τὰ πόδια καὶ τὸν τράχηλο μὲ βαριὲς ἁλυσίδες καὶ τὸν ἀπειλοῦν γιὰ τὴ ζωή του. Μάταια ὅμως. Ὁ Ἅγιος ὁμολογεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ ὁ Τοῦρκος διοικητὴς προστάζει νὰ θανατωθεῖ καὶ μετὰ νὰ ριχθεῖ στὴ φωτιά. Οἱ στρατιῶτες τὸν πῆραν καὶ τὸν κτύπησαν δυνατὰ στὸ κεφάλι μὲ τὸν πέλεκυ. Ὁ Ἅγιος, ἡμιθανὴς ὅπως ἦταν, ἔπεσε στὸ ἔδαφος. Τότε ἐβλήθη στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς καὶ ὅτι ἀπέμεινε ἀπὸ τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔριξαν στὸν Πηνειὸ ποταμό.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Δαμιανὸς ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ ἔτος 1568 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
῾Ιερεῖον προσοίσας σὲ Χριστῷ, ῞Αγιε, ἀγαλλόμενος πόθῳ, Δαμιανὲ ἱερέ, νεομαρτύρων τὸν χορὸν ἠγλάϊσας, θεοφόρε. Θρέμμα ᾿Αγράφων τὸ σεπτόν, τὴν πίστιν ἤρδευσας Χριστοῦ πυρί τε καὶ τοῖς βασάνοις. Καὶ νῦν τῷ θρόνῳ Κυρίου ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύεις πάντοτε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐφράνθητι σήμερον ἡ ἐν Κισσάβῳ Μονή, καὶ Λάρισα σκίρτησον, Δαμιανοῦ ἡ σεπτὴ πανήγυρις πάρεστι. Δεῦτε οὖν καὶ συμφώνως, ἐν αὐτῇ τῲ Σωτῆρι, ᾄσωμεν ἐν αἰνέσει, τοῦτον ἀνευφημοῦντες, αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις ὅπως σωζώμεθα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. ἀ'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φιλοθέου της μάνδρας σεπτόν ανάστημα, Αγράφων και Θεσσαλίας ιεροκήρυξ λαμπρέ και Καρύτσης των Δολόπων μέγα καύχημα, θεοειδές Δαμιανέ, οσιόαθλε κλεινέ Λαρίσης ο αγιάσας την χθόνα, ρύσαι κακίας του μισοκάλου τους τιμώντας σε.
Κοντάκιον
Ποθῶν ἐκ νεότητος τὴν τῶν ᾿Αγγέλων ζωήν, ἠσκήθης ἀθλούμενος τῇ Φιλοθέου μονῇ, Δαμιανὲ ὅσιε· ὅθεν τῇ ἐπινεύσει θείου Πνεύματος, πάτερ, ἤχθης τῇ Θεσσαλίᾳ, ἐκβοῶν παῤῥησίᾳ, εἰς Χριστοῦ βιοτὴν τὴν ἁγίαν προσκαλῶν τοὺς πιστοὺς καὶ εἰς θέωσιν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν τῆς Ἑλλάδος μοναστὴν τὸν ἀκριβέστατον, καὶ Θετταλίας ἀθλητὴν ὄντως στεῤῥότατον, εὐκλεέστατον τὸ βλάστημα Μυριχόβου, και Κισσάβου δὲ τὸ κλέος καὶ ἀγλάϊσμα, εὐφημοῦντές σε ψυχῆς ἐν ἀγαλλιάσει, καὶ γεραίροντες,· Χαίροις Πάτερ σοι κράζομεν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς.
Ἐγκαρτερῶν ταῖς προσευχαῖς Θεῷ ὡμίλεις, ἀσκητικῶς Δαμιανὲ σαρκὸς τὰ πάθη, ἀπενέκρωσαι ὄντως Χριστοῦ τῇ δυνάμει, ὀλέσας τὸν ἀλάζονα Πάτερ ἐχθρόν, ἐμπρέψας ἐν πολιτείᾳ μοναδικῇ, νῦν ὁσίως διήνυσας, ἀγείρως ποίμνην τῷ Χριστῳ, τὴν μάνδραν σου περίσωζε, σὲ τιμῶσαν οὖν ἄτρωτον.
Ὁ Οἶκος
Πρὸς τὸ Ἄγγελος πρωτοστάτης.
Ἔνθερμον ἐγκρατείας, ζῆλον ἔχων παμμάκαρ, λιπὼν τὰ ἐν τῷ κόσμῳ, τὸ σχῆμα τὸ σεπτὸν ἐνεδύσω σπουδῇ, ἀκριβῶς ἀσκήσας ἀρετὴν ἅπασαν. Ἀθλήσαντα γενναίως δὲ ὁρῶντές σοι βοῶμεν οὕτω·
Χαίροις, στεῤῥῶς τὰ ἄφθαρτα μισήσας·
χαίροις, ἀνθ’ ὧν τὰ ἑστῶτα ποθήσας.
Χαίροις, πρὸς ἀγῶνας τραπεὶς τῆς ἀσκήσεως·
χαίροις, ἀλγηδόνας ὑποστὰς καὶ ἀθλήσεως.
Χαίροις, πλῆθος πολυάριθμος καταστρέψας δυσσεβῶν·
χαίροις στῖφος πολυσύνθετον ἐκνικήσας πειρασμῶν.
Χαίροις, φωστὴρ Ὁσίων ὁμόζηλε·
χαίροις, ἀστὴρ αὐγάζων πολύφωτε.
Χαίροις, δι’ οὗ ἀπηλέγχθη ἡ πλάνη·
χαίροις, δι’ οὗ Χριστὸς ἀνεφάνη.
Χαίροις Πάτερ σοι κράζοντες.
Μεγαλυνάριον
῾Ριχόβου ᾿Αγράφων θεῖον βλαστόν, Μονῆς Φιλοθέου θρέμμα ἅγιον καὶ λαμπρόν, τὸν ἐν μαρτυρίοις καὶ πυρὶ τελειωθέντα Δαμιανὸν τὸν Νέον ἐγκωμιάσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐξ Ἰχθύος τῆς Κορινθίας
Πῦρ ὑπενεγκὼν Νικόλαε τρισμάκαρ,
Γῆθεν μετέστης πρὸς Μονὰς αἰωνίους.
Ὁ Νεομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ψάρι τῆς Κορινθίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Καλὴ καὶ ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Ὁ Ἅγιος, σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἔτσι ἔφυγε στὴ Σηλυβρία, ὅπου ἀργότερα νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε παιδιά. Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πλανόδιου παντοπώλη. Κατηγορήθηκε ἀπὸ Ἀγαρηνοὺς συναδέλφους του ὅτι ἐξύβρισε τὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ σουλτάνου Σουλεϊμᾶν Α’ (1520 – 1566) καὶ ὁδηγήθηκε στὸν κριτή. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγξε τὴ θρησκεία τῶν Τούρκων ὡς ψευδή. Δὲν ὑπέκυψε στὰ βασανιστήρια καὶ τὶς κολακεῖες. Ἔτσι τὸν ἔριξαν πρῶτα στὴν πυρὰ καὶ ὕστερα τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν τὸ ἔτος 1554. Ἀκολουθία τοῦ μάρτυρος συνέγραψε ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνός, ὁ μετέπειτα Ἐπίσκοπος Λιτῆς καὶ Ρενδίνης, τὴν ὁποία ἀργότερα ἐξέδωσε καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιήλ.
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν Καρτιλίῳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος γεννήθηκε στὴν Ἄνδρο στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνα μ.Χ. Διακόνησε στὴν ἀρχὴ ὡς νεωκόρος τοῦ ναοῦ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ Γαλατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος. Ὡς διάκονος ἐγκαθίσταται στὴν παραθαλάσσια κωμόπολη Κατιρλὶ τῆς Νικομήδειας καὶ ἀσκητεύει στὸ Κατίρλιον ὄρος τῆς Προποντίδος. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, ἔκαναν πολλοὺς νὰ προσέρχονται σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν ἴαση. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε’ (1748 – 1751, 1752 – 1757) τὸν εἶχε πνευματικὸ πατέρα.
Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως καθιέρωσε τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν προσερχόμενων Ρωμαιοκαθολικῶν, Διαμαρτυρομένων καὶ Ἀρμενίων στὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος τὸν ὑποστήριξε μὲ τὰ κηρύγματά του. Ἔγινε δὲ ὁ ἡγέτης τῆς μερίδας ποὺ ὑποστήριζε τὴν βάπτιση τῶν ἑτεροδόξων. Ὅταν ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Ε’, οἱ ἐπικρατήσαντες καταδίωξαν καὶ τὸν Ὅσιος Αὐξέντιο. Μάταια ὅμως. Ὁ ἀποσταλεῖς στὸ Κατίρλιον ρήτορας Κριτίας ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς κωμοπόλεως.
Τὸ Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅσιος ἔριχνε στὴ θάλασσα τὸ τριβώνιο ποὺ φοροῦσε καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσε ὡς βάρκα, γιὰ νὰ διαπλέει τὸ πέλαγος. Ἔτσι ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ κατέπαυσε τὴν τρικυμία τῆς θάλασσας ποιώντας τὸ σχῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπὶ τῆς θάλασσας.
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται μὲ λαμπρότητα στὸν Σταυρὸ Χαλκιδικής, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἀρδαμερίου. Ἐκεῖ φυλάσσεται καὶ τμῆμα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του, τὸ ὁποῖο μετακομίσθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς ἐκριζωθέντες πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ἔτος 1922.
Ὅσιος Ιλαρίων ο Ιβηρίτης
Ἱλαρίωνι ὁ Πύργος εὖχος·
ἐν ᾧ δαιμόνων συνέθλασε κάρας.
Στις 17 Οκτωβρίου του 2002 μ.Χ., η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Γεωργίας κατέταξε μεταξύ των αγίων τον αθωνίτη Γέροντα Ιλαρίωνα τον Γεωργιανό (1776 - 1864 μ.Χ.) του οποίου η βιοτή συνδέθηκε με αναταραχές του 19ου αιώνα μ.Χ.: τη διάλυση τουύ βασιλείου της Γεωργίας, την προσάρτησή του στη Ρωσία και την Ελληνική Επανάσταση του 1821 μ.Χ.
O Άγιος κατήγετο από την Γεωργία του Καυκάσου, από το βασίλειο της Ιμερέτης, γεννηθείς σε αυτή το 1776 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν ευλαβείς και το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιεσσαί (Ise Qanchaveli).
Κατά την παιδική του ηλικία επηρεάσθηκε από τον αδελφό της μητέρας του Ιεροδιάκονο Στέφανο, ο οποίος ήταν μεγάλος ασκητής και δη έγκλειστος. Έμεινε κοντά στο θείο του για δώδεκα περίπου έτη. Μετά την κοίμηση του Στεφάνου έμεινε για λίγο στη Μονή Ταμπακίνι και στην συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι του. Εκπληρώνοντας την επιθυμία του πατέρα του υπηρέτησε τον βασιλιά της Ιμερέτης Σολομώντα Β' (1789 – 1815 μ.Χ.), ζώντας στο παλάτι βίο ασκητικό, καθοδηγούμενος από τον αρχιμανδρίτη Γερόντιο. Νυμφεύτηκε και χειροτονήθηκε ιερεύς των ανακτόρων.
Μετά δύο έτη κοιμήθηκε η πρεσβυτέρα Μαρία και αφιερώθηκε στο Θεό ποθώντας την άσκηση και την ησυχία. Ακολούθησε τον βασιλέα Σολομώντα Β' στην εξορία, μετά δε την κοίμηση αυτού στήριξε πνευματικά την Βασίλισσα στη Μόσχα. Εκεί αρνήθηκε πρόταση προς άνοδο στο αρχιερατικό αξίωμα και αποφεύγοντας τους πειρασμούς των ανακτόρων, απομακρύνθηκε κρυφά. Αποσύρθηκε στην έρημο και αποκεί στην Οδησσό, στη Κωνσταντινούπολη και έπειτα ήρθε στο Άγιον Όρος το 1819 μ.Χ., αλλάζοντας τα πολυτελή ενδύματά του με τα κουρέλια ενός επαίτη.
Αρχικά μετέβη στην Μονή των Ιβήρων, έπειτα στη Διονυσίου, όπου το 1821 μ.Χ. έγινε μεγαλόσχημος λαμβάνοντας το όνομα Ιλαρίων. Διακονούσε σε όλα τα βαριά και δύσκολα διακονήματα. Όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν ιερέας και πνευματικός των ανακτόρων, διορίστηκε από τον ηγούμενο πνευματικός της Μονής Διονυσίου.
Ποθώντας το μαρτύριο, αποδέχθηκε εκουσίως να εμφανισθεί αντί του ηγουμένου στο Τούρκο κυβερνήτη της Θεσσαλονίκης. Μαζί με τους υπόλοιπους εκπροσώπους των μονών του Αγίου Όρους σώθηκε κατά τρόπο θαυμαστό και συμπαραστάθηκε πολύ στους εκεί φυλακισμένους αδελφούς. Επιστρέψας αποσύρθηκε σε σπήλαιο, κοντά στη Μονή Διονυσίου, όπου ασκήτευε θαυμαστώς και βιώνοντας μεγάλα και πολλά θαύματα.
Λυπημένος για τις αρνητικές απόψεις των αδελφών στο θέμα της συχνούς Θείας Μεταλήψεως μετέβη στην Ιερά Νέα Σκήτη και εισήλθε στο Πύργο (κτίσμα τής περιόδου τών Κομνηνών, ανεγέρθηκε περίπου τό 1150 μ.Χ.), όπου παρέμεινε έγκλειστος για τρία έτη. Η μεγάλη του άσκηση εκεί, η αγρυπνία και η προσευχή του Οσίου Ιλαρίωνος προκαλούσαν τους δαίμονες, οι οποίοι με πολλούς και ποικίλους πειρασμούς και εμφανίσεις τους, προσπάθησαν να κάμψουν το φρόνημά του και να τον αναγκάσουν να εξέλθει του Πύργου. Εκεί δέχθηκε πειρασμό εκ δεξιών και αφού δοκιμάστηκε πολύ από τους δαίμονες διέκοψε τον εγκλεισμό του, επικαλούμενος τις προσευχές των πατέρων της Σκήτης. Όταν συνήλθε σωματικά και πνευματικά μετέβηκε στη Μονή των Ιβήρων και ασχολήθηκε με την γεωργιανή βιβλιοθήκη, καρπός της οποίας ενασχολήσεως ήταν η έκδοση ανθολογίου με το όνομα «Φωτισμένος». Τέλος εγκαταστάθηκε στο εξαρτηματικό κελί της μονής επ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και απέκτησε υποτακτικούς, μεταξύ των οποίων ο ένας ήταν ο γνωστός ενάρετος γέροντας Σάββας ο πνευματικός.
Εδέχθηκε διορατικό χάρισμα, βίωσε υψηλές πνευματικές καταστάσεις, δοκιμάστηκε από τον ανθρώπινο φθόνο εξαιτίας του οποίου περιήλθε σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους. Κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 14 Φεβρουαρίου του 1864 μ.Χ.
Με πολλά και ποικίλα σημεία έδειξε ο Κύριος την δόξα της αυτού αγιότητος, καθώς ο Όσιος Ιλαρίων έζησε μία ζωή που την περιστοίχιζε η πληρότητα του ορθόδοξου χριστιανισμού ως έγγαμος ιερέας υπήρξε ο πνευματικός των ανακτόρων, ως μοναχός ομολόγησε την αλήθεια της πίστεως μπροστά στους μουσουλμάνους, έγινε σκεύος της χάριτος του Αγίου Πνεύματος σαν μεγάλος ασκητής και πνευματικός πατέρας στο Άγιον Όρος, σταθεροποιήθηκε και τελειοποιήθηκε δε στην αρετή κατά τον εγκλεισμό του στο Πύργο της Νέας Σκήτης, όπου ανέβηκε την κλίμακα όλων των αρετών. Εξαιτίας των ποικίλων και πολύπλευρων πειρασμικών καταστάσεων που αντιμετώπισε ο Όσιος, σπεύδει ταχύτατος αρωγός σε όποιον με ευλάβεια τον επικαλείται.
Αυτού αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς αμήν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Της ερήμου ο έρως, ισαγγέλων τα τάγματα, και της προσευχής η γλυκύτης, Ιλαρίων κατατιτρώσκει σήν ψυχήν νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγγάμου βιοτήν καταλιπών, ανεδείχθης μοναζόντων, ερημιτών εγκλείστων ισοστάσιος.
Δόξα τώ δεδωκότι σοι ισχύν δόξα τώ σε δυναμώσαντι δόξα τώ δωρουμένω σε ημίν πρότυπον ένθεον.
(Ποίημα Αρχιμ. Νικόδημου Γ. Αεράκη, Ιεροκήρυκος).
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Της Γεωργίας τον βλαστόν τον θεοτίμητον, και τον του Αθω ερημίτην θεοφώτιστον, ευφημούμεν οι πιστοί θείοις εγκωμίοις. Αγαπήσας Ιλαρίων βίον ένθεον, ενεκλείσθης εν τώ Πύργω ευφραινόμενος όθεν κράζομεν χαίρε πάτερ ισάγγελε.
(Ποίημα Αρχιμ. Νικόδημου Γ. Αεράκη, Ιεροκήρυκος).
Μεγαλυνάριον
Θείον Ιλαρίωνα εν ώδαίς, τιμήσωμεν πάντες, ως υπόδειγμα εγκλεισμού, και αδιαλείπτου, ευχής τον υποφήτην, και των ησυχαζόντων, το εγκαλλώπισμα.
(Ποίημα Αρχιμ. Νικόδημου Γ. Αεράκη, Ιεροκήρυκος).
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος ὁ Ἔγκλειστος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος (Τοροπτσάνιν) γεννήθηκε στὴ Ρωσία ἀπὸ πλούσιους καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ἡ κύρια ἐνασχόλησή του ἦταν τὸ ἐμπόριο. Κάποτε ὅμως ἡ ἀγαθὴ διάνοιά του σκέφθηκε ὅτι ὅλα τὰ ἀνθρώπινα εἶναι μάταια. Μοίρασε τότε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς πτωχοὺς καὶ ᾖλθε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου), στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου, ποθώντας νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἄρχισε τὸν σκληρό του πνευματικὸ ἀγῶνα. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου κλείσθηκε στὸ βάθος τῶν Σπηλαίων, στὸ πιὸ σκοτεινὸ κελί.
Ὁ Ὅσιος προσευχόταν ἀδιάλειπτα στὸν Κύριο μὲ δάκρυα, χωρὶς νὰ γνωρίζει πότε ἦταν νύκτα καὶ πότε ἡμέρα. Δὲν εἶχε στρῶμα καὶ ποτὲ δὲν ξάπλωνε γιὰ ὕπνο. Κοιμόταν ἐλάχιστα καθισμένος σὲ ἕνα κούτσουρο. Ἔτρωγε μόνο λίγο πρόσφορο καὶ ἔπινε λίγο νερὸ ποὺ τοῦ ἔφερνε ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος.
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος δοκιμάσθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τὴν κενοδοξίας. Ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν Πατέρων τὸν διαφύλαξαν σῶο καὶ ἀβλαβή. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία καὶ πρόκοψε στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἁπλότητα, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης καὶ οἱ ἀδελφοὶ κήδευσαν μὲ μεγάλη τιμὴ τὸ ἱερὸ λείψανό του στὸν ὑπόγειο τόπο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ σεπτὰ λείψανα καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Λαύρας.
Ὁ Ἅγιος Οὐαλεντίνος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τέρνι
Ὁ Ἅγιος Οὐαλεντίνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τέρνι καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη.
Οἱ Ἅγιοι Πρόκλος, Ἀπολλώνιος καὶ Ἐφήβιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες συνελήφθησαν ὅταν πῆγαν νὰ ἐνταφιάσουν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Οὐαλεντίνου καὶ μαρτύρησαν στὴ Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Οὐαλεντίνος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Οὐαλεντίνος ἦταν Πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη ἐπὶ αὐτοκράτορα Κλαυδίου (41 – 54 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων ἦταν Πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Οἱ Ἅγιοι Βάσσιος, Ἀντώνιος καὶ Πρωτόλικος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βάσσιος, Ἀντώνιος καὶ Πρωτόλικος μαρτύρησαν στὴν Ἀλεξάνδρεια βληθέντες στὴ θάλασσα.
Άγιος Άνθιμος ο μάρτυρας ο εν Ρώμη
Παύλου καὶ Πέτρου τὴν πίστιν ἐμιμήθη·
Εἰς Ῥώμην πνοὴν ἀφῆκε ἐν μαρτυρίοις.
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Πηγὴ:http://www.saint.gr/02/14/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/2/d/14/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου