Ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, αρχίζει να λέγεται «πνευματικός άνθρωπος», από τη στιγμή
που ασχολείται συνειδητά με τον εαυτό του, αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται την
αμαρτία μέσα του, παύει να περιεργάζεται τους άλλους, μετανοεί και προσεύχεται.
Το να δει κάποιος την πραγματική του κατάσταση είναι βεβαίως αποτέλεσμα ισχυρής
θέλησης, αλλά και δυνατής θείας βοήθειας. Γι’ αυτή την ώρα θα λέγαμε υπάρχει
κυρίως ο Χριστός, ο Οποίος τρέχει πλάι μας για να μας συνδράμει σημαντικά κι
αποτελεσματικά, εφόσον συνεχίζουμε αληθινά να το θέλουμε. Γιατί πολλές φορές
ξεκινάμε κάτι χωρίς να το τελειώνουμε.
Μάλιστα στην περίπτωση αυτή ο κίνδυνος
είναι εύκολος, γιατί ο φόβος του τι θα συναντήσουμε, ο συνεχής και σκληρός
αγώνας που χρειάζεται για να τελεσφορήσει το έργο, κι ο πειρασμός που εμβάλλει
λογισμούς δειλίας, είναι εμπόδια αρκετά ικανά.
Αφού γνωρίσουμε τον εαυτό μας, θα γνωρίσουμε τον Θεό. Τότε θα μας
αποκαλυφθεί το πρόσωπό μας. Τότε, αγαπώντας τον Θεό, θα αισθανόμαστε
προοδευτικά το μέγεθος της αγάπης Του. Έτσι γνωρίζεται ο Θεός κι έτσι
αποκαλύπτεται· κυρίως ως αγάπη. Φωτισμένος από τη θεία αγάπη ο άνθρωπος,
διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο απτόητος, άφοβος, χαρούμενος,
περαστικός που
ενδιαφέρεται για τον σκοπό της πορείας του· την άνω Βασιλεία, δίχως να
περιφρονεί
την παρούσα ζωή, αλλά να της δίνει μόνο τη σημασία που της αξίζει.
Σε
αυτή τη
γνώση οδηγούνται όλες οι ψυχές που προσεύχονται ταπεινά, που ασκούνται
διακριτικά και που μετανοούν ειλικρινά. Ο Χριστός αδυνατεί να κατοικήσει
στο σκοτάδι. Και το
σκοτάδι είναι η αμαρτία. Μη θέλουμε να δικαιολογούμε τις αμαρτίες μας,
γιατί έτσι λυπούμε τον Θεό και γινόμαστε τότε παραβάτες των εντολών Του.
Ο Χριστός μάς αφήνει, αν το θέλουμε, μέσα στα σκοτάδια μας· αναμένει
πάντως και τη μετάνοια.
Συχνά, οι λεγόμενες «ατυχίες» της ζωής (ασθένεια προσωπική, πτώχευση,
ασθένεια ή θάνατος συγγενικών προσώπων), οδηγούν τους ανθρώπους πιο κοντά στον
Χριστό. Συμβαίνει όμως επίσης, συχνά και εύκολα να λησμονιέται ο Χριστός, σαν
περάσει το πρόβλημα. Τούτο, όπως καταλαβαίνετε, είναι τουλάχιστον ανέντιμο. Ο Χριστός
δεν είναι μόνο για την «ώρα της ανάγκης».
Αν κανείς δεν αποφασίσει τη μόνιμη
παραμονή του «παρά τους πόδας του Ιησού», από τον Οποίο συνεχώς θα εμπνέεται,
θα παρασυρθεί από τα σύγχρονα αλλότρια ρεύματα, που επίμονα μας θέλουν μακράν
του Χριστού. Σ’ ένα κόσμο απάτης, απελπισίας, βίας και ύβρεως, δεν αρέσει ν’
ακούγονται λόγια αγάπης, ευγενείας και χάριτος. Στερεωμένοι πάνω στην ασάλευτη
πέτρα της πίστεως του Χριστού, γινόμαστε δυνατοί και ανίκητοι, λαμβάνοντας, ως
τέκνα Εκείνου, την κληρονομιά της νίκης Του.
Παρήλθε η εποχή των πολλών λόγων και ο σημερινός κόσμος ζητά εναγωνίως το
βίωμα και το παράδειγμα. Πολλές φορές η σιωπή είναι το πιο βροντερό κήρυγμα,
καθώς ειπώθηκε από τους αγίους Πατέρες της ερήμου. Ένα κήρυγμα δίχως το ήθος
και το ύφος του καθαρού βιώματος, καταντά κουραστικό κήρυγμα, δίχως συνέπεια και
συνέχεια. Γι’ αυτό αρκετοί νέοι ωφελούνται μόνο από τη σιωπή, τις ιερές
ακολουθίες ή τα μετρημένα λόγια των μοναχών του Αγίου Όρους.
Ένας σύγχρονος
σοφός λέγει τα εξής βαρυσήμαντα, όσο και αξιοπρόσεκτα λόγια: «Τον Χριστό τον αγαπώ,
αλλά τους χριστιανούς δεν τους αγαπώ, γιατί δεν μοιάζουν του Χριστού» (Μαχάτμα Γκάντι· 1869–1948).
Νομίζω πως έχει δίκιο. Αρκετές φορές, περισσότερο από τους θεωρούμενους
αθέους,
διασύρουμε εμείς το όνομα του Χριστού και προκαλούμε με την ασυνέπειά
μας τη
βλασφημία του Παναγίου Ονόματός Του.
Στον παρόντα αλλοπρόσαλλο κόσμο ο
άνθρωπος
παρασύρεται ή επηρεάζεται ή αμβλύνει τη συνείδησή του και κάνει συνεχώς
νέες
υποχωρήσεις, νέες παραχωρήσεις και καταχρήσεις στο νου και την καρδιά
του, που του
αλλάζουν τα ορθόδοξα εκκλησιολογικά κριτήρια, το γνήσιο ορθόδοξο ήθος,
αλλά και
αυτές τις βασικές αρχές της ηθικής. Με τα τόσα πολλά που ακούει κανείς,
δεν
παραξενεύεται καν και δεν αντιδρά πλέον.
Και όταν κάποιος απαγκιστρωθεί
από τις
πλεκτάνες του κόσμου και καταπιεσμένος και καταχτυπημένος φθάνει στη
θύρα της
Εκκλησίας, ζητώντας λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινά, έλεος, φως, ίαση,
λύτρωση
και δεν βρίσκει εκεί τον θυρωρό (=τον επίσκοπο, τον ιερέα, τον
πνευματικό, τον γέροντα, έναν έμπιστο αδελφό), είναι τραγικό. Και το
τραγικότερο είναι, όταν επιτέλους τον βρει, να τον βρίσκει ανέτοιμο,
κουρασμένο, απασχολημένο με πολλά άλλα,
βιαστικό, προχειρολόγο, αναβλητικό, αγωνιζόμενο να δικαιολογηθεί για ν’
αποχωρήσει. Όμως, ενώπιόν αυτού του θυρωρού, είναι ο επιστρέφων
άνθρωπος, ο (κατά Χάρη) υιός του Θεού.
Κλείνω όμως τώρα
εδώ αυτή την παρένθεση του λόγου, λέγοντας μόνο κάτι που είπε κάποτε
ένας διάσημος
γιατρός: «Αν είχαμε καλούς πνευματικούς, δεν θα χρειαζόμασταν ούτε
ψυχιάτρους,
ούτε ψυχαναλυτές» (Κάρλ Γκούσταβ Γιουνγκ· 1875–1961).
Συνεχίστε όμως, παρακαλώ, να δίδετε την προσοχή σας, όχι σ’ εμένα, αλλά
στο λόγο του Θεού, που δεν αφήνει κανέναν απληροφόρητο και δίχως να τον αναπαύσει.
Σας διαβεβαιώνω λοιπόν, φίλοι και αδελφοί μου, με την πείρα που μας έδωσαν οι
άλλοι φίλοι μας, οι άγιοι, πως για τον Χριστό δεν υπάρχει πληγή και νόσημα που
να μη θεραπεύεται.
Όποια κι αν είναι η ιστορία και η κατάσταση του καθενός, μην
πτοηθεί ποτέ και καθόλου. Ας γεννήθηκε σε δύσκολη εποχή και μέσα σε ακατάλληλες
συνθήκες, ας τον συνόδευσε η φτώχεια από μικρό, ας μεγάλωσε μέσα στην άγνοια, ας
δέχθηκε τη σκληρότητα άφθονη, ας παρασύρθηκε στην εύκολη ζωή, όποια κι αν είναι
η δυσκολία της ζωής ή του χαρακτήρα του, αν μετανοήσει, ο Χριστός έρχεται και
τα σφουγγίζει όλα και τα κάνει καινούργια.
Πολλοί είναι αυτοί που, κορεσμένοι από την κενότητα του κόσμου, ψάχνουν
για μια διέξοδο. Φοβούνται ή αγνοούν τον χριστιανισμό; Φοβούνται τον
αγώνα για
τον οποίο απαραίτητα μιλά το Ευαγγέλιο κι αγνοούν οπωσδήποτε τη
λυτρωτική ουσία
του χριστιανισμού, που δεν γνωρίζεται και δεν βιώνεται ανώδυνα. Η κόπωση
και η
οκνηρία των σύγχρονων ανθρώπων, η αγνωσία και η βιασύνη τους, τους
οδηγεί δυστυχώς σε
συνταγές αλλοθρήσκων, συχνά δαιμονοκίνητων, ή σε εύκολες λύσεις ευφυών
αιρετικών,
που εμφορούνται από τα στοιχεία τα δολερά και τα επικίνδυνα της πλάνης.
Πλήθυναν,
αδελφοί μου αγαπητοί, οι στοές, τα τεμένη, οι αίθουσες «χαρισματικών»
στην Πατρίδα μας. Η γη των ηρώων και των αγίων, η μαρτυριοπλούτιστη
Ελλάδα,
κατάντησε επικίνδυνο πανδοχείο που φιλοξενεί τον κάθε πονηρό και ανάξιο,
εν
ονόματι κάποιας ασαφούς ελευθερίας που υποσκάπτει τα θεμέλια του Έθνους
και της
Εκκλησίας, της Παράδοσης και της Ιστορίας μας. Προσπερνώντας προ πολλού
το
2000 βρίσκουμε την Ελλάδα ανέτοιμη ν’ αντιμετωπίσει την μπότα της
Ευρώπης.
Παραμένει άγνωστος ο Χριστός και στους χριστιανούς. Χρειάζεται
επειγόντως
επανευαγγελισμός και των χριστιανών. Χρειάζεται αγώνας.
Αρκετοί άνθρωποι δικαιολογούν την απιστία τους ή την ολιγοπιστία τους
από την παρουσία της υπερβολικής και παράλογης οδύνης μέσα στον κόσμο. Τη θεωρούν «απουσία» ή «ασπλαχνία» του
Ίδιου του Θεού. Θάνατοι νηπίων από πείνα ή ασθένεια, ναυάγια
αθώων, αυτοκινητιστικά ατυχήματα με νεκρούς ολόκληρες οικογένειες και
τόσα άλλα, αφήνουν βαθιά απορημένους τους ανθρώπους.
Βεβαίως, μόνο σ’
έναν καλοπροαίρετο μπορεί
να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση. Ο Θεός, σεβόμενος απόλυτα την
ιστορία της
ζωής της ανθρωπότητας, δεν επεμβαίνει δυναμικά για να την ανατρέψει. Ο
Θεός αδυνατεί, θα λέγαμε, να σώσει αυτούς που, επ’ ουδενί, δεν θέλουν να
σωθούν, αυτούς που Τον έχουν μ’
επίγνωση απορρίψει. Ο Θεός δείχνει τους δρόμους της απωλείας και της
σωτηρίας
κι αφήνει ελεύθερους όλους τους ανθρώπους. Η συμμετοχή του Θεού στο κακό
του κόσμου
είναι ανύπαρκτη. Ο Θεός είναι μόνο ποιητής του αγαθού.
Τ’ αποτελέσματα
της
ανταρσίας, της αυθάδειας, της ύβρης και της υπερηφάνειας του ανθρώπου
παρουσιάζουν αυτή την ένταση του κακού, που παρασύρει ακόμη και αθώους.
Επίσης,
αρκετές φορές συμβαίνει μέσα από το εξωτερικά φοβερό κι ανεξήγητο, από
το ξαφνικό και
βίαιο δυστύχημα, να υπάρχει το κρυμμένο σχέδιο του Θεού και για τους «άδικα»,
καθώς λέγεται, χαμένους, αλλά και για τους γύρω τους. Συνήθως, οι παραχωρήσεις
αυτών των μεγάλων δοκιμασιών δίδονται για γενική μετάνοια. Πέρα απ’ όλ’ αυτά τ’
ατυχήματα, δεν παύει ποτέ η Θεία Πρόνοια να ενεργεί (στη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου). Για τον πιστό όλ’ αυτά
είναι ξεκάθαρα κι ευκολονόητα.
Όλοι εκείνοι που προσπαθούν να εξηγήσουν τα πάντα με την πεπερασμένη
τους λογική, σφάλλουν και αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού που έχουν μέσα τους και
ταλαιπωρούνται από το βαρύ άγχος των λογισμών που φέρνει μια κουραστική ανία.
Το αυτό πάσχουν και οι δέσμιοι της αχαλίνωτης φαντασίας που θεωρούνται μάλιστα και «επιτυχημένοι» λογοτέχνες. Ο Χριστός που συνέδεσε στο Πρόσωπό Του θεότητα και ανθρωπότητα, ο
Θεάνθρωπος, απαντά και δίνει λύσεις. Τον Υπέρλογο Χριστό απορρίπτουν οι
παράλογοι. Τον αφήνουν στον σταυρό και συνεχίζουν να Τον βλασφημούν με τα «έργα
τέχνης» τους.
Είναι τρομερά τραγικό αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Προτιμά κανείς μικρές
απολαύσεις και πρόσκαιρες τιμές παρά την αιώνια δόξα. Τι να είναι άραγε αυτό
που μας κάνει τόσο δειλούς και ανόητους; Ν’ αρνούμαστε μια πλούσια αιωνιότητα
για μια φτωχή προσωρινότητα; Να ολιγοψυχούμε και ν’ αγνοούμε τη θεία κλήση μας;
Μόνο η ακράδαντη πίστη στον Χριστό μπορεί να μας κάνει να νικήσουμε το κοσμικό
πνεύμα.
Πρώτος ο Χριστός νίκησε τον κόσμο και η νίκη Του είναι νίκη μας – δίχως
αυτό να μας δίνει καμιά έπαρση. Η μεγαλύτερη νίκη είναι να νικήσουμε την
αμαρτία. Δεν είναι λίγοι οι τέτοιοι νικητές στο χθες και το σήμερα της
Εκκλησίας. Ο κόπος του πολέμου για τη νίκη αυτή καταντά ασήμαντος, όταν σκεφθεί
κανείς ότι συγκαταλέγεται με όλους εκείνους που εισήλθαν στην αιώνια Βασιλεία.
Ο Χριστός επανέρχεται συχνά στη ζωή μας, αν Του το ζητήσουμε και αν Του το
επιτρέψουμε, κυρίως ως ιατρός. Οι επισκέψεις Του αυτές είναι συνήθως προσωπικές
και μυστικές. Ο Χριστός ποτέ δεν θαυματουργεί προς εντυπωσιασμό κι ενθουσιασμό,
θεαματικά και δημόσια. Τα περισσότερα θαύματα του Κυρίου έγιναν ενώπιον
περιορισμένου αριθμού θεατών και, ορισμένες φορές, μόνο με τον ασθενή. Δεν
επιθυμεί ο Χριστός να πείσει κατά τρόπο καταδυναστευτικό, να δημιουργήσει
θόρυβο και ταραχή και οπαδούς αλλαλάζοντες.
Τα θαύματα είναι σημεία της αγάπης
του Θεού στον πάσχοντα άνθρωπο, που τελούνται μέσα στο ιερό κλίμα της πίστεως,
της σιωπής και της ησυχίας. Γίνονται τόσα θαύματα καθημερινά στη ζωή, πολλοί τα
βλέπουν και δεν τα βλέπουν, πολλοί τ’ ακούν και δεν τ’ ακούν, γιατί δεν έχουν
τα μάτια και τ’ αυτιά της πίστεως. Άλλοι πάλι περιπαίζουν, αμφισβητούν,
περιγελούν, ειρωνεύονται και κομπάζουν δρέποντας τους καρπούς της αμφιβολίας
τους. Συνεχίζουν τη δίωξη του Χριστού μέσα από τη ζωή τους. Ο Χριστός σε όλη Του τη
ζωή ήταν κυνηγημένος – έχει συνηθίσει το κυνηγητό. Και οι αληθινοί χριστιανοί
ήσαν και είναι οι κυνηγημένοι, οι ακατανόητοι, γιατί είναι τέκνα του Χριστού,
που δεν είναι από τον κόσμο αυτό και γι’ αυτό τους μισεί ο κόσμος.
Υπάρχει μία ψυχολογική ερμηνεία στο σάλο που δημιουργεί το πλήθος εκείνο
που υβρίζει την Εκκλησία και τον Ιδρυτή της. Χτυπούν τους χριστιανούς, για να μην τους
κτυπούν και τους ελέγχουν αυτοί νοερά με την αγία ζωή τους. Όμως η φωνή της συνείδησης δεν αναπαύεται ποτέ έτσι. Κι αν
υπάρχουν λαθεμένοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, αυτό δεν σημαίνει ότι μου
επιτρέπεται να την εγκαταλείψω και ν’ αρνηθώ τον Χριστό.
Οι σκοτεινές δυνάμεις
και οι αιρετικοί εργάζονται συστηματικά προς τούτο· στο να διογκώνουν τα
σκάνδαλα και να δημιουργούν άλλα παρόμοια. Οι απερίσκεπτοι τούς ακολουθούν τότε εύκολα.
Ο φίλος της αλήθειας και μεγάλος συγγραφέας Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821–1881), γράφει: «Δεν υπάρχει
τίποτα πιο αγαθό, πιο βαθύ, πιο συμπαθητικό, πιο λογικό, πιο γενναίο και πιο
τέλειο από τον Χριστό. Εάν κάποιος μας αποδείκνυε ότι ο Χριστός είναι μακριά
από την αλήθεια και η αλήθεια μακριά από τον Χριστό, θα προτιμούσα να μείνω με
τον Χριστό παρά με την αλήθεια».
Και ο φίλος του Ντοστογιέφσκι και μεγάλος
θεολόγος του αιώνα μας, ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894–1979), συνεχίζει: «Δίχως τον
γλυκύτατο Κύριο Ιησού, είναι φοβερή και χωρίς νόημα αυτή η βραχύχρονη επίγεια
ζωή, πολύ περισσότερο η απέραντη και ατελεύτητη αθανασία. Όπου βρίσκεται ο
θάνατος, εκεί δεν υπάρχει πραγματική χαρά. Με άλλα λόγια: όπου δεν είναι παρών
ο Χριστός, εκεί δεν υπάρχει αληθινή χαρά.
Οι άνθρωποι, μέσα στο παραλήρημα της
αμαρτίας, μέσα στο μεθύσι της αμαρτίας και της ηδονής, διακηρύσσουν ως χαρά της ζωής
πολυάριθμες ανοησίες και μικρότητες. Και είναι, πράγματι, ανοησία και μικρότητα
κάθε τι που απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Χριστό, κάθε τι που δεν του
εξασφαλίζει την αγιότητα και την αθανασία του Χριστού».
Και ο μακαριστός Γέροντας Αββακούμ ο Λαυριώτης (1894–1978), έλεγε: «Άδειασα τον εαυτό μου για τον Χριστό! Δεν έχω
τίποτ’ άλλο παρά τον Χριστό! Τίποτ’ άλλο παρά τον Χριστό και τη χαρά. Η φτώχεια
είναι ωραία, διότι ελαφρύνει κι διευκολύνει. Πρέπει κανείς να είναι άδειος, για να
εισέλθει μέσα του ο Χριστός. Κι όταν ο Χριστός είναι μαζί μου, είναι η χαρά εντός μου!».
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου:
«Η ειρήνη των αρετών
και η ταραχή των παθών»,
–Αθωνικά Άνθη 3–
κεφ. 4ο, 61–72,
εκδόσεις «Τήνος»
«Η ειρήνη των αρετών
και η ταραχή των παθών»,
–Αθωνικά Άνθη 3–
κεφ. 4ο, 61–72,
εκδόσεις «Τήνος»
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου